Alpha Bank: Ακρογωνιαίος λίθος της κοινωνικοοικονομικής ζωής οι ΜμΕ

Alpha Bank: Ακρογωνιαίος λίθος της κοινωνικοοικονομικής ζωής οι ΜμΕ

Τις προκλήσεις για τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα διακρίνει η Alpha Bank στο τελευταίο δελτίο οικονομικών εξελίξεων.

Συγκεκριμένα, όπως τονίζεται στην ανάλυση:

“Η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της κοινωνικοοικονομικής ζωής της Ελλάδας, καθώς αντιπροσωπεύει το 99,9% των επιχειρήσεων του μη χρηματοπιστωτικού τομέα, το 84,7% της απασχόλησης και το 62,8% της πραγματικής Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας (ΑΠΑ). Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2024 αντιστοιχούσαν 79 μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜμΕ) για κάθε 1.000 κατοίκους, μία από τις υψηλότερες αναλογίες στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ-27) και σημαντικά υψηλότερη του μέσου όρου αυτής (58 ΜμΕ/1.000 κατοίκους). Παρά τις διαδοχικές κρίσεις των τελευταίων ετών οι ΜμΕ έχουν ενισχυθεί τόσο σε απόλυτο αριθμό, όσο και σε όρους απασχόλησης και παραγόμενου προϊόντος, ενώ εκτιμάται ότι η ανοδική πορεία διατηρείται εντός του 2025. Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι οι θετικές επιδόσεις προέρχονται εξ ολοκλήρου από τις πολύ μικρές επιχειρήσεις, δηλαδή από εκείνες που απασχολούν λιγότερο από δέκα εργαζόμενους. 

Ταυτόχρονα όμως οι ΜμΕ στην Ελλάδα είναι αντιμέτωπες με προκλήσεις τόσο συγκυριακές, όσο και δομικές. Στις πρώτες ανήκουν ενδεικτικά η δυσκολία εύρεσης εξειδικευμένου προσωπικού και τα αυξημένα κόστη ενέργειας. Σε ό,τι αφορά τα δομικά προβλήματα, παρά την πρόοδο που έχει σημειωθεί τα τελευταία χρόνια οι ΜμΕ στη χώρα μας υστερούν σημαντικά έναντι των ΜμΕ στην ΕΕ-27 στην ψηφιακή μετάβαση αλλά και σε όρους παραγωγικότητας. Η αύξηση της παραγωγικότητας δύναται να προέλθει μέσω της αύξησης των επενδύσεων σε κεφαλαιουχικό εξοπλισμό, σε συνδυασμό με την τεχνολογική και ψηφιακή αναβάθμιση που επιταχύνθηκε μετά το ξέσπασμα της πανδημίας. Για τον σκοπό αυτό, καθοριστικής σημασίας είναι αφενός η αξιοποίηση αναπτυξιακών εργαλείων, όπως το Ταμείο Ανάκαμψης και το ΕΣΠΑ και αφετέρου η βελτίωση της πρόσβασης των ελληνικών ΜμΕ σε κεφάλαια και χρηματοδότηση. Προς αυτή την κατεύθυνση, το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (“Ελλάδα 2.0”) περιλαμβάνει επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις οι οποίες στοχεύουν στην ψηφιακή αναβάθμιση (π.χ. υιοθέτηση νέων ψηφιακών εργαλείων όπως ψηφιακές υπηρεσίες, αναβάθμιση εξοπλισμού), την πράσινη μετάβαση (π.χ. το πρόγραμμα “Εξοικονομώ” για επιχειρήσεις), την ενίσχυση της εξωστρέφειας και της καινοτομίας αλλά και την προώθηση οικονομιών κλίμακας μέσω συγχωνεύσεων και συνεργατικών σχημάτων. Το τελευταίο θα επιτρέψει στις ελληνικές ΜμΕ όχι μόνο να επιτύχουν μεγαλύτερη κλίμακα παραγωγής και καλύτερη πρόσβαση στις αγορές αλλά και να υλοποιήσουν επενδυτικά σχέδια που θα επιτρέψουν την περαιτέρω ανάπτυξή τους. Η αύξηση του μέσου μεγέθους των ΜμΕ, σε συνδυασμό με την κατάρτιση ολοκληρωμένων επιχειρησιακών σχεδίων και την ενίσχυση της εταιρικής διακυβέρνησης είναι παράγοντες που θα βελτιώσουν επίσης την πρόσβαση των ελληνικών ΜμΕ στη χρηματοδότηση.

