Οταν μιλάει για την αντιπολίτευση, ο Κυριάκος Μητσοτάκης στρέφει συνήθως τα μάτια του προς την πλευρά του Νίκου Ανδρουλάκη. Και όταν ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ ανεβάζει τους τόνους, το κάνει απευθυνόμενος στα κυβερνητικά έδρανα της Νέας Δημοκρατίας, εκεί που συνήθως βρίσκεται ο Πρωθυπουργός. Οι κοινοβουλευτικές αλλαγές των τελευταίων μηνών δίνουν την αίσθηση πως ο παραδοσιακός μεταπολιτευτικός δικομματισμός έχει αποκατασταθεί, όμως σε μεγάλο βαθμό αυτή είναι επίπλαστη. Τα ποσοστά της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ στις προηγούμενες εκλογές απέχουν πάρα πολύ για να ισχυριστεί κάποιος κάτι τέτοιο, ενώ παρά τη βελτιωμένη εικόνα του ΠΑΣΟΚ στις δημοσκοπήσεις, η απόσταση παραμένει μεγάλη. Αυτό ωστόσο που μοιάζει να έχει αποκατασταθεί, τουλάχιστον με τον κατακερματισμό που επικρατεί στα αριστερά του πολιτικού φάσματος, είναι το δίπολο άλλων δεκαετιών: η ΝΔ είναι ο βασικός αποδέκτης της κριτικής του ΠΑΣΟΚ – και το ανάποδο.
Οι παρεμβάσεις σε ανώτατο επίπεδο το τελευταίο διάστημα απευθύνονται σε αυτό το ακροατήριο που εκλαμβάνεται ως ενδιάμεσο των δύο πλευρών: ο Μητσοτάκης προσπαθεί να κερδίσει εκ νέου τους προοδευτικούς κεντρώους που συγκρότησαν το λεγόμενο «μέτωπο λογικής» το 2019 και το 2023, ενώ ο Ανδρουλάκης προσπαθεί να πείσει ακριβώς το ίδιο ακροατήριο πως έχει σχέδιο διακυβέρνησης της χώρας, πως έχει πρόγραμμα και έχει πολιτικό προσωπικό για να το καταφέρει. Και τη δεδομένη στιγμή, αυτή είναι μια μάχη σκληρή μεν, αμοιβαία ωφέλιμη δε, καθώς αφήνει περιθώριο κινήσεων και για τις δύο πλευρές.
Από τη μια μεριά, στη ΝΔ δεν μοιάζουν να περιμένουν πως μπορούν να διεκδικήσουν εκ νέου ψηφοφόρους που της έφυγαν εκ δεξιών – εν αναμονή και των κινήσεων Σαμαρά –, ενώ η κόντρα για τις διαχρονικές ευθύνες, τις παθογένειες (πεδίο στο οποίο θέλει να στρέψει το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ από Σεπτέμβριο) και η αναζήτηση λαθών στις δημόσιες εμφανίσεις των πασοκικών στελεχών είναι μια μάχη που δεν δίνει πρώτη φορά και, απέναντι στη σημερινή αξιωματική αντιπολίτευση, δεν έχει αντισυστημικές εκπλήξεις. Για το ΠΑΣΟΚ, από την άλλη, το γεγονός πως η ΝΔ κυβερνά ήδη έξι χρόνια (άρα τα σκάνδαλα φέρουν την υπογραφή της) και πως η γενιά των σαραντάρηδων που έχει αυτή τη στιγμή τα ηνία του κόμματος δεν έχει βρεθεί σε κυβερνητικές θέσεις (άρα ξεμακραίνει από το παρελθόν του κόμματος, κρατώντας παράλληλα τη συστημικότητα του brand) είναι πλεονεκτήματα για το αφήγημα που θέλει να χτίσει ενόψει ΔΕΘ. Ακόμα κι αν, εύλογα, καθιστά τους πασόκους πιο επιρρεπείς στις κυβερνητικές επιθέσεις ή σε λάθη που εμπειρότεροι δεν θα έκαναν στη θέση τους.
Το κέρδος
Για τη Χαριλάου Τρικούπη, η κόντρα με τη ΝΔ έχει και ένα ακόμα παράπλευρο κέρδος: όσο περισσότερο εκμεταλλεύεται τον χρόνο στον οποίο οι δυνάμεις της Αριστεράς βρίσκονται σε limbo τόσο περισσότερο δυσκολεύει τη δυναμική της συγκόλλησής τους – σίγουρα δυσκολεύει μια ενδεχόμενη (για κάποιους επικείμενη) επιστροφή του Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος βρίσκει πόρτες και στο ΠΑΣΟΚ και στην Πλεύση Ελευθερίας. Οσο πιο ισχυρό είναι το ΠΑΣΟΚ, τόσο ο στόχος της ένωσης των προοδευτικών δυνάμεων κάτω από τον πρώην πρωθυπουργό δυσκολεύει – τουλάχιστον για όσο καιρό η Χαριλάου Τρικούπη κρατά τον ρόλο του βασικού αντιπάλου, της ξεκάθαρης εναλλακτικής απέναντι στην κυβέρνηση.
Στη σφαίρα της σεναριολογίας, όλα αυτά λίγο πριν ή λίγο μετά τις επόμενες εθνικές εκλογές μπορεί να αλλάξουν. Ομως αυτές οι τελευταίες τρεισήμισι εβδομάδες, όσο διαχειριστικές είναι για την κυβέρνηση (μην τυχόν προκύψει το «γεγονός» μέχρι τις διακηρύξεις του Σεπτεμβρίου) τόσο λειτουργούν προπαρασκευαστικά για την αξιωματική αντιπολίτευση – μιας παρατεταμένης ευκαιρίας επαναφοράς, που βρίσκεται ακόμη στο χέρι των στελεχών της.
Πηγή: tanea.gr