Ξεκίνησαν μια περιπέτεια, με διετές συμβόλαιο ως οικιακές βοηθοί. Μετά από αυτό το διάστημα, ήταν ελεύθερες να επιστρέψουν. Όμως, δεν κατάφεραν να επιστρέψουν από την Αυστραλία για δεκαετίες.
Πρώτον, επειδή το εισιτήριο επιστροφής κόστιζε όσο αρκετά χρόνια δουλειάς. Και δεύτερον, επειδή η μοναξιά ήταν τόσο έντονη, που πολλές γυναίκες δέχτηκαν – με διαφορετικό βαθμό πεποίθησης και τύχης – προτάσεις γάμου από άνδρες που είχαν φτάσει λίγα χρόνια νωρίτερα. Στο Σίδνεϊ, τη Μελβούρνη, την Αδελαΐδα και το Μπρίσμπεϊν, εγκαταστάθηκαν, συμμετείχαν στην κοινωνική ζωή, δημιούργησαν οικογένειες και ίδρυσαν χώρους συγκέντρωσης για να καταπολεμήσουν την νοσταλγία και το αίσθημα ξεριζωμού.
Δημιουργήθηκαν μεγάλοι ισπανικοί πολιτιστικοί σύλλογοι σε διάφορες πόλεις, ακόμα και γήπεδα για txokos (κοινωνικά κλαμπ), ενώ αργότερα ιδρύθηκαν γαλικιανά πολιτιστικά κέντρα, με γιορτές, τουρνουά ποδοσφαίρου και ακόμα και θρησκευτικά προσκυνήματα προς τιμήν της Παναγίας του Ροθίο, στη μέση της Ωκεανίας. Για έξι δεκαετίες, Ισπανίδες γυναίκες συνεχίζουν να συναντιούνται κάθε Σάββατο στο πάρκο Centennial του Σίδνεϊ.

Οι «marthas» τον Ιούνιο του 1961, λίγο πριν την αναχώρησή τους για την Αυστραλία. Η πτήση έφτασε στη Μελβούρνη στις 24 του ίδιου μήνα. Ευγενική παραχώρηση από το αρχείο της οικογένειας Αλτούνα. Archivo de la familia Altuna
Όλα ξεκίνησαν στις αρχές της δεκαετίας του 1960 και θα μπορούσαν να αποτελέσουν την έμπνευση για μια μακροχρόνια τηλεοπτική σειρά. Ήταν νεαρές γυναίκες που στρατολογήθηκαν από χωριά της βόρειας Ισπανίας: η Χώρα των Βάσκων, η Ναβάρα, η Αστούριας, η Κανταβρία, η Γαλικία, και αργότερα από περιοχές του νότου. Προσελκύθηκαν από καθολικά ιδρύματα υπό το καθεστώς του Φράνκο, στο πλαίσιο του σχεδίου που ονομάστηκε «Plan Marta».
Έφτασαν στην Αυστραλία ακολουθώντας ένα κύμα ανδρών, κυρίως από τη Χώρα των Βάσκων και την Κανταβρία, οι οποίοι είχαν στρατολογηθεί μέσω της «Επιχείρησης Καγκουρό» (1958–1963) για να προσφέρουν φθηνή και αξιόπιστη εργασία σε φυτείες, κυρίως ζαχαροκάλαμου. Αυτές οι γυναίκες ονομάστηκαν «martas» ή «marthas» και κλήθηκαν να γίνουν τέλειες οικιακές βοηθοί, σαν τη βιβλική Μάρθα της Βηθανίας ή την κατηγορία που περιγράφει η Μάργκαρετ Άτγουντ στο The Handmaid’s Tale. Άνδρες και γυναίκες συνέβαλαν στην αναγέννηση και το χτίσιμο μιας χώρας που ακόμα βρισκόταν σε σοβαρή δημογραφική κρίση.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, διαδόθηκε στην Αυστραλία το σύνθημα: «Πληθυσμός ή Εξαφάνιση» (“Populate or Perish”). Όμως, δεν ήταν όλοι ευπρόσδεκτοι – ούτε οι αυτόχθονες λαοί της χώρας ούτε οι γείτονες της Αυστραλίας στα ανατολικά, που θεωρούνταν απειλή λόγω υπερπληθυσμού. Η λευκή ελίτ ήθελε να προσελκύσει Δυτικούς – κατά προτίμηση Άγγλους, Ολλανδούς, Αμερικανούς, Γερμανούς και Πολωνούς. Οι μεσογειακοί μετανάστες, ωστόσο, μπορούσαν να προσφέρουν την αναγκαία εργασία.

