Η πυρκαγιά που επί τρεις μέρες καίει τον περιαστικό ιστό της Πάτρας, έχει βάλει μια ερώτηση στα χείλη όλων: «Μα πώς είναι δυνατόν να καίγεται η τρίτη μεγαλύτερη πόλη της Ελλάδας»;
Ο Χάρης Κοντοές, διευθυντής ερευνών στο ΙΑΑΔΕΤ (Ινστιτούτο Αστρονομίας, Αστροφυσικής, Διαστημικών Ερευνών και Τηλεπισκόπησης) του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, λέει μιλώντας στο in, πως στην πραγματικότητα αυτό που συμβαίνει στην Πάτρα, το βλέπουμε, σε μεγαλύτερο βαθμό, τα τελευταία χρόνια στην Αττική.
«Οι περιαστικές πυρκαγιές που καταλήγουν να φτάνουν μέχρι και το Χαλάνδρι είναι η νέα πραγματικότητα» εξηγεί ο κ. Κοντοές προσθέτοντας πως δεδομένου ότι υπάρχει πια μεγάλη απώλεια αμιγώς δασικών εκτάσεων, οι πυρκαγιές πλήττουν τώρα τη διαθέσιμη βλάστηση γύρω από τις πόλεις.
«Καίγεται ό,τι δεν έχει καεί» σημειώνει ο ίδιος, προσθέτοντας πως: «Στις περιαστικές περιοχές οι πυρκαγιές είναι δύσκολες και επικίνδυνες-τρέχουν με μεγάλη ταχύτητα σε μια περιοχή με σπίτια, βλάστηση, επιχειρήσεις».
Μάλιστα, ο κ. Κοντοές υπογραμμίζει πως οι εκκενώσεις, λόγω πυρκαγιάς, σε αυτές τις μεγάλες περιοχές ενέχουν πολλές προκλήσεις και πως οι κάτοικοι των πόλεων δεν είναι εκπαιδευμένοι σε αυτές τις δοκιμασίες. «Τα χωριά εκκενώνονται πιο εύκολα, αλλά σε μια μεγάλη πόλη τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά. Απαιτείται λεπτομερές σχέδιο εκκένωσης, από ποιους οδικούς άξονες θα φύγουν τα οχήματα, που θα συγκεντρωθεί ο κόσμος κ.ά. πολλά. Δεν γνωρίζουμε πόσοι δήμοι έχουν εκπονήσει λεπτομερή σχέδια εκκένωσης και έχουν εκπαιδεύσει και τους κατοίκους σε αυτά, αλλά είναι λίγοι».
Από τη διαχείριση δασών στη διαχείριση τοπίου
Ο Νικος Γεωργιάδης, υπεύθυνος χερσαίου προγράμματος της WWF Ελλάς λέει με τη σειρά του πως πια, η συζήτηση πρέπει να μετατοπιστεί: «Πρέπει να αρχίσουμε πλέον να μιλάμε για διαχείριση τοπίου και όχι απλά δασών. Οι πυρκαγιές πλήττουν περιαστικά δάση, περιοχές μικτής ζώνης, όπου βλάστηση είτε χαμηλή, είτε υψηλή, «παντρεύεται» με οικιστικές, οικονομικές, βιομηχανικές κτλ χρήσεις. Είναι αυτό που είδαμε με την πυρκαγιά στη βιομηχανική ζώνη της Πάτρας και στον οικιστικό ιστό της πόλης, το είδαμε και πέρσι στη φωτιά της Πεντέλης και θα το βλέπουμε ολοένα και συχνότερα δυστυχώς στο μέλλον».
Σύμφωνα με τον κο Γεωργιάδη η διαχείριση τοπίου απαιτεί κονδύλια που αφορούν την πρόληψη και όχι την καταστολή των πυρκαγιών από την Πυροσβεστική. Μια σειρά από δράσεις όπως: εκπαίδευση του κοινού, ορθή και στοχευμένη διαχείριση της βλάστησης, με τη χρήση μηχανικών μέσων, αλλά και προδιαγεγραμμένης καύσης που αποτελεί πολύ φθηνότερη και αποτελεσματικότερη μέθοδο.
