Οι «Τρελές Σφαίρες» επιστρέφουν, αλλά… άσφαιρες: Μια κριτική για το reboot του 2025

The Naked Gun

Η επιστροφή των «Τρελών Σφαιρών» το 2025, με τον Liam Neeson στον πρωταγωνιστικό ρόλο του Frank Drebin Jr. (γιου του γκαφατζή αστυνομικού), συνοδεύτηκε από προσδοκίες, νοσταλγία και μια σχετική αγωνία: μπορεί μια σύγχρονη παραγωγή να αναβιώσει το αυθεντικό πνεύμα της παρωδίας, όπως την όρισαν οι David Zucker, Jim Abrahams και Jerry Zucker; Η απάντηση, μετά την προβολή του φιλμ, είναι σύνθετη — και όχι ιδιαίτερα ενθαρρυντική.

Αν και η ταινία έχει φανερά διασκεδαστικές στιγμές και μια εμφανή πρόθεση να τιμήσει το παρελθόν, το τελικό αποτέλεσμα αποτυγχάνει στο σημαντικότερο σημείο: στο γέλιο. Ή, πιο σωστά, στην ενεργοποίηση εκείνης της ανεξέλεγκτης σωματικής αντίδρασης που παρήγαγαν οι πρωτότυπες «Σφαίρες» με ευκολία. Η νέα ταινία σε κάνει να μειδιάς χωρίς να περνάς αυθόρμητα —και χωρίς αλεξίσφαιρο— στο γέλιο. Τελικά, οι νέες «Τρελές Σφαίρες» μάλλον είναι… άσφαιρες.

Ο MacFarlane και το μεταφερόμενο χιούμορ

Είμαι ο λάθος άνθρωπος για να κρίνει τον Σεθ ΜακΦάρλεϊν, καθώς μέσω του Family Guy με έχει συνοδεύσει “στο φως” σε μια περίοδο της ζωής μου που όλα τα έβλεπα μαύρα. Επίσης, έχω χτυπήσει σε τατουάζ τους χαρακτήρες της σειράς του στο αριστερό μου χέρι. Τόσο πολύ τον θαυμάζω και τον αγαπώ.

Η εμπλοκή του Seth MacFarlane στην παραγωγή δημιούργησε εξαρχής μεγάλες προσδοκίες, καθώς είναι ένας δημιουργός που έχει αποδείξει πως ξέρει να γράφει κωμωδία (αλλά σε διαφορετικό μέσο, σε διαφορετική ταχύτητα και με εντελώς άλλη δυναμική).

Τα αστεία του Family Guy, στα οποία έχει βασιστεί μεγάλο μέρος του σύγχρονου τηλεοπτικού χιούμορ, λειτουργούν σε ένα animation περιβάλλον, με ηθοποιούς φωνής που υποστηρίζουν χιουμοριστικά γκάγκ μέσα από cutaways (ξεκάρφωτα φλας μπακ), non-sequiturs (αστεία ή φράσεις που δεν έχουν καμία λογική ή νοηματική συνάφεια με ό,τι προηγήθηκε) και meta references (αυτοαναφορικά σχόλια που σπάνε τον τέταρτο τοίχο). Αυτά περνούν σε εκείνο το τηλεοπτικό πλαίσιο γιατί είναι εξ ορισμού υπερρεαλιστικά, αυθαίρετα και στιγμιαία. Όταν όμως αυτά τα ίδια αστεία μεταφέρονται σχεδόν αυτούσια σε έναν κινηματογραφικό κόσμο που ζητά οπτική συνέπεια, μια επίφαση ρεαλισμού (που θα αναιρεθεί από τη ροή των καταστάσεων) και ρυθμική κλιμάκωση, το αποτέλεσμα είναι τουλάχιστον άνισο. Η αίσθηση είναι σαν να παρακολουθείς το storyboard ενός επεισοδίου Family Guy (που, παρεμπιπτόντως, είναι όλα αναρτημένα στο Disney+) γυρισμένο με ανθρώπους που στα χαρτιά μοιάζουν ιδανικοί — αλλά μάλλον δεν είναι.

Το πρόβλημα του timing

Το μεγαλύτερο αγκάθι της ταινίας είναι το κωμικό timing, και το χρεώνεται η σκηνοθεσία του Akiva Schaffer, που ναι μεν δείχνει να έχει γνώση των δομών παρωδίας, αλλά όχι της μουσικότητας που χρειάζεται για να παραχθεί το γέλιο στο σινεμά. Πολλές ατάκες και οπτικά γκάγκ εκτελούνται σωστά τεχνικά, αλλά λείπει εκείνο το μισό δευτερόλεπτο που θα έκανε τη διαφορά — είτε προς το γρήγορο punch, είτε προς την αφή του awkward silence που προκαλεί αβίαστο γέλιο.