Οι «marthas» στη Μαδρίτη το 1962, έτοιμες για την πέμπτη πτήση του σχεδίου εκείνη τη χρονιά. Αρχείο οικογένειας Aberasturi Erezuma
Κατά τη διάρκεια του τριήμερου ταξιδιού, στο ίδιο αεροπλάνο με τις Ισπανίδες επιβιβάζονταν και Ιταλίδες και Ελληνίδες, που είτε πήγαιναν να παντρευτούν είτε είχαν ήδη παντρευτεί μέσω πληρεξουσίων, όπως εξηγεί η Ναταλία Ορτίθ Θεμπέριο, υπεύθυνη των Ισπανικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Νέας Νότιας Ουαλίας (UNSW). Για την ίδια, «η πραγματική εξαπάτηση» από τις αρχές απέναντι στις Ισπανίδες ήταν πως «κανείς δεν τις ενημέρωσε για το κόστος της επιστροφής… πόσο αδύνατο θα ήταν να πληρώσουν το εισιτήριο», το οποίο κόστιζε περίπου 3.000 πεσέτες, ή 18 ευρώ.
«Χωρίς μετανάστευση, το μέλλον της Αυστραλίας όπως το γνωρίζουμε θα είναι ταραχώδες και σύντομο. Ως έθνος, δεν θα επιβιώσουμε», προειδοποιούσε ο Υπουργός Μετανάστευσης Άρθουρ Κάλγουελ, σύμφωνα με όσα αναφέρουν ο Χαβιέρ Κάστρο και η Ορτίθ Θεμπέριο στο ντοκιμαντέρ El avión de las novias («Το Αεροπλάνο των Νυφών»). Εκείνη την εποχή, ο αυστραλιανός Τύπος διαφήμιζε τους Ισπανούς ως «καλλιεργημένο και περήφανο λαό». Η καθηγήτρια έχει συγγράψει αρκετά έργα για την ταυτότητα των μεταναστών και τα ταξίδια των Ισπανίδων γυναικών, όπως το El Plan Marta (1960-63), που εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο Dykinson.
Η έρευνά της ξεκίνησε όταν διάβασε στο βιβλίο Operación Canguro του Ιγνάθιο Γκαρθία πως υπήρξε πτήση που μετέφερε γυναίκες μετά την αρχική μετακίνηση των ανδρών με πλοίο. Από τότε, η Ορτίθ Θεμπέριο – και η ίδια μετανάστρια από τη Χώρα των Βάσκων και ιδρύτρια του Φεστιβάλ Ισπανικού Κινηματογράφου στην Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία – ανακάλυψε, μέσω των αρχείων της Ισπανικής Επισκοπικής Διάσκεψης, ότι στην πραγματικότητα «υπήρξαν τουλάχιστον 17 πτήσεις».
Από το πρώτο ταξίδι στις 11 Μαρτίου 1960, «815 martas έφτασαν μέσα σε τρία χρόνια», από τις οποίες η συγγραφέας έχει εντοπίσει και συνεντεύξει πάνω από 100. Ορισμένες υπέγραψαν χωρίς να καταλάβουν το συμβόλαιο. Πολλές δεν μπορούσαν καν να εντοπίσουν την Αυστραλία στον χάρτη. Η βαλίτσα της Χοσεφίνα Γκονθάλεθ δεν είχε καν διεύθυνση: έγραψε απλώς το όνομά της και «Αυστραλία» στην ετικέτα — και παρ’ όλα αυτά, έφτασε με αυτή στις 14 Ιουλίου 1960.
Η αλήθεια είναι ότι ούτε η ίδια ούτε οι συνοδοιπόροι της γνώριζαν πραγματικά τον προορισμό τους. Με τα χρόνια η μέθοδος άλλαξε, αλλά όσες έφτασαν στην αρχή θυμούνται ότι τις πήγαν σε μια εκκλησία, τις έβαλαν σε σειρά, και μετά οι Αυστραλές οικοδέσποινες διάλεγαν ποια κοπέλα θα έπαιρναν στο σπίτι τους, «σαν πρόβατα στη λαϊκή». Όσες δεν πήγαν σε οικογένειες, στάλθηκαν να δουλέψουν σε καθολικά μοναστήρια.
Η διαδικασία κινήθηκε γρήγορα μετά από επίσκεψη του Καρδινάλιου της Αυστραλίας στην Ισπανία το 1959. Η στρατολόγηση ενισχύθηκε μέσω προξενείων, του Ισπανικού Ινστιτούτου Μετανάστευσης, της Επισκοπικής Επιτροπής και ενός πυκνού καθολικού δικτύου που έφτανε ως τις πιο απομακρυσμένες ενορίες της Ισπανίας. Οι υποψήφιες επιλέγονταν τοπικά. Έπρεπε να είναι νέες, ανύπαντρες, υγιείς και καθολικές. Όμως κάποιες δεν ήταν τόσο ευσεβείς όσο ζητούνταν και αυτό που πραγματικά επιθυμούσαν ήταν να ξεφύγουν από τη σκληρότητα της οικογενειακής ζωής και των γυναικείων ρόλων που επέβαλε ο Φρανκισμός. Ορισμένες ήταν ανύπαντρες μητέρες που άφησαν τα παιδιά τους στην Ισπανία, με σκοπό να τα φέρουν αργότερα.
