Την έντονη αβεβαιότητα στο τρέχον οικονομικό περιβάλλον, όπως προκύπτει από τους δασμούς και τις γενικότερα εντεινόμενες εμπορικές διαμάχες, υπογράμμισε η πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, μετά την απόφαση της ευρωτράπεζας να πατήσει “φρένο” στις μειώσεις επιτοκίων.
Σημειώνεται ότι η ΕΚΤ, έπειτα από 8 διαδοχικές μειώσεις, σήμερα διατήρησε (όπως αναμενόταν ευρεώς) αμετάβλητα τα επιτόκια της, λίγο προτού ξεκαθαρίσει το τοπίο γύρω από τις εμπορικές σχέσεις ΕΕ – ΗΠΑ.
Στη συνέντευξη Τύπου που ακολούθησε την απόφαση, η πρόεδρος Λαγκάρντ στάθηκε στους κινδύνους που εγείρει αβεβαιότητα για τον πληθωρισμό, τόσο ανοδικά αλλά και καθοδικά πλέον, όπως και για την οικονομική ανάπτυξη ευρύτερα.
Ειδικότερα, όπως είπε η Κρ. Λαγκάρντ, η οικονομία της ευρωζώνης κατά το πρώτο τρίμηνο αναπτύχθηκε περισσότερο από ό,τι αναμενόταν, εν μέρει λόγω του ότι οι εταιρείες προώθησαν τις εξαγωγές ενόψει των δασμών. Ωστόσο, η ανάπτυξη ενισχύθηκε επίσης από την ενίσχυση της ιδιωτικής κατανάλωσης και των επενδύσεων.
Οι τελευταίες έρευνες της ΕΚΤ δείχνουν για τον ιδιωτικό τομεά της ευρωζώνης μία συνολικά μέτρια επέκταση τόσο στον τομέα της μεταποίησης όσο και στον τομέα των υπηρεσιών. Ταυτόχρονα, όμως, οι υψηλότεροι δασμοί, το ισχυρότερο ευρώ και η γεωπολιτική αβεβαιότητα καθιστούν τις επιχειρήσεις πιο διστακτικές ως προς τις επενδύσεις.
Από την άλλη, όπως είπε η επικεφαλής της ΕΚΤ, η ισχυρή αγορά εργασίας, τα αυξανόμενα πραγματικά εισοδήματα και οι στιβαροί ισολογισμοί των επιχειρήσεων συνεχίζουν να στηρίζουν την κατανάλωση.
Στο σημείο αυτό, η Κρ. Λαγκάρντ τόνισε ότι η ΕΚΤ θεωρεί περισσότερο από ποτέ ζωτικής σημασίας την επείγουσα ενίσχυση της ευρωζώνης και της οικονομίας της στο παρόν γεωπολιτικό περιβάλλον.
“Οι δημοσιονομικές και διαρθρωτικές πολιτικές θα πρέπει να κάνουν την οικονομία πιο παραγωγική, ανταγωνιστική και ανθεκτική. Οι κυβερνήσεις θα πρέπει να δώσουν προτεραιότητα στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που ενισχύουν την ανάπτυξη και στις στρατηγικές επενδύσεις, διασφαλίζοντας παράλληλα βιώσιμα δημόσια οικονομικά. Είναι σημαντικό να ολοκληρωθεί η τραπεζική ενοποίηση, ακολουθώντας ένα σαφές και φιλόδοξο χρονοδιάγραμμα, και να θεσπιστεί γρήγορα το νομοθετικό πλαίσιο για την ενδεχόμενη παρουσίαση του ψηφιακού ευρώ”.
Για την πορεία των τιμών, η πρόεδρος της ΕΚΤ σημείωσε ότι οι δείκτες για τον δομικό πληθωρισμό συμβαδίζουν με τον μεσοπρόθεσμο στόχο της ευρωτράπεζας περί του 2%. Επιπλέον, οι βραχυπρόθεσμες προσδοκίες των καταναλωτών για τον πληθωρισμό μειώθηκαν τόσο τον Μάιο όσο και τον Ιούνιο, σε αντίθεση με την άνοδο που παρατηρήθηκε τους προηγούμενους μήνες. Οι περισσότεροι δείκτες των μακροπρόθεσμων προσδοκιών για τον πληθωρισμό εξακολουθούν να διαμορφώνονται γύρω στο 2%, υποστηρίζοντας τη σταθεροποίηση του πληθωρισμού γύρω από τον στόχο μας.
Ωστόσο, η Κρ. Λαγκάρντ τόνισε ότι οι κίνδυνοι για την οικονομική ανάπτυξη διατηρούνται, με βασικότερο την περαιτέρω κλιμάκωση των εμπορικών εντάσεων παγκοσμίως και τις σχετικές αβεβαιότητες που φέρνει το ενδεχόμενο αυτό. Κάτι που θα μπορούσε να περιορίσει τις εξαγωγές και να μειώσει τις επενδύσεις και την κατανάλωση.
Την ίδια ώρα, όπως πρόσθεσε, η επιδείνωση του κλίματος στις χρηματοπιστωτικές αγορές θα μπορούσε να οδηγήσει σε αυστηρότερες συνθήκες χρηματοδότησης και μεγαλύτερη αποστροφή κινδύνου, με αποτέλεσμα να περιορίσει περαιτέρω την προθυμία επιχειρήσεων και νοικοκυριών να επενδύσουν και να καταναλώσουν.
Σε αυτό το κλίμα, η επικεφαλής της ευρωτράπεζας υπογράμμισε ότι, ως αποτέλεσμα του ασταθούς περιβάλλοντος παγκόσμιας εμπορικής πολιτικής, η αβεβαιότητα για την πορεία του πληθωρισμού είναι πιο αυξημένη από το συνηθισμένο. Όπως εξήγησε, ένα ισχυρότερο ευρώ θα μπορούσε να μειώσει τον πληθωρισμό περισσότερο από το αναμενόμενο. Αντίστοιχα, ο πληθωρισμός θα μπορούσε επίσης να κινηθεί χαμηλότερα αν επιβληθούν υψηλότεροι δασμοί, οδηγώντας σε χαμηλότερη ζήτηση για τις ευρωπαϊκές εξαγωγές κάτι που θα ωθούσε χώρες με πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα να ανακατευθύνουν τις εξαγωγές τους εντός της ευρωζώνης.
Από την άλλη, ο πληθωρισμός θα μπορούσε να κινηθεί υψηλότερα εάν ο κατακερματισμός των παγκόσμιων αλυσίδων εφοδιασμού οδηγήσει σε αύξηση των τιμών εισαγωγών, εντείνοντας τους περιορισμούς της παραγωγικής ικανότητας της οικονομίας της ευρωζώνης. Επίσης, η αύξηση των δαπανών για την άμυνα και τις υποδομές θα μπορούσε να οδηγήσει τον πληθωρισμό υψηλότερα μεσοπρόθεσμα, πρόσθεσε η Κριστίν Λαγκάρντ.
Πηγή: capital.gr