Ο ρυθμός είναι επιμελημένος αλλά άψυχος και, για να δώσω ένα παράδειγμα από τον χώρο της jazz μουσικής που διαπρέπει ο παραγωγός της, είναι σαν να εκτελείς jazz με παρτιτούρες και με μετρονόμο.

Η παρουσία του Liam Neeson: Παρωδία ή παρεξήγηση;

Ο Liam Neeson, στον ρόλο του νέου Frank Drebin, είναι αναμφισβήτητα μια επιλογή υψηλής αξίας “στο χαρτί”. Με τη φήμη του ως action hero και την deadpan έκφρασή του (δηλαδή το «ανέκφραστο» πρόσωπο) που έφερε επιτυχία σε ταινίες όπως το Taken, ο Neeson υποδύεται έναν χαρακτήρα που βασίζεται στην ένταση ανάμεσα στη σοβαρότητα και στο απόλυτο παράλογο — κάτι που ο Leslie Nielsen είχε αναγάγει σε τέχνη. Ο Neeson όμως δεν φαίνεται να έχει τη φλέβα για το slapstick. Προσπαθεί, είναι παρών, έχει κάποιες στιγμές (ειδικά όταν αυτοσαρκάζεται), αλλά δεν «κουβαλάει την ταινία» στους ώμους του — μάλλον σέρνεται με χειροπέδες στην εξάτμιση του αστυνομικού του οχήματος. Η ταινία μοιάζει να μην έχει χτιστεί αρκετά γύρω από τον χαρακτήρα του ώστε να τον αναδείξει.

Η Pamela Anderson, αντίθετα, φέρνει μια αναπάντεχα camp διάσταση στον ρόλο της Beth Davenport, αλλά δεν της δίνεται αρκετός χώρος.

Κείμενο χωρίς κεντρική… αφήγηση

Η ταινία, αν και διασκεδαστική κατά τόπους, μοιάζει περισσότερο με μια σειρά σκίτσων σε κυριακάτικη Ελευθεροτυπία άλλης εποχής, παρά με μια συνεκτική κινηματογραφική αφήγηση. Το σενάριο δεν έχει πυρήνα — μοιάζει με κάτι από τα παλιά, αλλά δεν είναι καν φόρος τιμής (ακόμα και ο χαρακτήρας που αποκαλύπτεται στην τελική σκηνή ως φόρος τιμής στην παλιότερη σειρά ταινιών μοιάζει ξεκούδουνος για τον μη μυημένο). Υπάρχουν σκηνές που θυμίζουν κατευθείαν το πρωτότυπο φιλμ του 1988 — έως και με αναπαραγωγή σκηνών από αθλητικά event ή πολιτικές παρωδίες — αλλά λείπει η κωμική τόλμη από την πλευρά του σκηνοθέτη, που «φρενάρει» απότομα στην ευθεία, σεβόμενος τον φωτεινό σηματοδότη του γέλιου στο λάθος χρώμα. Το φιλμ φοβάται να είναι πραγματικά γελοίο, και έτσι καταλήγει απλώς χαριτωμένο.

Το The Naked Gun —όπως είναι ο πρωτότυπος τίτλος του— (2025) μοιάζει να προσπαθεί να «σώσει την κωμωδία», όπως το δηλώνει και στο ειρωνικό PSA του MacFarlane (Public Service Announcement, δηλαδή Κοινωνικό Μήνυμα), αλλά το κάνει με τόση επιφυλακτικότητα και «μελέτη», που χάνει την ίδια τη δύναμη της γελοιότητας. Κι αυτό, για μια σειρά που κάποτε δεν σε άφηνε να πάρεις ανάσα από τα γέλια, είναι μεγάλη απώλεια.

Οι νέες «Τρελές Σφαίρες» είναι ένα ενδιαφέρον, ενίοτε διασκεδαστικό πείραμα. Έχουν αρκετές στιγμές που δείχνουν σεβασμό στο παρελθόν και μια προσπάθεια να μείνει ζωντανό το είδος της κινηματογραφικής παρωδίας. Όμως, παράλληλα, μοιάζουν εγκλωβισμένες ανάμεσα στην τιμή προς την παράδοση και στην αδυναμία τους να τολμήσουν κάτι πραγματικά αυθάδες ή καινούριο. Το τελικό αποτέλεσμα είναι μια ταινία με πολλές σφαίρες… αλλά λίγες εύστοχες βολές. (Το αστείο για την προ εικοσαετίας παρουσία της Τζάνετ Τζάκσον σε δημοφιλές event χτυπά τοίχο — όχι επειδή είναι αποτυχημένο, αλλά επειδή σερβίρεται σε λάθος πιάτο.) Μια παρωδία που μοιάζει να κάνει παρωδία… της ίδιας της παρωδίας.

www.ertnews.gr

Πηγή: ertnews.gr

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