Διορία δέκα χρόνων: Η Ουάσιγκτον σπρώχνει την Ευρώπη στην ενηλικίωση της άμυνάς της

Διορία δέκα χρόνων: Η Ουάσιγκτον σπρώχνει την Ευρώπη στην ενηλικίωση της άμυνάς της

Μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, το 2022, ο αριθμός των Αμερικανών στρατιωτών στην Ευρώπη εκτοξεύτηκε στους 100.000. Ίσως πιο σημαντικός από τον αριθμό των στρατευμάτων είναι ο ρόλος των ΗΠΑ ως τεχνολογικού και υλικοτεχνικού υποστηρικτή των ευρωπαϊκών δυνάμεων, όπως πληροφορίες, επιτήρηση και αναγνώριση (ISR), αερομεταφορές κτλ. Υπάρχει όμως τελικά ημερομηνία λήξης για την παραπάνω στρατιωτική παρουσία στην ευρωπαϊκή ήπειρο.

Δέκα χρόνια από σήμερα, οι ΗΠΑ δεν θα πρέπει να διατηρούν σημαντική στρατιωτική παρουσία στην Ευρώπη.

Αυτό προτείνει ανάλυση του αμερικανικού περιοδικού Foreign Policy διότι όπως υπογραμμίζει, παρά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, οι ΗΠΑ έχουν υπερεπεκταθεί στρατιωτικά.

«Η προσθήκη συγκεκριμένων προθεσμιών, αρκετά κοντινών ώστε να προκαλούν σοβαρό προβληματισμό αλλά και αρκετά μακρινών ώστε να επιτρέπουν πραγματικές αλλαγές, μπορεί να βοηθήσει. Δέκα χρόνια είναι ένας εύλογος και απολύτως εφικτός στόχος».

Για αυτόν τον λόγο, αναφέρει η ανάλυση, οι Αμερικανοί υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα πρέπει να δεσμευθούν τόσο σε μια μακροπρόθεσμη μείωση δυνάμεων στην Ευρώπη όσο και σε ένα σαφές σχέδιο για το πώς αυτή η αποχώρηση θα πραγματοποιηθεί βήμα προς βήμα με την πάροδο του χρόνου.

Οι ΗΠΑ θα πρέπει πρώτα να αποσύρουν τις πιο εύκολα αντικαταστάσιμες δυνατότητες και να προγραμματίσουν μεγαλύτερο χρονικό ορίζοντα για τις πιο σύνθετες.

Μεσοπρόθεσμα, οι ΗΠΑ θα πρέπει να στοχεύσουν στην αποχώρηση των δυσκολότερων στην αντικατάσταση τεθωρακισμένων BCTs, καθώς και του πυροβολικού, των ικανοτήτων ανεφοδιασμού και αερομεταφορών. Έτσι, οι δυνατότητες που είναι οι πιο δύσκολες να αντικατασταθούν -συμπεριλαμβανομένων των συστημάτων αεράμυνας και έγκαιρης προειδοποίησης- θα είναι από τις τελευταίες που θα αποσυρθούν.

Ορισμένες εξειδικευμένες δυνατότητες στον τομέα Πληροφοριών, Επιτήρησης και Αναγνώρισης (ISR), μαζί με στρατηγικά πυρηνικά συστήματα όπως το Aegis Ashore για αντιβαλλιστική άμυνα, ενδέχεται να παραμείνουν μέχρι ή ακόμη και μετά το όριο των 15 ετών.

Από κάτω προς τα πάνω

Το επόμενο ερώτημα είναι στρατηγικό λέει η Άσφορντ. Τόσο η Ευρώπη όσο και οι ΗΠΑ τα τελευταία χρόνια έχουν εστιάσει σε λύσεις σε επίπεδο ΕΕ για το πρόβλημα της άμυνας. Η Ευρώπη, συνολικά, «έχει τις απαιτήσεις και τα συμφέροντα μιας μεγάλης δύναμης», όπως σημείωσαν μελετητές από το Κέντρο Στρατηγικών και Διεθνών Σπουδών (CSIS).

Όμως, δεν είναι ενιαία πολιτική οντότητα. Η αλλαγή «από πάνω προς τα κάτω» στην ευρωπαϊκή άμυνα έχει αποδειχθεί μέχρι σήμερα απογοητευτική.

Γι’ αυτό και οι ΗΠΑ, λέει η Άσφορντ θα πρέπει να ενθαρρύνουν στρατηγικές «από κάτω προς τα πάνω» για την άμυνα της Ευρώπης, βοηθώντας τα κράτη να ενισχύσουν τις εθνικές τους αμυντικές δυνατότητες και τις δομές που επιτρέπουν σε ομάδες ομοϊδεατών κρατών να συνδυάζουν αποτελεσματικά αυτούς τους πόρους. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος να αποφευχθεί μια προσέγγιση ελάχιστου κοινού παρονομαστή που δεν παρέχει επαρκή ασφάλεια.

