Του Χάρη Φλουδόπουλου
“Ακριβό τίμημα για μια πολιτική επιλογή”. Αυτή είναι η φράση που χρησιμοποιούν υψηλόβαθμα στελέχη της ελληνικής ενεργειακής αγορά όταν περιγράφουν τις επιπτώσεις της συμφωνίας που υπέγραψαν στις 25 Ιουλίου Ευρωπαϊκή Ένωση και Ηνωμένες Πολιτείες για τον “συστηματικό περιορισμό” της εισαγωγής ρωσικού φυσικού αερίου μέσω τρίτων χωρών και την ενίσχυση των ροών αμερικανικού LNG προς την Ευρώπη.
Πρόκειται για μια συμφωνία που φέρει καθαρά γεωπολιτικό αποτύπωμα και εξυπηρετεί, πέραν πάσης αμφιβολίας, τη στρατηγική της ∆ύσης για την πλήρη αποσύνδεση της ευρωπαϊκής αγοράς ενέργειας από τις ρωσικές εισαγωγές. Ωστόσο, στη σκιά των πολιτικών διακηρύξεων και των γεωστρατηγικών ισορροπιών, οι αριθμοί αποκαλύπτουν το οικονομικό κόστος αυτής της επιλογής. Και στην περίπτωση της Ελλάδας το κόστος αυτό αγγίζει –σύμφωνα με υπολογισμούς που βασίζονται σε τιμές της αγοράς και εισαγόμενους όγκους φυσικού αερίου– τα 800 εκατ. ευρώ ετησίως, τα οποία θα κληθούν να πληρώσουν επιπλέον οι Έλληνες καταναλωτές και η ελληνική βιομηχανία το επόμενο διάστημα, όταν τεθεί σε εφαρμογή η συμφωνία και αντικατασταθεί το φθηνό ρωσικό αέριο από το ακριβότερο αμερικανικό LNG.
Πρόκειται για ένα κόστος που αφορά το σύνολο των Ευρωπαίων καταναλωτών ενέργειας, που όμως στην περίπτωση της Ελλάδας, η οποία συνεχίζει να καλύπτει σημαντικό μέρος των αναγκών της σε φυσικό αέριο από τη Ρωσία, θα είναι πιο δυσβάσταχτο. Εν προκειμένω, πάντως, το επιπλέον αυτό κόστος έρχεται ως αποτέλεσμα της συμφωνίας για επιβολή δασμών ύψους 15% στις ευρωπαϊκές εξαγωγές προς τις ΗΠΑ και η οποία, κατά τα φαινόμενα, εξυπηρετεί τις μεγαλύτερες εξαγωγικές οικονομίες της Ευρώπης, και κυρίως τη Γερμανία και τη Γαλλία, που διασφαλίζουν το “μη χείρον” για τις δικές τους εξαγωγές προς τις Ηνωμένες Πολιτείες. Με απλά λό-για, καλούμαστε να πληρώσουμε φουσκωμένους λογαριασμούς αερίου, κάτι που επιβαρύνει το ήδη υψηλό ενεργειακό κόστος για νοικοκυριά και βιομηχανία στην Ευρώπη, προκειμένου να περιοριστεί το πλήγμα για τους μεγάλους εξαγωγείς της Ευρώπης, κυρίως τη Γερμανία και τη Γαλλία.
