Η γαλλική κυβέρνηση βρίσκεται υπό πίεση, καθώς η αντιπολίτευση εντείνει τις πιέσεις της ενόψει της προγραμματισμένης ψήφου εμπιστοσύνης στις 8 Σεπτεμβρίου, αυξάνοντας τις πιθανότητες παραίτησης του πρωθυπουργού Φρανσουά Μπαϊρού.
Τρία από τα μεγαλύτερα κόμματα της αντιπολίτευσης η ακροδεξιά Εθνική Συσπείρωση, η αριστερή Ανυπότακτη Γαλλία και οι Σοσιαλιστές έχουν ήδη δηλώσει ότι θα καταψηφίσουν την κυβέρνηση, γεγονός που θα μπορούσε να οδηγήσει στην πτώση της.
Οι πολιτικές εξελίξεις έχουν προκαλέσει νευρικότητα στις αγορές, με τον δείκτη CAC 40 να καταγράφει απώλειες άνω του 1% για δεύτερη συνεχή ημέρα. Παράλληλα, η διαφορά μεταξύ των γαλλικών και γερμανικών 10ετών ομολόγων φτάνει στα υψηλότερα επίπεδα από τον Απρίλιο, αντανακλώντας την αυξημένη αντίληψη κινδύνου για τη Γαλλία.
Οι επενδυτές επαναφέρουν στο προσκήνιο τις δημοσιονομικές ανησυχίες για τη χώρα, ενώ άλλες χώρες της ευρωζώνης, όπως η Ιταλία που καταγράφουν πρόοδο στον έλεγχο των ελλειμμάτων.
Μπροστά σε δύσκολες αποφάσεις ο Μακρόν
Ο πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν καλείται να λάβει κρίσιμες αποφάσεις: να ορίσει νέο πρωθυπουργό, να επαναδιορίσει τον Μπαϊρού με την ελπίδα σχηματισμού κυβέρνησης χωρίς νέες εκλογές ή να διαλύσει τη Βουλή, ρισκάροντας περαιτέρω ενίσχυση της αντιπολίτευσης.
Μια άλλη λύση για τον Μακρόν θα ήταν να αναθέσει την πρωθυπουργία σε κάποιο άλλο πρόσωπο εμπιστοσύνης του ιδίου και του Ματινιόν, όπως στον υπουργό Άμυνας Σεμπαστιάν Λεκορνί. «Όμως η κατάσταση θα παρέμενε η ίδια, εφόσον αυτός ο πρωθυπουργός δεν παρουσίαζε ένα ριζικά διαφορετικό προϋπολογισμό», εκτίμησε ο Μαρτινί.
Απομένει η επιλογή ενός πρωθυπουργού προερχόμενου από την αριστερά. «Όμως πιθανότατα είναι πολύ αργά» αφού οι θέσεις των κομμάτων γίνονται πιο άκαμπτες όσο πλησιάζουν οι προεδρικές εκλογές του 2027, είπε ο Ματιέ Γκαλάρ, διευθυντής έρευνας στο ινστιτούτο δημοσκοπήσεων Ipsos.
Η επιλογή πρόωρων εκλογών έχει ήδη αποδειχθεί μία επικίνδυνη λύση για τον Μακρόν, καθώς η αντίστοιχη απόφαση του 2024 είχε ως αποτέλεσμα την απώλεια εδρών και την ανάδειξη της Εθνικής Συσπείρωσης ως της ισχυρότερης δύναμης στην γαλλική Εθνοσυνέλευση.
Ακόμη άλλα δύο σενάρια θεωρούνται ακόμη πιο απίθανα: η επιβίωση της κυβέρνησης Μπαϊρού και η παραίτηση του ίδιου του προέδρου της Δημοκρατίας.
Μια πρόσφατη δημοσκόπηση του BFMTV δείχνει την έντονη δυσαρέσκεια της κοινής γνώμης στη Γαλλία, με το 67% να ζητούν την παραίτηση του Προέδρου Εμανουέλ Μακρόν και το 69% να θέλουν πρόωρες εκλογές. Επιπλέον, το 67% δεν επιθυμεί να συνεχιστεί η θητεία της κυβέρνησης, ενώ πάνω από τους μισούς πολίτες (55%) πιστεύουν ότι η κατάσταση δεν πρόκειται να χειροτερέψει.
Παρά τις πιέσεις, ο Μακρόν παραμένει αμετακίνητος και δηλώνει πως θα συνεχίσει να εφαρμόζει τις πολιτικές για τις οποίες εκλέχθηκε, κάνοντας αυτό που θεωρεί σωστό για τη χώρα.
Κινητοποιήσεις και πολιτική πόλωση
Η επικείμενη κινητοποίηση της 10ης Σεπτεμβρίου, που συνδέεται με την επιστροφή των Κίτρινων Γιλέκων, συγκεντρώνει θετική ανταπόκριση από το 55% των ερωτηθέντων, ενώ το 30% εκφράζει αντίθεση ή εχθρότητα.
Τα κόμματα της αντιπολίτευσης, που παλαιότερα στήριζαν την κυβέρνηση, τώρα δηλώνουν πρόθεση καταψήφισης. Ο πρωθυπουργός καλεί τους Σοσιαλιστές να επανεξετάσουν τη στάση τους, καθώς αυτοί κατέχουν κρίσιμο ρόλο στην επιβίωση της κυβέρνησης. Παράλληλα, ο πρωθυπουργός δηλώνει έτοιμος για διάλογο με όλα τα πολιτικά και κοινωνικά μέρη, τονίζοντας όμως ότι δεν μπορεί να αγνοήσει τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις.
