Ενώ οι κοινωνικές επιπτώσεις της τεχνητής νοημοσύνης μόλις αρχίζουν να γίνονται εμφανείς, η τρέχουσα πολιτική προσέγγιση της ΕΕ φαίνεται ανεπαρκής για να προβλέψει τις σημαντικές αναταραχές που θα επέλθουν στην αγορά εργασίας. Κατά το τελευταίο έτος, οι Βρυξέλλες επικεντρώθηκαν κυρίως στην εξισορρόπηση της ρύθμισης των κινδύνων της τεχνητής νοημοσύνης με την επιτάχυνση της υιοθέτησής της.
Η υιοθέτηση της τεχνητής νοημοσύνης προχωρά με ταχείς ρυθμούς και ο κίνδυνος απώλειας θέσεων εργασίας γίνεται γρήγορα πραγματικότητα
Ωστόσο, έχει παραβλέψει σε μεγάλο βαθμό τις βαθύτερες διαρθρωτικές επιπτώσεις που θα έχει αυτή η τεχνολογία στις θέσεις εργασίας, την εισοδηματική ασφάλεια και την εδαφική συνοχή. Καθώς η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαμορφώνει τώρα τη μακροπρόθεσμη ατζέντα της, ιδίως με την αρχική παρουσίαση του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου 2028-2034, γίνεται όλο και πιο εμφανές ότι η κοινωνική διάσταση της μετάβασης στην τεχνητή νοημοσύνη δεν αντιμετωπίζεται ακόμη με την επείγουσα προσοχή που απαιτεί.
Η υιοθέτηση της τεχνητής νοημοσύνης προχωρά με ταχείς ρυθμούς και ο κίνδυνος απώλειας θέσεων εργασίας γίνεται γρήγορα πραγματικότητα. Ιστορικά, όλες οι μορφές τεχνολογικής καινοτομίας έχουν συνδεθεί με ένα «φαινόμενο αύξησης» – την ιδέα ότι η τεχνολογία ενισχύει την παραγωγικότητα των εργαζομένων και δημιουργεί νέους ρόλους, συχνά αντισταθμίζοντας τις απώλειες θέσεων εργασίας μέσω της αυξημένης ζήτησης και της αύξησης των εισοδημάτων.
Ωστόσο, όπως έχει παρατηρηθεί επανειλημμένα, αυτή η διαδικασία δεν είναι ούτε άμεση ούτε ανώδυνη και, στην πραγματικότητα, ενδέχεται να αλλάζει σε αυτή τη νέα εποχή υιοθέτησης της τεχνητής νοημοσύνης. Μια ιστορική μελέτη του 2022 διαπίστωσε ότι, ενώ η υιοθέτηση της τεχνητής νοημοσύνης αρχικά ενίσχυσε τις προσλήψεις που σχετίζονται με την τεχνητή νοημοσύνη, σύντομα οδήγησε σε μείωση των προσλήψεων και αλλαγή των απαιτήσεων δεξιοτήτων εντός των επιχειρήσεων.
Αυτό παρέχει πρώιμες ενδείξεις ότι το «φαινόμενο υποκατάστασης» μπορεί να αρχίσει να υπερτερεί του «φαινομένου εισοδήματος» σε τομείς που εκτίθενται στην τεχνητή νοημοσύνη. Οι συγγραφείς της μελέτης διαπίστωσαν επίσης ότι η εισοδηματική ανισότητα έχει αυξηθεί ως αποτέλεσμα της αυτοματοποίησης, υπογραμμίζοντας πόσο άνιση και μεροληπτική ως προς τις δεξιότητες είναι πιθανό να γίνει η επίδραση της τεχνητής νοημοσύνης στην αγορά εργασίας.
Το 78% των επιχειρήσεων χρησιμοποιούσαν AI το 2024
Έκτοτε, η γενετική τεχνητή νοημοσύνη έχει επιταχύνει δραματικά τον ρυθμό και την κλίμακα της αυτοματοποίησης. Η McKinsey – η αμερικανική πολυεθνική εταιρεία συμβούλων στρατηγικής και διαχείρισης, που προσφέρει από το 1926 επαγγελματικές υπηρεσίες σε εταιρείες, κυβερνήσεις και οργανισμούς – αναφέρει ότι το ποσοστό των επιχειρήσεων που χρησιμοποιούν τεχνητή νοημοσύνη σε τουλάχιστον μία επιχειρηματική λειτουργία αυξήθηκε από 20% το 2017, σε 78% το 2024, κυρίως λόγω της εκρηκτικής ανάπτυξης των εργαλείων γενετικής τεχνητής νοημοσύνης.