Αυτό μπορεί να ακούγεται αντιδιαισθητικό—και για τους Ευρωπαίους που υποστηρίζουν την «όλο και στενότερη ένωση», σχεδόν βλάσφημο. Όμως, όπως η μετάβαση στην Κοινή Αγορά ή στο ευρώ απαίτησε να φτάσουν τα κράτη σε συγκεκριμένα επίπεδα αλληλεξάρτησης, ανάπτυξης και δημοσιονομικής σταθερότητας, έτσι και η μετάβαση σε μια κοινή ευρωπαϊκή πολιτική ασφάλειας και άμυνας μπορεί να βασιστεί μόνο σε στέρεες εθνικές βάσεις.

Ομαδοποίηση εθνικών στρατών

Απαντώντας η Άσφορντ σε όσους πιστεύουν ότι είναι ανέφικτο για τα μικρότερα κράτη της Ευρώπης να τα καταφέρουν χωρίς τη βοήθεια της Γαλλίας ή της Γερμανίας, προτείνει τη δημιουργία ομάδων μικρών και μεσαίων κρατών που μοιράζονται κοινές αντιλήψεις απειλών και κοινά συμφέροντα. Αυτά θα μπορούν να αξιοποιούν από κοινού πόρους για την παραγωγή ολοκληρωμένων αμυντικών δυνατοτήτων.

Η Πολωνία, οι βαλτικές χώρες και οι Σκανδιναβοί γείτονές τους συγκροτούν μια φυσική ομάδα που ανησυχεί για την αποτροπή της Ρωσίας και για την εξάπλωση του πολέμου στην Ουκρανία.

Οι χώρες της Μαύρης Θάλασσας -η Ρουμανία, η Ουγγαρία και άλλες- ήδη συνεργάζονται σε ναυτικά ζητήματα και έχουν εμπλακεί σε κοινές προσπάθειες για την ενέργεια και τις υποδομές μεταφορών μέσω της Πρωτοβουλίας των Τριών Θαλασσών.

Στη συνέχεια προσθέτει πως η Ιταλία, η Ισπανία, η Ελλάδα, η Κύπρος και η Μάλτα συγκροτούν έναν φυσικό άξονα που ανησυχεί για τη μετανάστευση, την αστάθεια στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική και για την ασφάλεια της Μεσογείου.

Και η Βρετανία, η Γερμανία και οι σκανδιναβικές χώρες μοιράζονται συμφέροντα στην ασφάλεια της Βαλτικής και ακόμη και της Αρκτικής.

«Χτίζοντας ομάδες γύρω από κοινές αντιλήψεις απειλών και διατηρώντας τις δυνατότητες τοπικά οι χώρες μπορούν να μετριάσουν ορισμένες από τις σοβαρότερες ανησυχίες που σχετίζονται με την προσπάθεια να λυθεί το πρόβλημα της κοινής άμυνας στην Ευρώπη» τονίζοντας, προσθέτοντας πως αυτό μπορεί επίσης να «βοηθήσει στον περιορισμό της επιρροής κρατών όπως η Ουγγαρία και η Τουρκία εντός των υπαρχουσών δομών συμμαχιών, δίνοντάς τους δευτερεύοντα ρόλο και αφαιρώντας την ικανότητά τους να ασκούν βέτο».

Όταν λένε αποχώρηση, εννοούμε αποχώρηση

Αναμφίλεκτα για να είναι πειστική η αμερικανική δέσμευση για μείωση της παρουσίας στην Ευρώπη, καταλήγει η Άσφορντ, πρέπει να είναι αρκετά αξιόπιστη ώστε να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη από τα ευρωπαϊκά κράτη· δεν μπορεί να είναι απλώς μια λεκτική επανάληψη δεκαετιών συζητήσεων περί «κατανομής βαρών».

«Ίσως το πιο σημαντικό, αν και υπάρχει χώρος για αμοιβαίες υποχωρήσεις σε αυτήν τη διαδικασία, οι ΗΠΑ θα πρέπει γενικά να προχωρήσουν στην απόσυρση των κατάλληλων δυνατοτήτων ανεξάρτητα από το αν τα ευρωπαϊκά κράτη ανταποκρίνονται εντός των καθορισμένων προθεσμιών· αυτό θα ενισχύσει την αξιοπιστία της συνολικής διαδικασίας».

‘Ετσο, συνεχίζει στο τέλος αυτής της διαδικασίας, οι ΗΠΑ θα πρέπει να έχουν εγκαταλείψει σχεδόν όλο τον έλεγχο επί της ευρωπαϊκής άμυνας, να έχουν αποσύρει τις χερσαίες και αεροπορικές δυνάμεις τους από την ήπειρο και να έχουν επιστρέψει σε μια κυρίως «υπεράκτια» στρατηγική στάση.

Σημειώνει όμως ότι οι ΗΠΑ δεν χρειάζεται να αποσυρθούν επίσημα από το ΝΑΤΟ, εκτός αν δεν υπάρχει άλλη επιλογή. «Ωστόσο, αποσύροντας σταδιακά τη στρατιωτική τους παρουσία, πρέπει να καταστήσουν σαφές ότι προτίθενται να λειτουργούν ως εγγυητής έσχατης ανάγκης—παρέχοντας όπλα και υποστήριξη αλλά όχι άμεση στρατιωτική επέμβαση στις περισσότερες περιπτώσεις».

Πηγή: in.gr

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