“Premium” 66 εκατ. ευρώ τον μήνα
Σύμφωνα με στοιχεία του πρώτου εξαμήνου του 2025, η Ελλάδα εισήγαγε περίπου 16,4 TWh φυσικού αερίου από τη Ρωσία, μέσω της τουρκικής διαδρομής. Η τιμή αυτού του αερίου, λόγω της απουσίας κυρώσεων στο σκέλος του αγωγού TurkStream, διαμορφώθηκε περίπου 3 ευρώ/MWh χαμηλότερα από το ευρωπαϊκό σημείο αναφοράς TTF. ∆ηλαδή στα 38,2 ευρώ/MWh, όταν η μέση τιμή TTF του πρώτου εξαμήνου ήταν 41,2 ευρώ. Αντιθέτως, οι εισαγωγές αμερικανικού LNG πραγματοποιούνται με τιμολόγηση premium, δηλαδή σε τιμές περίπου 1 ευρώ/MWh υψηλότερες από το TTF, δηλαδή στα 42,2 ευρώ/MWh. Η διαφορά ανάμεσα στις δύο αυτές τιμές είναι 4 ευρώ/MWh, που για τις 16,4 TWh ρωσικού αερίου σημαίνει ένα πλεονέκτημα κόστους ύψους 65,6 εκατ. ευρώ τον μήνα ή περίπου 394 εκατ. ευρώ στο εξάμηνο. Και όλα αυτά για μια ροή που δεν έχει χαρακτηριστεί επίσημα ως “υπό κυρώσεις”, αλλά που πλέον κινδυνεύει με de facto αποκλεισμό, αν τελικά προχωρήσει η πρόταση της Ε.Ε. για πλήρη απαγόρευση εισαγωγών μέσω τρίτων χωρών (Τουρκία).
Το ενεργειακό “δίλημμα”
Η Ελλάδα βρίσκεται σε ένα ενεργειακό σταυροδρόμι. Από τη μία πλευρά είναι η πολιτική ευθυγράμμιση με τις αποφάσεις των Βρυξελλών και των ΗΠΑ. Από την άλλη, υπάρχουν οικονομικές και κοινωνικές πιέσεις, που γίνονται ολοένα και πιο έντονες, καθώς η ενεργειακή μετάβαση αποδεικνύεται ακριβή και με αβέβαιες αποδόσεις.
Ήδη το κόστος της ηλεκτροπαραγωγής αυξήθηκε το 2024 κατά 11% λόγω της αύξησης του κόστους φυσικού αερίου. Αν αποκοπούν οι φθηνότερες ρωσικές ροές, η επιβάρυνση για τον τελικό καταναλωτή θα ενταθεί ακόμα περισσότερο – σε μια συγκυρία που οι τιμές ήδη προκαλούν ασφυξία σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις και ευάλωτα νοικοκυριά.
Το κόστος
Πιο συγκεκριμένα, η ενεργειακή διάσταση της συμφωνίας ΗΠΑ-Ε.Ε. για τους δασμούς φέρει άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις στο κόστος παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, ιδιαίτερα στις χώρες όπως η Ελλάδα, που παραμένουν έντονα εξαρτημένες από το φυσικό αέριο ως κύριο καύσιμο για την ηλεκτροπαραγωγή.
Η δέσμευση για τεράστιες εισαγωγές LNG από τις ΗΠΑ, με βάση εμπορικούς όρους λιγότερο ευνοϊκούς, συνεπάγεται αύξηση της τιμής εισροών για τις μονάδες φυσικού αερίου.
Με βάση το ελληνικό παραγωγικό μείγμα, όπου το φυσικό αέριο καλύπτει ακόμη περίπου 35%-40% της ετήσιας κατανάλωσης ρεύματος, η αύξηση 4 ευρώ ανά MWh αερίου μεταφράζεται σε αύξηση 10-12 ευρώ ανά MWh ηλεκτρικής ενέργειας για τις μονάδες συνδυασμένου κύκλου.
Αυτό ισοδυναμεί με:
> Για τις βιομηχανίες υψηλής τάσης: επιβάρυνση 6-8 ευρώ/MWh στα συμβόλαια
ρεύματος.
> Για τους οικιακούς καταναλωτές: ενδεχόμενη αύξηση 4-6 ευρώ/MWh στα τιμολόγια, ανάλογα με την πολιτική επιδοτήσεων και την απορρόφηση από τους παρόχους.
