Την Κυριακή 10 Αυγούστου, ο Γερμανός καγκελάριος Φρίντριχ Μερτς, ανακοίνωσε αναστολή εξαγωγών όπλων στο Ισραήλ, διότι «δεν μπορεί να προμηθεύει όπλα σε μια σύγκρουση που επιχειρείται να λυθεί αποκλειστικά με στρατιωτικά μέσα». Παράλληλα, όμως, συμπλήρωσε ότι «οι αρχές της γερμανικής πολιτικής απέναντι στο Ισραήλ παραμένουν αμετάβλητες». Ποιες είναι αυτές οι επικίνδυνες όμως αρχές;
Σύμφωνα με ειδικούς, αυτή η πρωτοβουλία του Βερολίνου, μπορεί κάλλιστα να έχει λιγότερο να κάνει με την επιθυμία άσκησης πίεσης στην Ιερουσαλήμ και περισσότερο με την ανάγκη διατήρησης της τεχνολογικής και στρατηγικής συνεργασίας που συνδέει τη Γερμανία και το Ισραήλ εδώ και δεκαετίες.
Τι σημαίνει αμετάβλητες αρχές λοιπόν και γιατί το Ισραήλ παρά τα διαχρονικά εγκλήματα απολαμβάνει της γερμανικής και συνεπώς ευρωπαϊκής ανοχής;
Το πρόβλημα τόσο με την ΕΕ, όσο και με τη Γερμανία, είναι ότι βρίσκουν εφευρίσκουν εξαιρέσεις σε κανόνες που υποτίθεται ακολουθούν, για να προωθούν την αντζέντα τους.
Όπως έχει υποστηρίξει ο Ιταλός φιλόσοφος Τζόρτζιο Αγκάμπεν, οι φιλελεύθερες δημοκρατίες κυβερνώνται εδώ και καιρό μέσω εξαιρέσεων — δηλαδή μέσω δομών εκτός του νόμου. Για παράδειγμα η αναστολή των κανόνων του Σένγκεν ή των κανόνων για τα ελλείμματα, ειδικά για τις εθνικές στρατιωτικές δαπάνες, είναι ένα άλλο.
Χωρίς να παραβιάζουν τεχνικά τον νόμο, αυτές οι ημι-νόμιμες τακτικές καθιστούν τον νόμο ολοένα και πιο προαιρετικό και την εφαρμογή του αυθαίρετη. Η εξαίρεση — ακόμη κι αν επισήμως θεωρείται «προσωρινή» — αρχίζει να μοιάζει περισσότερο με τον κανόνα.
Σύμφωνα με τον Γερμανό δημοσιογράφο της Deutsche Welle, Γουίλιαμ Νόα Γκλούκροφτ, το διεθνές δίκαιο ήταν η απάντηση σε αυτή την κυνική λογική, αλλά εξακολουθεί να εναπόκειται στα κράτη να το επιβάλλουν. Με ανάλυσή του στο Euobserver
Ωστόσο, χάρη στην πολιτική της μόνιμης κρίσης, στην οποία μοιάζει παγιδευμένη η ΕΕ, μια διαρκής απειλή μπορεί να δικαιολογήσει σχεδόν οποιαδήποτε απόκλιση από τον νομικό κανόνα.
.
το Ισραήλ αποτελεί τη μεγαλύτερη και πιο επικίνδυνη «εξαίρεση» κράτους που εγκληματεί.
Η λογική αυτή ανάγεται την περίοδο που κυβέρνηση οι ναζί τη δεκαετία του 1930 σύμφωνα με τον Γερμανό αναλυτή.
Καταστάσεις εξαίρεσης — το ποιος αποφασίζει τι είναι και πότε εφαρμόζονται — θα έπρεπε να προκαλούν μεγάλο συναγερμό.
Ο Καρλ Σμιτ, ο Γερμανός νομικός που υπήρξε μέλος του NSDAP, συνδέεται διαβόητα με αυτήν την έννοια, η οποία υπήρξε καθοριστική στο να δώσει στους Ναζί τη νομική νομιμοποίηση να διαστρέψουν τη συνταγματική τάξη της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.
Με αυτή την έννοια, οι Ναζί σπάνια παραβίαζαν τον νόμο.
Τον παρέκαμπταν, τον ανέστελλαν ή επανακαθόριζαν το τι σήμαινε «νόμιμο». Γι’ αυτό ορισμένοι Ναζί υποστήριξαν, στις μεταγενέστερες δίκες εγκλημάτων πολέμου, ότι μπορεί να ήταν ηθικά ένοχοι για θηριωδίες, αλλά όχι νομικά υπεύθυνοι.
Γερμανία και Ισραήλ
Η μεγαλύτερη όμως «κατάσταση εξαίρεσης» είναι το Ισραήλ — και η σχεδόν παθολογική άρνηση της Ευρώπης να αναγνωρίσει τα εξόφθαλμα εγκλήματα που διαπράχθηκαν εναντίον της Παλαιστίνης πολύ πριν, και με εκθετική αγριότητα και πρόθεση μετά την 7η Οκτωβρίου.