Παράλληλα το Σχέδιο “Ελλάδα 2.0”  περιλαμβάνει διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για τον περιορισμό του διοικητικού και κανονιστικού βάρους που είναι αναλογικά υψηλότερα για τις μικρότερες σε μέγεθος επιχειρήσεις. Σκοπός των ανωτέρω πρωτοβουλιών είναι ο εκσυγχρονισμός της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας στην Ελλάδα, η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητάς τους και η δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης.  Αναφορικά με το πως εξελίσσεται η υλοποίηση του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, αξίζει να σημειωθεί ότι έχουν ήδη συμβασιοποιηθεί 265 δάνεια ΜμΕ (55,4% επί του συνόλου), με τον συνολικό προϋπολογισμό τους να διαμορφώνεται στα Ευρώ 2,79 δισ. Επιπρόσθετα, η ενίσχυση των ΜμΕ μέσω του σκέλους των επιδοτήσεων ανέρχεται σε Ευρώ 1,4 δισ. τα οποία διοδεύονται σε δράσεις όπως, μεταξύ άλλων, ο ψηφιακός μετασχηματισμός, η εξοικονόμηση ενέργειας και η έρευνα και καινοτομία.

Διάρθρωση των ΜμΕ και εξέλιξη βασικών μεγεθών τη διετία 2024-2025 

Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το 2024 ο αριθμός των ΜμΕ αυξήθηκε κατά 3,5%, ενώ οι απασχολούμενοι και η ΑΠΑ σε σταθερές τιμές κατέγραψαν άνοδο ύψους 2,9% και 0,6%, αντίστοιχα. Οι θετικές επιδόσεις προήλθαν αποκλειστικά από τις πολύ μικρές επιχειρήσεις των οποίων ο αριθμός αυξήθηκε πέρυσι κατά 3,9%, η απασχόληση κατά 6,5% και η ΑΠΑ σε σταθερές τιμές κατά 6,8%. Αντίθετα, μείωση κατέγραψαν και στις τρεις συγκεκριμένες κατηγορίες τόσο οι μικρές όσο και οι μεσαίες επιχειρήσεις. Αξίζει να σημειωθεί ότι το μερίδιο των πολύ μικρών επιχειρήσεων, τόσο στην απασχόληση (47% έναντι 30%), όσο και στην ΑΠΑ (25% έναντι 20%) είναι σημαντικά μεγαλύτερο στην Ελλάδα σε σχέση με την ΕΕ-27 (Γράφημα 2α). Το γεγονός αυτό συνδέεται με το μεγάλο αριθμό των αυτοαπασχολούμενων οι οποίοι αποτελούν περίπου το 27% επί του συνόλου, έναντι μόλις 14% στην ΕΕ-27. 

Οι προβλέψεις της ΕΕ για το 2025 παραμένουν ιδιαίτερα θετικές για τις πολύ μικρές επιχειρήσεις στην Ελλάδα, αφού ο αριθμός τους εκτιμάται ότι θα αυξηθεί κατά 3,6%, ενώ διψήφια άνοδο αναμένεται να καταγράψουν η απασχόληση και η πραγματική ΑΠΑ, συμπαρασύροντας προς τα πάνω τα αντίστοιχα μεγέθη για το σύνολο των ΜμΕ. Η δυναμική της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας αποτυπώνεται και στα αποτελέσματα σχετικής έρευνας της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (Survey on the access to finance of enterprises – SAFE) που διεξήχθη το περασμένο έτος, με τις ελληνικές ΜμΕ να παρουσιάζονται ως οι πιο αισιόδοξες στην ΕΕ-27 σε ό,τι αφορά στις εκτιμήσεις για την αύξηση του τζίρου τους και να βρίσκονται στη δεύτερη θέση της σχετικής κατάταξης αναφορικά με την κερδοφορία. 

Παραγωγικότητα και προκλήσεις της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας

Παρά τις θετικές επιδόσεις και προοπτικές, η παραγωγικότητα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, η οποία ορίζεται ως η προστιθέμενη αξία ανά απασχολούμενο, είναι η χαμηλότερη στην ΕΕ-27. Πιο αναλυτικά, το 2024 η προστιθέμενη αξία ανά εργαζόμενο στην Ελλάδα ήταν Ευρώ 20,1 χιλ. (με βάση τις ονομαστικές τιμές), πάνω από πέντε φορές χαμηλότερη έναντι της Ιρλανδίας που βρίσκεται στην πρώτη  θέση. Όπως προκύπτει από τα στοιχεία της ΕΕ, η παραγωγικότητα στην Ελλάδα είναι συνάρτηση του μεγέθους των επιχειρήσεων, με την παραγωγικότητα των πολύ μικρών επιχειρήσεων (Ευρώ 14,3 χιλ.) να υπολείπεται  του αντίστοιχου λόγου των μικρών (Ευρώ 21,6 χιλ.) και μεσαίων επιχειρήσεων (Ευρώ 37 χιλ.). Επιπρόσθετα, ένας παράγοντας που επηρεάζει αρνητικά την παραγωγικότητα είναι το γεγονός ότι οι ελληνικές ΜμΕ δραστηριοποιούνται σε σημαντικά μεγαλύτερο βαθμό σε σύγκριση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, σε κλάδους των υπηρεσιών και της μεταποίησης με χαμηλή γνωσιακή και τεχνολογική ένταση (Γράφημα 2β). Το 2024 στην Ελλάδα οι κλάδοι υπηρεσιών χαμηλής έντασης γνώσης και οι κλάδοι της μεταποίησης χαμηλής τεχνολογίας αντιπροσώπευαν το 73% σε όρους πλήθους επιχειρήσεων (ΕΕ-27: 67%), το 83% σε όρους απασχόλησης (ΕΕ-27: 74%) και το 75% σε όρους πραγματικής προστιθέμενης αξίας (ΕΕ-27: 68%). 