Αν η Ευρώπη προχωρήσει σε πλήρη αντικατάσταση των ρωσικών ποσοτήτων και δεσμευτεί σε long-term LNG συμβόλαια ΗΠΑ με premium, το δομικό κόστος ενέργειας θα αυξηθεί μόνιμα.
Οι βιομηχανικοί καταναλωτές, ιδίως αυτοί με μεγάλο φορτίο και ένταση χρήσης ενέργειας (π.χ. αλουμίνιο, μέταλλα, τσιμέντο), θα βρεθούν σε νέα πιεστική συνθήκη ανταγωνισμού, εφόσον:
> Οι διεθνείς ανταγωνιστές τους (ΗΠΑ, Μέση Ανατολή) προμηθεύονται ρεύμα από φθηνότερες και εγχώριες πηγές.
> Το κόστος άνθρακα (ETS) παραμένει υψηλό στην Ευρώπη, χωρίς επαρκή αντιστάθμιση.
Ήδη ευρωπαϊκοί βιομη-χανικοί σύνδεσμοι (CEPI, Eurometaux) έχουν προειδοποιήσει ότι οι μη ανταγωνιστικές τιμές ενέργειας αποτελούν τον Νο 1 παράγοντα απώλειας παραγωγής και επενδύσεων στην Ε.Ε. Στον οικιακό τομέα, εφόσον οι τιμές χονδρεμπορικής ενέρ- γειας παραμείνουν σε επίπεδα 120-130 ευρώ/MWh λόγω ακριβότερου καυσίμου, είναι πιθανό να δούμε:
> Νέα σχήματα επιδοτήσεων σε ευάλωτα νοικοκυριά.
> Αναπροσαρμογές στα κυμαινόμενα τιμολόγια.
> Πίεση στους παρόχους να διατηρήσουν “μπλε” τιμολόγια κάτω από 12-13 λεπτά/kWh.
Σημειώνεται ότι η Ελλάδα, παρά την αποκλιμάκωση των τιμών το 2023-2024, παραμένει στην κορυφή της Ε.Ε. σε κόστος τελικής τιμής ηλεκτρικής ενέργειας, ιδιαίτερα στη μέση και χαμηλή τάση.
Τα βασικά σημεία της συμφωνίας Ε.Ε. – ΗΠΑ για δασμούς και ενέργεια
Επειτα από μακρές και τεταμένες διαπραγματεύσεις που κράτησαν μήνες, Ευρωπαϊκή Ένωση και Ηνωμένες Πολιτείες κατέληξαν την περασμένη εβδομάδα σε μια στρατηγικής σημασίας εμπορική και ενεργειακή συμφωνία. Η συμφωνία αυτή, που υπογράφηκε στη Σκωτία μεταξύ του Αμερικανού προέδρου, Ντόναλντ Τραμπ, και της προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, φέρνει ριζικές αλλαγές στις εμπορικές και ενεργειακές ροές μεταξύ των δύο πλευρών του Ατλαντικού.
Η συμφωνία περιλαμβάνει έναν μίνιμουμ δασμολογικό συντελεστή 15% σε σειρά προϊόντων, εξαιρώντας τα φαρμακευτικά και τα μέταλλα, αλλά περιλαμβάνοντας τα αυτοκίνητα. Ο Ντόναλντ Τραμπ χαρακτήρισε τη συμφωνία “τη μεγαλύτερη όλων”, σημειώνοντας ότι εξαλείφει την απειλή εμπορικού πολέμου και δίνει σαφή προσανατολισμό στη διατλαντική οικονομία.
Ο πιο φιλόδοξος και αμφιλεγόμενος πυλώνας της συμφωνίας είναι η ενεργειακή δέσμευση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συγκεκριμένα, η Ε.Ε. δεσμεύτηκε να αγοράζει ετησίως αμερικανική ενέργεια αξίας 250 δισεκατομμυρίων δολαρίων για τα επόμενα τρία χρόνια – σύνολο 750 δισ. δολαρίων.
