Η αμερικανική κυβέρνηση εντείνει τις προσπάθειές της για την ταχύτερη ενσωμάτωση προηγμένων μοντέλων τεχνητής νοημοσύνης (AI) στις μυστικές υπηρεσίες, υπό τον φόβο ότι η Κίνα θα αποκτήσει στρατηγικό πλεονέκτημα, αναφέρει σε δημοσίευμά του ο Economist. Η ανησυχία αυτή ενισχύθηκε μετά την παρουσίαση του κινεζικού γλωσσικού μοντέλου DeepSeek, μια εξέλιξη που ο Ντόναλντ Τραμπ χαρακτήρισε «καμπανάκι αφύπνισης», ενώ ο αντιπρόεδρος της Επιτροπής Πληροφοριών της Γερουσίας, Μαρκ Γουόρνερ, παραδέχθηκε ότι η αμερικανική κοινότητα πληροφοριών αιφνιδιάστηκε.
Σε αυτό το πλαίσιο, η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει δώσει εντολή στις υπηρεσίες πληροφοριών, το Πεντάγωνο και το Υπουργείο Ενέργειας να εντείνουν τους πειραματισμούς με τα πιο σύγχρονα μοντέλα. Στις 14 Ιουλίου, το Πεντάγωνο ανέθεσε συμβάσεις αξίας έως και 200 εκατομμυρίων δολαρίων σε εταιρείες όπως οι Anthropic, Google, OpenAI και xAI, με στόχο την ανάπτυξη «agentic» μοντέλων, τα οποία μπορούν να εκτελούν αυτόνομα σύνθετες εντολές. Ήδη, εξειδικευμένες εκδόσεις λογισμικού, όπως το Claude Gov της Anthropic, χρησιμοποιούνται από τις υπηρεσίες ασφαλείας, προσαρμοσμένες για ανάλυση διαβαθμισμένων δεδομένων και γλωσσική επάρκεια σε διαλέκτους στρατηγικής σημασίας.
Παρά τις επενδύσεις, η υιοθέτηση της τεχνολογίας παραμένει αργή. Η Κατρίνα Μάλιγκαν, πρώην στέλεχος του τομέα άμυνας και πληροφοριών και νυν επικεφαλής συνεργασιών στην OpenAI, σημειώνει ότι «η υιοθέτηση της τεχνητής νοημοσύνης στον χώρο της εθνικής ασφάλειας πιθανότατα δεν βρίσκεται ακόμη στο επιθυμητό επίπεδο». Ο Ταρουν Τσάμπρα, πρώην επικεφαλής πολιτικής τεχνολογίας στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας και σήμερα στέλεχος της Anthropic, επισημαίνει ότι ο πραγματικός μετασχηματισμός δεν αφορά απλώς τη χρήση ενός chatbot, αλλά τον «ριζικό ανασχεδιασμό του τρόπου εκτέλεσης της αποστολής».
Κίνα
Την ίδια στιγμή, η ανησυχία για την Κίνα παραμένει έντονη. Αναλυτές όπως ο Φίλιπ Ράινερ του Institute for Security and Technology εκτιμούν ότι το Πεκίνο, έχοντας «λιγότερους ηθικούς φραγμούς», ενδέχεται να αξιοποιεί τα μοντέλα πιο γρήγορα και αποτελεσματικά.
Ο γερουσιαστής Γουόρνερ ασκεί κριτική, λέγοντας ότι οι αμερικανικές υπηρεσίες κάνουν «άθλια δουλειά» στην παρακολούθηση της κινεζικής προόδου. Όπως συνοψίζει η Μάλιγκαν, ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τις ΗΠΑ δεν είναι η βιαστική υιοθέτηση της τεχνολογίας. «Αυτό που με ανησυχεί περισσότερο είναι το ενδεχόμενο να κερδίσουμε την κούρσα για τη γενική τεχνητή νοημοσύνη, αλλά να χάσουμε την κούρσα για την υιοθέτησή της».
Ευρώπη
Παρόμοιες πρωτοβουλίες αναπτύσσονται και στην Ευρώπη, υπογραμμίζει ο Economist. Το Ηνωμένο Βασίλειο παρέχει πρόσβαση σε διαβαθμισμένα γλωσσικά μοντέλα σε όλη την κοινότητα πληροφοριών του (UKIC), ενώ η γαλλική Mistral, ο μοναδικός ουσιαστικός παίκτης της ηπείρου, συνεργάζεται με τη στρατιωτική υπηρεσία τεχνητής νοημοσύνης της Γαλλίας, AMIAD. Το μοντέλο Saba της Mistral εκπαιδεύεται σε δεδομένα από τη Μέση Ανατολή και τη Νότια Ασία, γεγονός που το καθιστά ιδιαίτερα αποτελεσματικό στα αραβικά και σε τοπικές γλώσσες όπως εκείνη των Ταμίλ.
Παρά την πρόοδο, υπάρχουν σοβαρές επιφυλάξεις. Ο Ρίτσαρντ Κάρτερ από το Ινστιτούτο Alan Turing τονίζει ότι οι μυστικές υπηρεσίες χρειάζονται «συνέπεια, αξιοπιστία και διαφάνεια», χαρακτηριστικά που τα σημερινά μοντέλα δεν διασφαλίζουν πλήρως, καθώς εμφανίζουν το φαινόμενο των «παραισθήσεων» (λανθασμένων απαντήσεων).
Προειδοποιεί ότι τα agentic μοντέλα, λόγω της απρόβλεπτης συμπεριφοράς τους, αυξάνουν τον κίνδυνο συσσώρευσης λαθών, σημειώνοντας ότι το πιο πρόσφατο σχετικό μοντέλο της OpenAI παρουσιάζει παραισθήσεις σε περίπου 8% των απαντήσεων.
Πηγή: ot.gr