Οι επιλογές του Μακρόν παραμένουν ανοιχτές, αν και προς το παρόν αποφεύγει τη διάλυση της Εθνοσυνέλευσης και νέες εκλογές, τις οποίες κάποιοι νομικοί χαρακτηρίζουν ιδιαίτερα περίπλοκες λόγω των επικείμενων δημοτικών εκλογών και της ασταθούς πολιτικής κατάστασης.
Ψήφος εμπιστοσύνης και δύσκολος προϋπολογισμός
Ο Μπαϊρού ζητά την ψήφο εμπιστοσύνης για να στηρίξει ένα φιλόδοξο πακέτο δημοσιονομικών μέτρων ύψους 44 δισ. ευρώ, που περιλαμβάνει αυξήσεις φόρων και περικοπές δαπανών, προκειμένου να αποτραπεί η περαιτέρω επιδείνωση των δημόσιων οικονομικών.
Μεταξύ των προτάσεων είναι η κατάργηση φοροαπαλλαγών, η αύξηση της φορολόγησης των πλουσίων και η αφαίρεση δύο δημόσιων αργιών μέτρα που έχουν προκαλέσει έντονες αντιδράσεις από την αντιπολίτευση.
«Ο γαλλικός λαός καλείται να επιλέξει ανάμεσα στο χάος ή την ευθύνη», δήλωσε ο Μπαϊρού, υπογραμμίζοντας το διακύβευμα της κρίσιμης ψηφοφορίας.
Ανησυχίες για το χρέος και την οικονομική σταθερότητα
Η Γαλλία παλεύει να επαναφέρει υπό έλεγχο τα δημόσια οικονομικά της, μετά τις μεγάλες δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν λόγω πανδημίας του κορωνοϊού και ενεργειακής κρίσης από τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Η εξυπηρέτηση του χρέους προβλέπεται να κοστίσει φέτος 66 δισ. ευρώ περισσότερο από κάθε άλλη κρατική δαπάνη, συμπεριλαμβανομένης της εκπαίδευσης. Το ποσό αυτό αναμένεται να αυξηθεί στα 75 δισ. ευρώ το 2026, επιβαρύνοντας περαιτέρω τον προϋπολογισμό.
Ο υπουργός Οικονομικών Ερίκ Λομπάρντ, προειδοποίησε ότι αν η κυβέρνηση καταρρεύσει το κόστος δανεισμού της Γαλλίας ενδέχεται να ξεπεράσει αυτό της Ιταλίας μέσα σε μόλις δύο εβδομάδες. Πρόσθεσε ακόμη ότι η Γαλλία ενδέχεται να αναγκαστεί να προσφύγει στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), κάθως η πολιτική αστάθεια μπορεί να οδηγήσει σε οικονομική κρίση.
Τα μακροπρόθεσμα επιτόκια δανεισμού της χώρας έφτασαν σήμερα στα υψηλότερα επίπεδα από το 2011, εν μέσω ανησυχιών ότι μια δεύτερη κυβερνητική κατάρρευση μέσα σε έναν χρόνο θα επιδεινώσει τη δυνατότητα της Γαλλίας να ελέγξει το αυξανόμενο δημοσιονομικό της έλλειμμα, το οποίο εκτιμάται ότι θα φτάσει στο 5,4% του ΑΕΠ φέτος.
Ο Λομπάρ υπογράμμισε ότι η πιθανότητα να ζητηθεί βοήθεια από το ΔΝΤ «είναι ένας πραγματικός κίνδυνος που έχουμε μπροστά μας».
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Γαλλία δεν έχει καταφύγει ποτέ στο ΔΝΤ μέχρι σήμερα. Ωστόσο, μια ενδεχόμενη κατάρρευση της κυβέρνησης θα επιδεινώσει περαιτέρω την ήδη δύσκολη δημοσιονομική κατάσταση της χώρας, καθώς το δημόσιο χρέος αναμένεται να φτάσει σε ιστορικό υψηλό, στα €3,3 τρισεκατομμύρια.
Ο υπουργός δήλωσε χαρακτηριστικά: «Είναι ένας κίνδυνος που θέλουμε και οφείλουμε να αποφύγουμε αλλά δεν μπορώ να πω ότι δεν υπάρχει».
Αποδυνάμωση στις αγορές
Ο CAC 40 έχει χάσει πάνω από 4% από την προκήρυξη πρόωρων εκλογών τον Ιούνιο του 2024, σε αντίθεση με τον ευρωπαϊκό δείκτη Stoxx Europe 600 που έχει καταγράψει άνοδο περίπου 6%. Ο γαλλικός δείκτης αναμένεται να υστερήσει σε απόδοση για δεύτερη συνεχή χρονιά, γεγονός που υπογραμμίζει τη μείωση της εμπιστοσύνης των αγορών στη γαλλική οικονομία.
Ο χρόνος πιέζει τον Μακρόν και τον Μπαϊρού, που έχουν λιγότερο από δύο εβδομάδες για να διασφαλίσουν κοινοβουλευτική στήριξη και να αποτρέψουν μια νέα πολιτική κρίση
Ο σοσιαλιστής Μπορίς Βαλό δήλωσε χαρακτηριστικά: «Η κατάσταση είναι καταστροφικα. Είναι η κληρονομιά του Μακρόν και του Μπαϊρού.»
Τέλος η Γαλλία φαίνεται να εισέρχεται σε μια κρίσιμη περίοδο πολιτικής και οικονομικής αστάθειας, με σημαντικές επιπτώσεις τόσο για την εσωτερική της πολιτική σκηνή όσο και για τις ευρωπαϊκές αγορές και που μπορεί να επηρεάσουν και την ζώνη του ευρώ.
Πηγή:Washington Post
Πηγή: tanea.gr