Η ενέργεια αυτή αφορά κυρίως αργό πετρέλαιο, υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG), πυρηνικά καύσιμα και, σε μικρότερο βαθμό, μεταλλουργικό άνθρακα και διυλισμένα καύσιμα όπως το ντίζελ.
Οι αριθμοί δεν “βγαίνουν”
Σύμφωνα με την Kpler και το Reuters, το 2024 οι εισαγωγές της Ε.Ε. από ΗΠΑ σε πετρέλαιο, LNG και μεταλλουργικό άνθρακα ανήλθαν συνολικά στα 64,55 δισ. δολάρια – μόλις το 26% του στόχου των 250 δισ. ετησίως. Ακόμα κι αν η Ε.Ε. αύξανε τις εισαγωγές της στα μέγιστα επίπεδα, το άθροισμα παραμένει αισθητά χαμηλότερο από τον στόχο.
Από πλευράς ΗΠΑ, το 2024 εξήγαγαν:
> 1,45 δισ. βαρέλια πετρελαίου (101,5 δισ. δολ.)
> 87 εκατ. τόνους LNG (54 δισ. δολ.)
> 51,5 εκατ. τόνους άνθρακα (10,3 δισ. δολ.)
Το σύνολο: 165,8 δισ. δολάρια, που επίσης είναι νούμερο αισθητά μικρότερο από τον στόχο της συμφωνίας.
Στο πλαίσιο αυτό, οι ειδικοί εκτιμούν πως η συμφωνία πιθανότατα περιλαμβάνει:
> Πυρηνικά καύσιμα (μικρή οικονομική αξία, αλλά στρατηγικής σημασίας).
> ∆ιυλισμένα καύσιμα, όπως ντίζελ (το 2024 10,9 δισ. δολ. προς Ε.Ε.). Επομένως, ενδέχεται ο αριθμητικός στόχος να καλυφθεί από ένα διευρυμένο ενεργειακό καλάθι, το οποίο περιλαμβάνει και πιο εξειδικευμένα προϊόντα ενέργειας.
Ερωτήματα
Η συμφωνία, παρά την πολιτική της βαρύτητα, βρίθει ασάφειας, και ειδικότερα:
> Πώς θα επιτευχθεί ο στόχος των 250 δισ. δολαρίων;
> Συμπεριλαμβάνονται πυρηνικά καύσιμα ή εξευγενισμένα προϊόντα;
> Ποιες είναι οι δεσμεύσεις των κρατών-μελών και ποια η ευχέρεια διαφοροποίησης;
Αναλυτές, όπως η Barbara Matthews (Atlantic Council), επισημαίνουν ότι η δέσμευση υπονοεί συμφωνίες τύπου take-or-pay, που θα επιβα-ρύνουν νοικοκυριά και βιομηχανία σε όλη την Ευρώπη, σε μια περίοδο που ήδη οι τιμές ενέργειας δοκιμάζουν τα ευρωπαϊκά νοικοκυριά.
Σε κάθε περίπτωση, από τη συμφωνία προκύπτει σαφής στρατηγική αναβάθμιση των ΗΠΑ στην ευρωπαϊκή αγορά ενέργειας:
> LNG terminals στις ΗΠΑ αποκτούν νέα δυναμική.
> Εταιρείες όπως ExxonMobil, Chevron, Cheniere βλέπουν νέα συμβόλαια.
> Η πρόβλεψη για τα πυρηνικά καύσιμα ανοίγει τον δρόμο για εταιρείες όπως η Westinghouse.
> Επιπλέον, οι δεσμεύσεις σε επίπεδο αμυντικών προμηθειών ανοίγουν τεράστιες ευκαιρίες για τους αμερικανικούς κολοσσούς της στρατιωτικής βιομηχανίας.
