Μπορεί όλα τα βλέμματα του κόσμου των αγορών να είναι στραμμένα στους δασμούς, αλλά κατά την Capital Economics, η πραγματική «κούρσα υπεροχής» είναι στο μέτωπο της τεχνολογίας. Εκεί που οι ΗΠΑ έχουν σαφώς το «πάνω χέρι» στους τομείς – κλειδιά, αλλά νιώθουν και την ανάδυση της δύναμης της Κίνας.
Η αμερικανική υπεροχή δεν αδιαμφισβήτητη. Η Κίνα πλέον ηγείται παγκοσμίως σε συγκεκριμένους τομείς – η τεχνολογία μπαταριών και τα ηλεκτρικά οχήματα είναι τα πιο προφανή παραδείγματα, κατά την Capital Economics.
Σύμφωνα με μια μέτρηση του Australian Strategic Policy Institute, η Κίνα έχει την παγκόσμια ηγεσία σε 57 από τις 64 βασικές τεχνολογίες. Ωστόσο, οι ΗΠΑ – ή πιο σωστά, οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους – εξακολουθούν να κυριαρχούν στις πιο κρίσιμες θεμελιώδεις τεχνολογίες, από τις οποίες εξαρτώνται πολλές άλλες. Στην κορυφή αυτών βρίσκονται τα προηγμένα τσιπ (ημιαγωγοί).
Η Κίνα αντιμέτωπη με τις αδυναμίες της
Ένα πρόσφατο παράδειγμα που ανέφεραν οι Financial Times περιγράφουν την περίπτωση της κινεζικής εταιρείας τεχνητής νοημοσύνης DeepSeek, η οποία ανέβαλε την κυκλοφορία του τελευταίου μοντέλου της επειδή οι επεξεργαστές της Huawei δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις.
Οι κινεζικές αρχές, επιδιώκοντας να μειώσουν την εξάρτηση της χώρας από την αμερικανική τεχνολογία, είχαν ενθαρρύνει την DeepSeek να χρησιμοποιήσει τους επεξεργαστές Ascend της Huawei αντί για τους επεξεργαστές της Nvidia.
Το αποτέλεσμα; Τεχνικά προβλήματα εμπόδισαν την επιτυχή εκπαίδευση του μοντέλου με τα κινεζικά chips. Στο τέλος, η DeepSeek χρησιμοποίησε την Nvidia για την εκπαίδευση και την Huawei για την εφαρμογή του μοντέλου – μια συμβιβαστική λύση που τα λέει όλα, κατά την Capital Economics.
Η στρατηγική των ΗΠΑ
Αυτό έχει σημασία γιατί, ενώ το Πεκίνο προσπαθεί να περιορίσει την εξάρτησή του από την αμερικανική τεχνολογία, οι επεξεργαστές που παράγονται στην Κίνα υστερούν σε σταθερότητα, ταχύτητα και λογισμικό. Σε μια τέτοια «κούρσα» τεχνολογίας, αυτά τα μειονεκτήματα δεν είναι αμελητέα, εξηγεί η Capital Economics.
Η υπεροχή των ΗΠΑ στους ημιαγωγούς οφείλεται εν μέρει στην τεχνολογική εξειδίκευση των συμμάχων τους. Οι πιο προηγμένοι επεξεργαστές στον κόσμο σχεδιάζονται από αμερικανικές εταιρείες (κυρίως τη Nvidia), παράγονται στην Ταϊβάν (από την TSMC) και στηρίζονται σε τεχνολογία από την Ολλανδία και την Ιαπωνία.
Η Κίνα έχει μειώσει τη διαφορά σε πολλούς τομείς και πιθανότατα θα συνεχίσει να το κάνει, αλλά προσπαθεί να το κάνει μόνη της. Για την ώρα, οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους παραμένουν μπροστά, και το ερώτημα είναι πώς να εκμεταλλευτούν αυτό το πλεονέκτημα.
Το στρατηγικό ερώτημα της Αμερικής
Υπό την προεδρία του Joe Biden, η πολιτική ήταν σαφής: αποκλεισμός των εξαγωγών προηγμένων ημιαγωγών στην Κίνα και πιέσεις στους συμμάχους για να κάνουν το ίδιο με τον εξοπλισμό που απαιτείται για την παραγωγή τους.
Οι πρώτοι μήνες της νέας θητείας του Τραμπ ακολούθησαν αυτή τη λογική, με την Nvidia να απαγορεύεται τον Απρίλιο να πουλήσει τα προηγμένα H20 chips σε Κινέζους αγοραστές. Στη συνέχεια όμως ήρθε η στροφή. Η άρση της απαγόρευσης τον Ιούλιο από τον Τραμπ, σε αντάλλαγμα για μια συμφωνία στην οποία το 15% των εσόδων θα πηγαίνει στα κρατικά ταμεία των ΗΠΑ.
Αυτό, στην ουσία, αποτελεί έναν φόρο στις εξαγωγές – κάτι που αντιβαίνει στην εκπεφρασμένη επιδίωξη του Τραμπ να μειώσει το εμπορικό έλλειμμα. Αν οι δασμοί πρέπει να ενθαρρύνουν την εγχώρια παραγωγή, τότε οι φόροι εξαγωγών, με την ίδια λογική, θα πρέπει να ενθαρρύνουν τους ξένους να αγοράσουν από κάποιον άλλο, εξηγεί η Capital Economics.
Συνεχιζόμενη αβεβαιότητα και πολιτική ασάφεια
Αυτή η πολιτική στροφή αναδεικνύει την αυξανόμενη ασυνέπεια στην πολιτική των ΗΠΑ. Τον Απρίλιο, οι πωλήσεις των H20 chips στην Κίνα θεωρήθηκαν απειλή για την εθνική ασφάλεια. Λίγες εβδομάδες αργότερα, επιτράπηκαν – με την προϋπόθεση ότι η Ουάσινγκτον θα αποκομίσει το μερίδιο της. Η ξαφνική αυτή ανατροπή δείχνει ότι η πολιτική έχει τον χαρακτήρα του ευκαιριακού.
Αυτό δημιουργεί ανησυχία για τις επιχειρήσεις και τις κυβερνήσεις, οι οποίες για δεκαετίες έχουν βασιστεί στις ΗΠΑ για τη διαφάνεια και την προβλεψιμότητα των κανόνων.
Τώρα, καλούνται να προσαρμοστούν σε ένα πολιτικό περιβάλλον που δεν είναι μόνο ασυνεπές, αλλά συχνά ασαφές. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι ότι αυτή η ασυνέπεια και ασάφεια καθιστά τις ΗΠΑ λιγότερο αξιόπιστες, αποδυναμώνοντας τη θέση τους σε έναν κατακερματισμένο κόσμο, καταλήγει η Capital Economics.
Πηγή: ΟΤ
Πηγή: in.gr