Η υιοθέτηση της γενετικής τεχνητής νοημοσύνης αυξήθηκε από 33% σε 71% μεταξύ 2023 και 2024. Εργαλεία όπως το ChatGPT, το Gemini και το Claude δεν περιορίζονται πλέον σε στενές εφαρμογές. Αυτά τα μοντέλα προσφέρουν στις επιχειρήσεις μια ολοκληρωμένη λύση για την ανάπτυξή τους σε ένα ευρύ φάσμα βασικών γνωστικών εργασιών με ελάχιστη ανθρώπινη εποπτεία.
Ενώ τα μακροοικονομικά στοιχεία για την αγορά εργασίας στις προηγμένες οικονομίες δεν δείχνουν ακόμη ευρέως σημάδια επιβράδυνσης που σχετίζεται με την τεχνητή νοημοσύνη, φαίνεται ότι οι θέσεις των νεότερων υπαλλήλων αρχίζουν να αισθάνονται την πίεση. Τεχνολογικοί γίγαντες όπως η Microsoft, η Meta, η Apple, η Amazon και η Salesforce είτε «παγώνουν» τις προσλήψεις είτε απολύουν υπαλλήλους γραφείου, ιδίως νέους προγραμματιστές λογισμικού στο Ηνωμένο Βασίλειο και τις ΗΠΑ. Συγκεκριμένα, οι θέσεις εργασίας προγραμματιστών λογισμικού έχουν μειωθεί κατά 35% τα τελευταία πέντε χρόνια.
Το επικείμενο σοκ της ανεργίας
Ωστόσο, ειδικά στην Ευρώπη, είναι σαφές ότι αυτό είναι μόνο η αρχή. Τον Μάιο, ο Dario Amodei, Διευθύνων Σύμβουλος της Anthropic, εξέδωσε μια αυστηρή προειδοποίηση: τα γενετικά μοντέλα τεχνητής νοημοσύνης, όπως αυτά που αναπτύσσει η εταιρεία του, θα μπορούσαν να εξαλείψουν έως και το ήμισυ όλων των θέσεων εργασίας για αρχάριους υπαλλήλους και να αυξήσουν την ανεργία κατά 10 έως 20% μέσα σε μόλις ένα έως πέντε χρόνια.
Παρά την επείγουσα φύση αυτής της πρόβλεψης, φαίνεται ότι δεν έχει ληφθεί σοβαρά υπόψη. Μέχρι στιγμής, πολύ λίγα έχουν γίνει για να προετοιμαστούν για μια μεταμόρφωση που, ακόμη και με τις πιο συντηρητικές εκτιμήσεις, θα οδηγήσει σε ένα σοκ ανεργίας που δεν έχει ξαναγίνει από την κορύφωση της κρίσης της ευρωζώνης, όταν η ανεργία έφτασε στο 12% το 2013.
Ευτυχώς, αυτή είναι ακριβώς η κατάλληλη στιγμή για την Ευρωπαϊκή Ένωση να προχωρήσει σε στρατηγική πρόβλεψη, σημειώνει το Social Europe. Και υπογραμμίζει ότι καθώς η συζήτηση για το πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο 2028-2034 βρίσκεται σε αρχικό στάδιο και θα χρειαστούν χρόνια για να ολοκληρωθεί, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής έχουν μια κρίσιμη ευκαιρία να επανεξετάσουν τη μακροπρόθεσμη στρατηγική της ΕΕ, όχι μόνο για να προωθήσουν την υιοθέτηση της τεχνητής νοημοσύνης, αλλά και για να προστατεύσουν τους πολίτες από τις επιπτώσεις της.
Επένδυση στην καινοτομία αλλά και στους ανθρώπους
Αυτό απαιτεί επενδύσεις όχι μόνο στην καινοτομία και την ψηφιακή υποδομή, αλλά και στους ανθρώπους και τις περιοχές που είναι πιο ευάλωτοι στην αυτοματοποίηση.