Όπως επισημαίνει η Ainvest: “Οι τομείς ενέργειας και άμυνας πρόκειται να γνωρίσουν νέα άνθηση – η συμφωνία θα αναδιαμορφώσει τις αλυσίδες εφοδιασμού σε ολόκληρο τον δυτικό κόσμο”.
Με άλλα λόγια, η συμφωνία λειτουργεί ως μοχλός επανεκκίνησης της αμερικανικής βιομηχανίας ενέργειας και άμυνας, ενώ παράλληλα προκαλεί στρατηγικές ανακατατάξεις στο εσωτερικό της Ε.Ε., με προφανείς νικητές και χαμένους.
Αποδέσμευση από ρωσική ενέργεια
Η Φον ντερ Λάιεν ξεκαθάρισε ότι στόχος είναι να αντικατασταθεί η ρωσική ενέργεια με αμερικανικά καύσιμα:
“Θα αντικαταστήσουμε το ρωσικό φυσικό αέριο και πετρέλαιο με σημαντικές αγορές αμερικανικού LNG, πετρελαίου και πυρηνικών καυσίμων”.
Η Ρωσία σήμερα τροφοδοτεί την ευρωπαϊκή αγορά μέσω ενός και μόνο αγωγού: του TurkStream, ο οποίος περνά από τη Μαύρη Θάλασσα στην Τουρκία και καταλήγει στη Βουλγαρία και από εκεί σε Ελλάδα, Σερβία και Ουγγαρία. Αυτός είναι ο αγωγός μέσω του οποίου φτάνουν και οι ρωσικές ποσότητες που καταναλώνονται στην Ελλάδα – νόμιμα και χωρίς άμεσες κυρώσεις.
Η νέα πρόταση της Ε.Ε., που έχει διαρρεύσει και υποστηρίζεται από ορισμένα κράτη-μέλη, προβλέπει είτε την πλήρη απαγόρευση εισαγωγής “μικτών ροών” που περιλαμβάνουν ρωσικό αέριο είτε τη δυνατότητα περιορισμού του ρωσικού μεριδίου σε συγκεκριμένα ποσοστά. Σε κάθε περίπτωση, αυτό θα σήμαινε ουσιαστικό αποκλεισμό της Ρωσίας από την ελληνική αγορά, ακόμα και μέσω τρίτων χωρών.
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι οι πιο φθηνές ροές (TTF -3) θα σταματήσουν και θα αντικατασταθούν από LNG φορτία (TTF +1), επιβαρύνοντας άμεσα την ελληνική οικονομία, η οποία εξακολουθεί να χρησιμοποιεί αέριο για ηλεκτροπα-
ραγωγή και βιομηχανικές διεργασίες.
Εξισορρόπηση του κόστους
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αν και δεσμεύεται υπέρ των πολιτικών κυρώσεων προς τη Ρωσία, δεν έχει ακόμη παρουσιάσει σαφή σχέδια αντιστάθμισης για τις χώρες που εξαρτώνται ακόμη από τον αγωγό TurkStream. Ούτε υπάρχει μηχανισμός χρηματοδότησης ή επιδοτήσεων για τις βιομηχανίες που καλούνται να πληρώσουν πιο ακριβό καύσιμο για πολιτικούς λόγους.
Από την άλλη πλευρά, οι ΗΠΑ ωφελούνται: εξάγουν πλέον περισσότερα φορτία LNG, αυξάνουν τα έσοδα των τερματικών τους και κλειδώνουν νέες αγορές στην Ευρώπη, σε ένα περιβάλλον με περιορισμένο ανταγωνισμό.
Εάν δεν δημιουργηθούν μηχανισμοί επιδότησης για τα κράτη-μέλη ή για τη βιομηχανία, η ενεργειακή αυτάρκεια κινδυνεύει να μετατραπεί σε ενεργειακή εξάρτηση άλλου τύπου – και πολύ πιο ακριβή.
Πηγή: capital.gr