Είναι χρήσιμο επομένως να εξετάσουμε τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι ΜμΕ στην Ελλάδα και επηρεάζουν, μεταξύ άλλων παραγόντων, την παραγωγικότητά τους. Με βάση την έρευνα SAFE, η σημαντικότερη πρόκληση που καλείται να αντιμετωπίσει η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα στη χώρα μας είναι η εύρεση εξειδικευμένου προσωπικού ή ανώτερων στελεχών (1/3 των ελληνικών ΜμΕ), κάτι που ισχύει και στην πλειονότητα των ευρωπαϊκών χωρών. Ακολουθεί το κόστος παραγωγής ή εργασίας (16%) -το οποίο αυξήθηκε σημαντικά τα τελευταία χρόνια εξαιτίας της ενεργειακής κρίσης, του αυξημένου κόστους πρώτων υλών και εν γένει του υψηλού πληθωρισμού- ενώ την πρόσβαση στη χρηματοδότηση ανέφερε ως κυριότερη πρόκληση το 14% των ελληνικών ΜμΕ που συμμετείχαν στην έρευνα, ποσοστό που είναι το υψηλότερο στην ΕΕ-27. Τέλος, το ρυθμιστικό πλαίσιο, το οποίο συνιστά βασική πρόκληση για το 11% των ελληνικών ΜμΕ, αποτελεί μαζί με το ενεργειακό κόστος το σημαντικότερο εμπόδιο για την αύξηση της επενδυτικής δραστηριότητας των ΜμΕ, σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων. 

Ψηφιοποίηση των ΜμΕ

Η αξιοποίηση των πόρων αναπτυξιακών εργαλείων όπως το Ταμείο Ανάκαμψης, αναμένεται να συμβάλλει στη σύγκλιση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο στην ψηφιοποίηση των ΜμΕ, από τον οποίο η χώρα μας απέχει σημαντικά. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον Δείκτη Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας (Digital Economy and Society Index-DESI), ο οποίος παρακολουθεί τις ψηφιακές επιδόσεις των κρατών-μελών της ΕΕ-27, το 2024 μόλις το 53,4% των ΜμΕ παρουσίαζε τουλάχιστον βασικό επίπεδο ψηφιακής έντασης, κατατάσσοντάς μας στην προτελευταία θέση μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ-27 (ευρωπαϊκός μέσος όρος: 72,9%). Γενικότερα, οι ελληνικές ΜμΕ υστερούν έναντι των αντίστοιχων ευρωπαϊκών στη χρήση προηγμένων ψηφιακών τεχνολογιών αν και έχουν σημειώσει σημαντική πρόοδο. Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, το 
8,2% των μικρών επιχειρήσεων και το 15,9% των μεσαίων επιχειρήσεων χρησιμοποίησαν το 2024 τουλάχιστον μία εφαρμογή τεχνητής νοημοσύνης.

Μολονότι τα δύο ποσοστά είναι σημαντικά μεγαλύτερα από τα αντίστοιχα του 2023 (3,5% και 5,7%), υστερούν έναντι της πλειονότητας των ευρωπαϊκών κρατών αλλά και έναντι των μέσων όρων της ΕΕ-27 (11,2% και 21%). Αντίθετα, υψηλότερο του ευρωπαϊκού μέσου όρου είναι το ποσοστό των μικρών επιχειρήσεων που πραγματοποίησαν πωλήσεις μέσω διαδικτύου το 2024 (23,6% έναντι 21,9% στην ΕΕ-27). Σημειώνεται ότι το εν λόγω ποσοστό για την Ελλάδα κινούνταν στο εύρος 8%-12% κατά την περασμένη δεκαετία, ωστόσο έχει σημειώσει σημαντική αύξηση μετά το ξέσπασμα της πανδημίας. Οι μεσαίες επιχειρήσεις που πραγματοποίησαν ηλεκτρονικές πωλήσεις σε ποσοστό 20,5% το 2024 έναντι 30,5% του μέσου όρου της ΕΕ-27. 

Πηγή: capital.gr

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