«Αυτές είναι εργασίες που γίνονται τον χειμώνα και βοηθούν στην πρόληψη και στη διαχείριση του ελληνικού τοπίου όπως έχει διαμορφωθεί σήμερα -ένα τοπίο με πολλές καμένες εκτάσεις, με οικισμούς μέσα στα δάση, με παρατημένες καλλιέργειες και χωράφια και χωρίς ικανή εκτατική κτηνοτροφία στην ηπειρωτική χώρα» σημειώνει ο κ. Γεωργιάδης προσθέτοντας πως: «Η εκπαίδευση του κοινού δεν πρέπει να υποτιμάται καθόλου. Εκτός από εκπαίδευση σχετικά με τα αίτια των πυρκαγιών, βλέπουμε κόσμο να αντιδρά και να ισχυρίζεται ότι καταστρέφεται το δάσος όταν μηχανήματα μπαίνουν για να καθαρίσουν 30 μέτρα από τον δρόμο τον υπόροφο ενός δάσους, με στόχο να προφυλάξει αυτό το ίδιο το δάσος από το να μην απωλέσει χιλιάδες στρέμματα σε μια ενδεχόμενη πυρκαγιά. Πρέπει επίσης να δημιουργήσουμε πράσινες αντιπυρικές γεωργικές ζώνες μέσα στα δάση έτσι ώστε να υπάρχουν εμπόδια σε περίπτωση πυρκαγιάς που θα τη σταματούν ή θα της ελαττώνουν την ταχύτητα. Αυτή τη στιγμή σε όλη τη χώρα υπάρχουν εγκαταλελειμμένες γεωργικές καλλιέργειες και χωράφια που δεν φροντίζονται».
Όπως προσθέτει ο κ. Γεωργιάδης, η υπάρχουσα μορφή των περιαστικών δασών τα καθιστά πολύ δύσκολα στη διαχείριση τους όταν ξεσπά μια πυρκαγιά. «Όπως το είδαμε και στην Πάτρα, στους περιαστικούς της οικισμούς, τις περιοχές που αποκαλούνται WUI (Woodland Urban Interface), το βάρος της Πυρόσβεσης σε αυτές τις περιπτώσεις πέφτει στα κτίρια και στις περιουσίες. Η βλάστηση και το δάσος μοιραία περνούν σε δεύτερη μοίρα. Έτσι, η εστία που βλέπουμε σήμερα στο Παναχαϊκό Όρος, ένα βουνό με έλατα μπορεί να γίνει πολύ επικίνδυνη αν δεν ελεγχθεί και να επιφέρει μια οικολογική καταστροφή αντίστοιχη ή και μεγαλύτερη από αυτήν στον Φενεό».
Κατά τον κ. Γεωργιάδη ακόμα και αν η Πυροσβεστική τα πηγαίνει κάθε χρόνο καλύτερα στο θέμα της αντιμετώπισης και της καταστολής, βρίσκεται πάντα ένα βήμα πίσω σε σχέση με τις αλλαγές του κλίματος, των μετεωρολογικών συνθηκών αλλά και των βίαιων αλλαγών στο ελληνικό τοπίο. «Με τα επίμονα μελτέμια τόσων ημερών όλα ήταν πάρα πολύ ξερά όταν ξέσπασαν οι πυρκαγιές. Η Πυροσβεστική αντιμετώπισε καλά τις πυρκαγιές της πρώτης εβδομάδας, όμως στην δεύτερη εβδομάδα ήρθε η αναπόφευκτη κόπωση και φάνηκαν και οι ελλείψεις στο στρατηγικό σχέδιο και στα πολλά κομμάτια της πρόληψης. Εργαλεία στη φαρέτρα μας έχουμε, όμως δεν τα αξιοποιούμε όλα. Ένα από αυτά τα εργαλεία είναι και το Αντιπύρ που χρησιμοποιήθηκε αυτές τις μέρες στη Ζάκυνθο με επιτυχία. Υπάρχει μια αμηχανία και στη χρήση αυτού του εργαλείου στην Ελλάδα, αν και η αλήθεια είναι πως σε μέρες με πολύ υψηλά μελτέμια η χρήση του Αντιπύρ χρειάζεται προσοχή. Ακόμα και η δημιουργία των αντιπυρικών ζωνών μέσα στα δάση όμως, με χρήματα από το Ταμείο Ανάκαμψης, που κάποια στιγμή θα τελειώσουν, είναι έργο που σε κάποιες περιπτώσεις δεν έχει ελεγχθεί και εκτελεστεί σωστά, δεδομένου ότι οι δασικές υπηρεσίες είναι «ξηλωμένες» και αδυνατούν να ελέγξουν έργα μεγάλης κλίμακας».
Πηγή: in.gr