Η μαρτυρία που διέσωσε τη μνήμη της Χιροσίμα

Η μαρτυρία που διέσωσε τη μνήμη της Χιροσίμα

Στις 8.15 το πρωί, ώρα Ιαπωνίας, στις 6 Αυγούστου του 1945, ο αιδεσιμότατος Κιγιόσι Τανιμότο, εφημέριος της Εκκλησίας των Μεθοδιστών της Χιροσίμα, σταμάτησε έξω από την πόρτα ενός σπιτιού στα δυτικά προάστια της πόλης. Ετοιμαζόταν να ξεφορτώσει ένα καρότσι γεμάτο αντικείμενα που είχε περιμαζέψει εξαιτίας των φημών για επικείμενη μαζική επιδρομή Β-29. Αυτός ήταν άλλωστε ο λόγος που και εκείνη την ημέρα είχε ξυπνήσει από τις 5 τα ξημερώματα. Γεμάτος άγχος, είχε μείνει μόνος, καθώς η γυναίκα του με το ενός έτους μωρό τους πηγαινοερχόταν στην Ουσίντα, ένα προάστιο στα βόρεια, περνώντας τα βράδια με μια φίλη της.

Τη στιγμή που στεκόταν στην πόρτα, μια πελώρια λάμψη διέσχισε τον ουρανό. Οπως θα θυμόταν αργότερα, το φως ήταν σαν να ταξίδευε από την Ανατολή στη Δύση, από την πόλη στους λόφους. «Εμοιαζε σαν ένα σεντόνι από ήλιο». Ο πατήρ Τανιμότο δεν το γνώριζε, αλλά εκείνη τη στιγμή βρισκόταν 3.200 μέτρα μακριά από το κέντρο της έκρηξης. Κάνοντας τέσσερα-πέντε βήματα χώθηκε ανάμεσα σε δύο μεγάλους βράχους στον κήπο του σπιτιού. Σε μια αυτόματη κίνηση επιβίωσης κρατήθηκε πολύ σφιχτά από τον έναν. Καθώς πίεζε το πρόσωπό του στον βράχο, δεν είδε τι συνέβη. Ενιωσε παράλληλα ένα ξαφνικό «κύμα» να τον απωθεί και λίγο μετά θραύσματα και κομμάτια γυαλιών, ξύλου και κεραμιδιών που έπεσαν επάνω του. Δεν άκουσε καμία βουή (όπως και σχεδόν κανένας από τους αυτόπτες μάρτυρες της Χιροσίμα, οι οποίοι κατέθεταν αργότερα ότι δεν μπορούσαν να ανακαλέσουν οποιονδήποτε θόρυβο). Μόλις αναθάρρησε, ο Τανιμότο σήκωσε το κεφάλι του και είδε ότι το σπίτι μπροστά του είχε καταρρεύσει.

Η δική του ιστορία – η ιστορία ενός επιζώντος της Χιροσίμα – είναι μία από τις συνολικά έξι τις οποίες ερεύνησε σε βάθος ο αμερικανός δημοσιογράφος Τζον Χέρσι (1914-1993), για να αφήσει τελικά ως παρακαταθήκη το βιβλίο «Χιροσίμα», το οποίο πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδ. Σάλτο (μετάφραση Νίκος Αγγελόπουλος). Ο Χέρσι, που το 1945 είχε βραβευτεί με το Πούλιτζερ για το μυθιστόρημα «A bell for Adano», είχε φτάσει στη Χιροσίμα περίπου εννιά μήνες μετά τη ρίψη της ατομικής βόμβας και συγκέντρωσε το υλικό για το ερευνητικό άρθρο του. Σε πρώτη φάση δημοσιεύτηκε στον «New Yorker» τον Αύγουστο του 1946 ως ολόκληρο τεύχος και, σύμφωνα με τα στοιχεία της εποχής, εξάντλησε το τιράζ των 300.000 αντιτύπων αποτελώντας την αιχμή της αντιπολεμικής ερευνητικής δημοσιογραφίας. Οι άλλοι πέντε επιζώντες που έδωσαν φωνή στη βουβή τραγωδία ήταν η Τοσίκο Σασάκι, υπάλληλος του Τμήματος Προσωπικού της East Asia Tin Works, ο δόκτωρ Μασακάζου Φουτζίι, η Χατσούγιο Νακαμούρα, χήρα ενός ράφτη, ο γερμανός πάστορας Βίλχελμ Κλαϊνζόργκε και ο δόκτωρ Τερουφούμι Σασάκι, νεαρό μέλος του χειρουργικού προσωπικού στο μεγάλο νοσοκομείο του Ερυθρού Σταυρού της πόλης. Ο δημοσιογράφος θα αναπλάσει τις στιγμές της 6ης Αυγούστου μέσα από τις μαρτυρίες των έξι και άλλων κατοίκων και θα διασώσει τις προσωπικές τους ιστορίες ως κτήμα για τον ψυχροπολεμικό κόσμο που τότε ξεκινούσε. Γράφει, για παράδειγμα, για την εμπειρία της Χατσούγιο Νακαμούρα: «Καθώς στεκόταν κοιτάζοντας τον γείτονά της, έλαμψε ένα φως πιο λευκό από οτιδήποτε λευκό είχε δει ποτέ. Δεν παρατήρησε τι συνέβη στον άνδρα της διπλανής πόρτας. Τα αντανακλαστικά της μάνας την έκαναν να κινηθεί προς τα παιδιά της. Είχε κάνει ένα μόνο βήμα (το σπίτι ήταν χίλια διακόσια μέτρα από το επίκεντρο της έκρηξης) όταν κάτι τη σήκωσε στον αέρα και την πέταξε στο διπλανό δωμάτιο, πάνω από τα κρεβάτια, μαζί με κομμάτια και συντρίμμια του σπιτιού της».