Καλούνται, επομένως, τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα να θεσπίσουν ένα ευρωπαϊκό «κοινωνικό σύμφωνο για την τεχνητή νοημοσύνη», συνδεδεμένο με το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο, το οποίο θα ευθυγραμμίσει την τεχνολογική πρόοδο με την προστασία της εργασίας και τη στοχευμένη αναβάθμιση των δεξιοτήτων.
Στόχος του θα πρέπει να είναι να διασφαλίσει ότι τα οφέλη της τεχνητής νοημοσύνης θα φτάσουν σε όλους τους πολίτες, ανεξάρτητα από το εισοδηματικό τους επίπεδο, και σε όλα τα 27 κράτη μέλη της ΕΕ.
Το «Κοινωνικό Σύμφωνο για την Τεχνητή Νοημοσύνη» θα μπορούσε να επεκτείνει τα υφιστάμενα μέσα, όπως το Ευρωπαϊκό Ταμείο Προσαρμογής στην Παγκοσμιοποίηση για τους Απολυμένους Εργαζόμενους (EGF), στο οποίο χορηγήθηκε ετήσιος προϋπολογισμός μόλις 35 εκατομμυρίων ευρώ για την περίοδο 2021-2027.
Βασικά μέτρα για μια κοινωνικά υπεύθυνη μετάβαση στην AI
Στο επίκεντρο αυτής της συμφωνίας θα πρέπει να βρίσκεται μια σειρά βασικών μέτρων για την αντιμετώπιση του αυξανόμενου κινδύνου απώλειας θέσεων εργασίας. Πρώτον, είναι απαραίτητο να σχεδιαστεί ένα ολοκληρωμένο σύστημα κοινωνικής προστασίας για τους εργαζομένους που επηρεάζονται από τις αλλαγές στην αγορά εργασίας, οι οποίες προκαλούνται από την AI.
Οι μεταβάσεις μεταξύ θέσεων εργασίας θα πρέπει να υποστηρίζονται μέσω εισοδηματικής ενίσχυσης, αναπροσανατολισμού και ευκαιριών επανεκπαίδευσης. Αυτές οι προσπάθειες επανεκπαίδευσης δεν πρέπει να επικεντρώνονται αποκλειστικά σε δεξιότητες που σχετίζονται με την τεχνητή νοημοσύνη, αλλά πρέπει επίσης να προωθούν την ανάπτυξη της «υβριδικής νοημοσύνης» – ευρύτερων ικανοτήτων που είναι πιο ανθεκτικές σε μελλοντικές διαταραχές που προκαλούνται από την τεχνητή νοημοσύνη, όπως διαπροσωπικές, δημιουργικές και διεπιστημονικές δεξιότητες.
Αυτό περιλαμβάνει επαγγέλματα όπως νοσηλευτές και υδραυλικούς, τα οποία ο Geoffrey Hinton – ένας από τους «νονούς της τεχνητής νοημοσύνης» – έχει χαρακτηρίσει σε συνέντευξή του ως τα πιο ασφαλή. Για να διασφαλιστεί ότι τα προγράμματα αυτά ανταποκρίνονται στις ανάγκες της αγοράς εργασίας, θα είναι απαραίτητος ένας δομημένος διάλογος μεταξύ των κρατών μελών και των κοινωνικών εταίρων.
Οι υφιστάμενες πρωτοβουλίες της ΕΕ, όπως το Σχέδιο Δράσης για την Ήπειρο της Τεχνητής Νοημοσύνης και το έργο ARISA, εστιάζουν κυρίως στην ανάπτυξη δεξιοτήτων στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης με σκοπό την επιτάχυνση της υιοθέτησής της.
Ωστόσο, η αντιμετώπιση της επανεκπαίδευσης αποκλειστικά ως μέσου για την προώθηση της υιοθέτησης της τεχνητής νοημοσύνης μπορεί να αποδειχθεί αντιπαραγωγική, αν ληφθεί υπόψη ο πιθανός αντίκτυπός της στην απώλεια θέσεων εργασίας.
Παράλληλα, η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να αναπτύξει μια βιομηχανική πολιτική που θα ενισχύει την ανταγωνιστικότητά της στον αγώνα για την υπεροχή στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης. Οι στρατηγικές επενδύσεις σε υποδομές AI και βασική έρευνα θα είναι ουσιαστικής σημασίας.