Η Γερμανία, της οποίας η «επιτελεστική κουλτούρα μνήμης» την καθιστά ανίκανη να τοποθετηθεί με αξιοπιστία στο ζήτημα, ηγείται αυτής της εξαίρεσης.
Οι Γερμανοί, λέει ο Γκλούκροφτ, αποκαλούν αυτή την εξαίρεση με το δικό τους νεολογισμό: Staatsräson. Αλλού είναι γνωστό ως raison d’état ή «εθνικό συμφέρον».
Από τότε που η πρώην καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ δημοσιοποίησε τον όρο, σε ομιλία της στο κοινοβούλιο του Ισραήλ το 2008, η Staatsräson έχει συμβάλει στην κανονικοποίηση ολοένα και πιο βίαιων εκφράσεων κρατικής ισχύος και στις δύο χώρες.
Από τον ορισμό της, η Staatsräson είναι ασύμβατη με το συνταγματικό δίκαιο ή τις δημοκρατικές νόρμες.
Η ίδια η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Πολιτικής Εκπαίδευσης της Γερμανίας την περιγράφει ως «απολυταρχική ή αυταρχική αρχή» που «δικαιολογεί τη χρήση όλων των μέσων, ανεξάρτητα από την ηθική ή τον νόμο» για τη διατήρηση της κρατικής εξουσίας.
Αν η Staatsräson της Γερμανίας είναι η προστασία του Ισραήλ -όπως είναι και über alles– τότε η Γερμανία μπορεί μόνο να υποτάσσεται στις κρατικές επιταγές του Ισραήλ.
Παραδόξως, αυτό επίσης εξαναγκάζει το Ισραήλ να υπηρετεί τη Γερμανία — ένα διαφορετικό είδος «βρόμικης δουλειάς» που το απαλλάσσει από εγκλήματα τα οποία το Ισραήλ δεν είναι σε θέση να συγχωρήσει.
Μια τέτοια δυναμική φέρει περισσότερο από έναν υπαινιγμό αποικιακής υποταγής και αντισημιτικών συνεπαγωγών.
Οδήγησε στην απόφαση του Bundestag το 2019 να καταδικάσει το κίνημα BDS (Μποϊκοτάζ, Απόσυρση Επενδύσεων, Κυρώσεις), η οποία, ως μη δεσμευτική έκφραση της νομοθετικής εξουσίας, έχει καταστεί ένα ακόμη είδος εξαίρεσης.
Παρά την έλλειψη νομικής ισχύος, η γερμανική υπηρεσία εσωτερικής ασφάλειας βασίστηκε σε αυτή για να χαρακτηρίσει το BDS και άλλες ακτιβιστικές ομάδες, ακόμη και εβραϊκές, ως «εξτρεμιστικές απειλές».
Χάρη στη Staatsräson, οι γερμανικές κρατικές και ομοσπονδιακές αρχές έχουν μπορέσει να περιορίσουν νομικά κατοχυρωμένες καλλιτεχνικές και πολιτιστικές εκφράσεις, να ακυρώνουν εκδηλώσεις, να εκδίδουν ταξιδιωτικές απαγορεύσεις, να απελαύνουν πολίτες της ΕΕ, να εντείνουν την αστυνομική βία και να επιβάλλουν όρκους πίστης στο Ισραήλ ως προϋπόθεση για την απόκτηση της γερμανικής ιθαγένειας.
Ακόμη και όταν οι αρχές τελικά υποχωρούν ή επικρίνονται από τα εγχώρια δικαστήρια ή την ευρωπαϊκή εποπτεία, η ζημιά — στις ζωές, στα μέσα διαβίωσης και στο ίδιο το δημοκρατικό σύστημα — έχει ήδη γίνει.
Η ζημιά αυτή διαχέεται και εκτός συνόρων, επηρεάζοντας τα θεσμικά όργανα της ΕΕ.
Η Γερμανίδα συντηρητική επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι κομμένη από το ίδιο ύφασμα· δεν είναι τυχαίο ότι ο πρώτος συντονιστής της ΕΕ για την καταπολέμηση του αντισημιτισμού προέρχεται επίσης από τον ίδιο κύκλο.
Η Γερμανία αποτελεί βασικό εμπόδιο σε δράσεις της ΕΕ κατά του Ισραήλ, βάζοντάς την στην ίδια κατηγορία με την Ουγγαρία όσον αφορά την αντιμετώπιση της Ρωσίας.
Η επίσημη γερμανική θέση υπερασπίζεται τη Staatsräson ως αναγνώριση της «ιστορικής της ευθύνης».
Ωστόσο, η εφαρμογή μιας κατάστασης εξαίρεσης ως απάντηση στα εγκλήματα που προέκυψαν από μια άλλη είναι πιθανότερο να αναπαράγει εκείνα τα αυταρχικά αποτελέσματα παρά να τα επανορθώσει.
Πηγή: in.gr