googletag.cmd.push(function() { googletag.display(‘300x250_m1’); });

Σταγόνες νερού σαν μαρμάρινες πλάκες

Στις 8.15 εκείνου του πρωινού κανείς δεν γνώριζε ότι ο κόσμος έτσι όπως τον ήξερε είχε χαθεί για πάντα. Δεν γνώριζε φυσικά το μέγεθος της καταστροφής και το γεγονός ότι είχε διασαλευτεί ακόμη και η ευταξία του φυσικού περιβάλλοντος. «Τεράστιες σταγόνες νερού σε μέγεθος μαρμάρινων πλακών άρχισαν να πέφτουν από τον ουρανό… ήταν σταγόνες συμπυκνωμένης υγρασίας που έπεφταν από τον στροβιλώδη πύργο σκόνης, θερμότητας και προϊόντων της πυρηνικής σχάσης που είχαν ήδη ανέβει χιλιόμετρα ψηλά στον ουρανό πάνω από τη Χιροσίμα». Ταυτόχρονα μετατοπίστηκαν μαρμάρινες ταφόπλακες σε κοιμητήρια, ανατράπηκαν 22 από τα 47 βαγόνια στον σιδηροδρομικό σταθμό, ανυψώθηκε και μετακινήθηκε ο τσιμεντένιος δρόμος σε μια από τις γέφυρες. Κάποιοι επιστήμονες ανακάλυψαν αργότερα ότι ο πυρίτης, το σημείο τήξεως του οποίου είναι οι 9.000 βαθμοί Κελσίου, είχε λιώσει σε γρανιτένιες ταφόπλακες 350 μέτρα από το σημείο της έκρηξης. «Επειτα από εξέταση άλλων σημαντικών υπολειμμάτων καύσης και λιωμένων θραυσμάτων, οι ειδικοί συμπέραναν ότι η θερμοκρασία στο επίκεντρο πρέπει να είχε φτάσει τους 6.000 βαθμούς».

googletag.cmd.push(function() { googletag.display(‘300x250_middle_2’); });

Η περιγραφή του Χέρσι, ο οποίος ακολουθεί τους επιζώντες μέχρι τον φυσικό θάνατό τους, είναι μια νέκυια του μεταπολεμικού κόσμου. Μια κατάβαση στη χώρα των ανθρώπων που έγιναν αποτύπωμα πυρηνικού αέρα και στη χώρα των ατραγούδιστων νεκρών. Ο δρ Σασάκι, για παράδειγμα, μέχρι το τέλος ζει με μια ανεξίτηλη πικρή λύπη: ότι στο χάος του νοσοκομείου εκείνες τις πρώτες μέρες μετά τη ρίψη της βόμβας δεν μπορούσαν να διατηρηθούν τα στοιχεία ταυτότητας εκείνων που οι σοροί τους σύρθηκαν έξω για τις μαζικές καύσεις, «με αποτέλεσμα ανώνυμες ψυχές να εξακολουθούν να πλανώνται εκεί, άταφες, χωρίς φροντίδα».

googletag.cmd.push(function() { googletag.display(‘300x250_m2’); });

Τους ονόμασαν «χιμπακούσα»

Οι έξι κεντρικοί χαρακτήρες, αλλά και όλοι όσοι βίωσαν τους βομβαρδισμούς της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι, ονομάζονταν «χιμπακούσα», που σημαίνει «αυτοί που επηρεάστηκαν από την έκρηξη». Οι Ιάπωνες απέφευγαν τον όρο «επιζώντες», επειδή η έμφαση που δίνει στο γεγονός ότι κάποιοι έμειναν ζωντανοί θα μπορούσε να εκληφθεί ως προσβολή για τους ιερούς νεκρούς τους.

googletag.cmd.push(function() { googletag.display(‘300x250_middle_3’); });