Η ανάγκη για συλλογική δράση
Η τρέχουσα συζήτηση σχετικά με το πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο της ΕΕ για την περίοδο 2028-2034 προσφέρει μια αποκαλυπτική εικόνα της ετοιμότητας της Ένωσης να αντιμετωπίσει τις κοινωνικές συνέπειες της τεχνητής νοημοσύνης. Αν το πρώτο έτος της δεύτερης θητείας της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν αποτελεί ένδειξη, η Κομισιόν φαίνεται απρόθυμη ή απροετοίμαστη να ανταποκριθεί στο μέγεθος της πρόκλησης.
Παρά τις αυξανόμενες προσδοκίες του κοινού και τις διευρυνόμενες πολιτικές ευθύνες, η πρόταση για το πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο δεν προβλέπει σημαντική αύξηση της χρηματοδοτικής ικανότητας της ΕΕ. Ακόμη πιο ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι σηματοδοτεί μια στροφή από συντονισμένες δράσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο προς κατακερματισμένες δαπάνες σε εθνικό επίπεδο – όπως για την ΚΑΠ.
Αυτή η κίνηση ενέχει τον κίνδυνο να αποδυναμώσει μία από τις πιο θεμελιώδεις αρχές της Ένωσης: την ικανότητά της να ενεργεί συλλογικά απέναντι σε κοινές προκλήσεις. Η επαναεθνικοποίηση των επενδυτικών αποφάσεων σε μια περίοδο ταχείας τεχνολογικής αλλαγής θα υπονομεύσει την ικανότητα της ΕΕ να δίνει έγκαιρες και συντονισμένες απαντήσεις.
Πώς η ΕΕ κινδυνεύει να χάσει τον έλεγχο της μετάβασης
Η τεχνητή νοημοσύνη αναμένεται να αναδιαμορφώσει τις αγορές εργασίας με άνισο τρόπο, επιδεινώνοντας τις ανισότητες μεταξύ περιφερειών και τομέων με διαφορετικές ικανότητες προσαρμογής. Χωρίς ισχυρά μέσα σε επίπεδο ΕΕ για την καθοδήγηση των κοινωνικών επενδύσεων, τη στήριξη της μετάβασης στην απασχόληση και τη διασφάλιση της υιοθέτησης της τεχνητής νοημοσύνης χωρίς αποκλεισμούς, η μεταμόρφωση θα είναι πιο ανησυχητική και το κόστος της θα κατανεμηθεί πιο άνισα.
Ενώ η ευθύνη εκτείνεται σε όλα τα επίπεδα διακυβέρνησης, μόνο η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να ανταποκριθεί στην απαιτούμενη κλίμακα και ταχύτητα. Αν και έχει προχωρήσει γρήγορα για να γίνει ένας από τους πρώτους σημαντικούς ρυθμιστές της τεχνητής νοημοσύνης, τα υπάρχοντα πλαίσια είναι ανεπαρκή και αμφισβητούνται όλο και περισσότερο.
Ο νόμος για την τεχνητή νοημοσύνη προστατεύει από την επιβλαβή χρήση της στην εργασία, ενώ το σχέδιο δράσης για την AI στην Ευρώπη προωθεί την υιοθέτηση και την ανάπτυξη δεξιοτήτων. Ωστόσο, κανένα από τα δύο δεν αντιμετωπίζει το βασικό πρόβλημα της απώλειας θέσεων εργασίας.
Χωρίς μια ειδική στρατηγική για τη διαχείριση των επιπτώσεων της τεχνητής νοημοσύνης στην αγορά εργασίας, η ΕΕ κινδυνεύει να χάσει τον έλεγχο της μετάβασης. Χρειάζεται επειγόντως ένα ευρωπαϊκό κοινωνικό σύμφωνο για την τεχνητή νοημοσύνη, το οποίο θα ενσωματωθεί στο επόμενο πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο, προκειμένου να προστατευθούν οι εργαζόμενοι, να υποστηριχθούν οι περιφέρειες και να διασφαλιστεί ότι κανείς δεν θα μείνει πίσω στη νέα εποχή.
Πηγή in.gr
Πηγή: ot.gr