Υπέστησαν ιατρική εξέταση και παρακολούθησαν «μαθήματα εκπαίδευσης» στο μοναστήρι των Madres Reparadoras στη Μαδρίτη, όπου τις δίδαξαν αποδοτικό καθάρισμα, αυστραλιανές συνήθειες και βασικά αγγλικά επιβίωσης για οικιακές βοηθούς: το σημαντικό ήταν να γνωρίζουν ότι το κουτάλι λέγεται spoon και η σφουγγαρίστρα mop. Η υπόλοιπη γλώσσα δεν είχε σημασία, αφού η ζωή τους θα ήταν αυστηρά οικιακή. Οι άνδρες εργάτες από την άλλη, που πήγαιναν να κόψουν ζαχαροκάλαμο, είχαν λάβει πληρέστερη εκπαίδευση μέσω του «Εγχειριδίου του Καλού Μετανάστη» κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους με πλοίο.

Οι «marthas» στο σχολείο των Madres Reparadoras στη Μαδρίτη, στις 30 Σεπτεμβρίου 1961. Αρχείο της Χούλια Γκονθάλεθ
Η Μαρί Παθ Μορένο λέει στο ντοκιμαντέρ πως γράφτηκε επειδή «ήθελε να μάθει αγγλικά». Ήταν μορφωμένη, εργαζόταν στο πρακτορείο Europa Press και επιθυμούσε να γνωρίσει τον κόσμο. Όταν έφτασε στην Αυστραλία, βρήκε το αστικό περιβάλλον σαν «νεκροταφείο», όπου στις 6 το απόγευμα δεν υπήρχε κανείς να πιεις έναν καφέ. Από την άλλη όμως, καταλήγει, «σε πολλά σημεία» η Αυστραλία «ήταν μια χώρα με μέλλον», ενώ η Ισπανία εκείνη την εποχή «ήταν μια χώρα με παρελθόν».
Η ιστορία της Αυστραλίας γράφτηκε με ονόματα όπως: Καρμίνα Άλβαρεθ Πατάγιο, Χούλι ντε λα Ρόσα, Πούρι Παρέδες, Μαρί Κρους Βάσκες, Μαρούχα Βεσούνα, Ιρένε Γκονθάλεθ, Κρους Περέιρα, Άνα Μαρία Γοδίνo, Μαρία Χοσέ Ουγάρτε, Τερέσα Σανταμαρία, Λεοντίνα Γκαρθία, Γενοβέβα Ματέο, Μαρία Κρους δελ Άλαμο, Χούλια Γκονθάλεθ, Μπεγόνια Θουβιάουρ, και άνδρες όπως ο Φρανσίσκο Χαβιέρ Μοντέρο, Βουλκάνο Ματέο και Ευλόγιο Αλτούνα, που στα 93 του, πίσω στην πατρίδα του το Σαν Σεμπαστιάν, είναι η ζωντανή μνήμη των καλλιεργητών του ζαχαροκάλαμου.
Η Ορτίθ Θεμπέριο εξηγεί ότι «οι πρώτες δεν πλήρωσαν για το εισιτήριο». Η επόμενη ομάδα, ακολουθώντας το ρεύμα, «έπρεπε να πληρώσει ένα μέρος». Το υπόλοιπο καλυπτόταν από τις εμπλεκόμενες αρχές. Όσες ήθελαν να επιστρέψουν πριν την πάροδο των δύο ετών, έπρεπε να ξεπληρώσουν το χρέος τους, συν το εισιτήριο επιστροφής. Παρ’ όλα αυτά, για πολλές, οι προοπτικές στην Ισπανία ήταν χειρότερες, και όταν τελείωσε η συμφωνία μεταξύ των δύο χωρών, «εκατοντάδες γυναίκες ζητούσαν να μεταναστεύσουν στην Αυστραλία», λέει η ερευνήτρια.
Συνήθως, όσες είχαν ήδη πάει εκεί «δεν μιλούσαν» για το πόσο δύσκολη ήταν η εργασία στα σπίτια μιας χώρας της οποίας τη γλώσσα δεν γνώριζαν. Για να παρέχουν «πνευματική στήριξη» και να βοηθούν τις martas όταν αντιμετώπιζαν προβλήματα ή έντονη μελαγχολία, η Εκκλησία έστειλε τρεις «λαϊκές αδελφές»: Πακίτα Μπρετόν, Μαρία Λουίσα Έρο και Μαρί Κάρμεν Θερβέρα. Η «ασθένεια των μεταναστών» ή «ασθένεια της Αυστραλίας», όπως την αποκαλούσε η καθηγήτρια, ήταν η «κατάθλιψη» και η «απελπισία» του να βρίσκεσαι «μακριά από τα πάντα», σε μια απόσταση που ήταν «αδύνατο να ξεπεραστεί».
Πηγή: tanea.gr