Το πρωί της 20ής Αυγούστου η Νακαμούρα ντυνόταν στο σπίτι της κουνιάδας της στο Κάμπε. Δεν έφερε τραύματα, δεν είχε υποστεί εγκαύματα, αλλά παρατήρησε κάτι ανησυχητικό. Αν και όλη την προηγούμενη εβδομάδα αισθανόταν ναυτία, εκείνη την ημέρα άρχισε να χάνει τα μαλλιά της. «Μετά το πρώτο πέρασμα της χτένας, παρατήρησε ότι είχε παρασυρθεί μαζί της μια ολόκληρη τούφα μαλλιά· το ίδιο συνέβη και τη δεύτερη φορά, οπότε σταμάτησε αμέσως να χτενίζεται». Στις 26 Αυγούστου η ίδια και η μικρότερη κόρη της ξύπνησαν εξαιρετικά κουρασμένες. Περίπου την ίδια χρονική περίοδο ο πατήρ Τανιμότο αρρώστησε ξαφνικά εμφανίζοντας κακουχία, εξάντληση και πυρετό. Οι τρεις τους δεν το κατάλαβαν τότε, αλλά είχαν αρχίσει να εμφανίζουν τα συμπτώματα μιας παράξενης, άγνωστης ασθένειας που αργότερα έγινε γνωστή ως οξύ σύνδρομο ακτινοβολίας ή δηλητηρίαση από ακτινοβολία (radiation sickness).

Η κάθοδος στην ιαπωνική νέκυια είναι ταυτόχρονα και το χρονικό της επιστροφής στη ρημαγμένη «κανονικότητα». Με αυστηρούς όρους, η τελευταία δεν επανήλθε ποτέ. Ο Χέρσι, όμως, επέστρεψε πολλές φορές στην προσωπική διαδρομή των έξι «πρωταγωνιστών» του υπογράφοντας το τελευταίο κεφάλαιό της – «Στον απόηχο των γεγονότων», όπως τιτλοφορείται μέσα στο βιβλίο – τον Ιούλιο του 1985. Η Χατσούγιο Νακαμούρα πουλούσε ψάρια από πόρτα σε πόρτα και διένειμε εφημερίδες κατ’ οίκον έως το 1951, οπότε της παραχωρήθηκε ένα καινούργιο σπίτι. Το 1966 συνταξιοδοτήθηκε και το 1975 άρχισε να λαμβάνει επιδόματα και σύνταξη χηρείας. Ο δρ Σασάκι εργάστηκε ως χειρουργός στο νοσοκομείο του Ερυθρού Σταυρού με ειδίκευση στην αφαίρεση χηλοειδών ουλών (εξογκώσεων που σχηματίζονταν πάνω από σοβαρά εγκαύματα). Υστερα από ιατρικό έλεγχο στη Γιοκοχάμα ανακάλυψε μια σκιά στον αριστερό του πνεύμονα. Εκανε βιοψία και όταν συνήλθε από την αναισθησία διαπίστωσε ότι είχε αφαιρεθεί ολόκληρος ο πνεύμονας. Μερικές ώρες μετά έσπασε ένα ράμμα σε αιμοφόρο αγγείο προς την κοιλότητα του πνεύμονα και ο ίδιος βίωσε επιθανάτια εμπειρία. Ο ιερέας Κλαϊνζόργκε έμαθε με το πέρασμα των χρόνων ότι τα λευκά αιμοσφαίριά του έπεφταν συνεχώς, ενώ πονούσαν οι αρθρώσεις του. Το 1961 η Επισκοπή τον απάλλαξε από τα καθήκοντά του και τον έστειλε σε μια μικρή εκκλησία στην κωμόπολη Μουκαϊχάρα. Εφυγε από τη ζωή στις 19 Νοεμβρίου 1977 και τάφηκε σε ένα πευκοδάσος στον λόφο πάνω από την Ιερατική Σχολή στο Ναγκάτσουκε. Η Τοσίκο Σασάκι μπήκε το 1954 στο γαλλικό Τάγμα των Υπηρετών των Αγίων Πνευμάτων του Καθαρτηρίου και έγινε η αδελφή Ντομινίκ, διευθύντρια οίκου ευγηρίας για 70 ηλικιωμένους. Ο δρ Μασακάζου Φουτζίι έχτισε το 1948 μια νέα κλινική στη Χιροσίμα και έφτιαξε ένα χωμάτινο γήπεδο γκολφ στο σπίτι του. Από το 1963 έως το 1973 έζησε τρεφόμενος με σωλήνα, αρχικά στο νοσοκομείο, στη συνέχεια στο σπίτι του. Στις 12 Ιανουαρίου 1973 η σύζυγός του τον βρήκε νεκρό. Αποδείχθηκε ότι είχε όγκο στο συκώτι, σε μέγεθος μπάλας του πινγκ-πονγκ. Ο πατήρ Τανιμότο αφιέρωσε τη ζωή του στην πρώθηση της ειρήνης και έδωσε διαλέξεις έως τις ΗΠΑ. Εφτασε τα 70 το 1982, όταν η μέση ηλικία των «χιμπακούσα» ήταν τα 62 χρόνια.

Πηγή: tanea.gr

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