Του Τάσου Δασόπουλου
Οι διαδοχικές κρίσεις που έχει περάσει η παγκόσμια οικονομία από το 2019 και μετά, αλλά και η καθυστέρηση κάποιων βασικών μεταρρυθμίσεων, όπως είναι η βελτίωση της λειτουργίας του Δημοσίου και η επιτάχυνση της απονομής δικαιοσύνης, επιβραδύνουν την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της οικονομίας.
Ειδικότερα, οι μεγάλες αυξήσεις σε επενδύσεις και εξαγωγές τα χρόνια από το 2019 και μετά, η κρίση του κορονοϊού και στη συνέχεια η ενεργειακή κρίση του 2022 και η κρίση πληθωρισμού, που διήρκεσε μέχρι το 2023, άφησαν σχεδόν απαράλλαχτο το παραγωγικό μοντέλο της οικονομίας, αφού τα δύο τρίτα του ΑΕΠ της χώρας παράγει ακόμη η ιδιωτική κατανάλωση.
Με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, η ιδιωτική κατανάλωση για το 2024 έφτασε τα 151 δισ. ευρώ. Με άλλα λόγια, η ιδιωτική κατανάλωση έφτασε το 68% του ΑΕΠ. Πριν από την πανδημία, το 2019, η ιδιωτική κατανάλωση έφτανε στο 69% του ΑΕΠ, δηλαδή ήταν οριακά μεγαλύτερη.
Τούτο, παρότι είχαμε μια πολύ σημαντική αύξηση τόσο των εξαγωγών όσο και των επενδύσεων τα τελευταία χρόνια. Ειδικότερα, οι εξαγωγές, από 7,8% του ΑΕΠ που ήταν το 2009, έφτασαν στο 22,2% του ΑΕΠ το 2024. Σε τρέχουσες τιμές, από 20 δισ. ευρώ το 2009, έφτασαν τα 49 δισ. ευρώ το 2024. Σε σταθερές τιμές (2015), έφτασαν από 18 δισ. ευρώ σε 41 δισ. ευρώ. Αυξητικά, φυσικά, κινήθηκαν και οι εξαγωγές υπηρεσιών, αλλά σε χαμηλότερα επίπεδα απ’ ό,τι οι εξαγωγές αγαθών. Συγκεκριμένα, σε τρέχουσες τιμές οι εξαγωγές υπηρεσιών διπλασιάστηκαν την περίοδο 2019-2024 λόγω του τουρισμού στα 49 δισ. ευρώ.
Αντίστοιχα, οι επενδύσεις αυξήθηκαν σημαντικά. Η συνολική αύξηση των επενδύσεων από το 2019 έως το 2024, σε σταθερές τιμές, αγγίζει το 64%. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη αύξηση σε ολόκληρη την Ε.Ε., αλλά η Ελλάδα παραμένει ακόμη μακριά από τον μέσο όρο της Ε.Ε.
Θα πρέπει, βέβαια, να σημειωθεί ότι οι μεγάλες ποσοστιαία αυξήσεις εξηγούνται έως έναν βαθμό από τη μεγάλη υστέρηση που είχε η χώρα τα προηγούμενα χρόνια, λόγω της πολυετούς οικονομικής κρίσης, αλλά και των “λεπτομερειών” σε κάθε μέγεθος που κάνουν τη διαφορά.
Οι επενδύσεις
Στις επενδύσεις, το “μυστικό” βρίσκεται στη σύνθεσή τους. Η μεγάλη αύξηση των άμεσων ξένων επενδύσεων, οι οποίες έφτασαν τα 6,4 δισ. ευρώ το 2024, είναι εν πολλοίς συγκυριακή. Οφείλεται κατά ένα μεγάλο μέρος στην “αποκρατικοποίηση” των εμπορικών τραπεζών, δηλαδή σε αγοραπωλησίες μετοχών. Από τις συνολικές επενδύσεις, οι οποίες έφτασαν τα 37 δισ. ευρώ συνολικών επενδύσεων που δέχθηκε πέρσι η Ελλάδα, το 39,2%, δηλαδή 14,3 δισ. ευρώ, ήταν τοποθετήσεις σε ακίνητη περιουσία και μόνο ένα 5% αφορούσε τις λεγόμενες “παραγωγικές” επενδύσεις, δηλαδή επενδύσεις οι οποίες ξεκινούν από λευκό χαρτί και προσθέτουν, εκτός από θέσεις εργασίας, και τη διεύρυνση της παραγωγικής βάσης της οικονομίας.
Έπειτα από ένα κενό επενδύσεων ύψους περίπου 100 δισ. ευρώ που είχε δημιουργήσει η οικονομική κρίση, οι επενδύσεις έχουν αρχίσει να ανακάμπτουν σταθερά, αλλά συνεχίζουν να παρουσιάζουν υστέρηση σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Συγκεκριμένα, το 2024 οι επενδύσεις αυξήθηκαν στο 15,3%, του ΑΕΠ, από 11% του ΑΕΠ που ήταν το 2019, ενώ το 2025 προβλέπεται ότι θα φτάσουν στο 16,2% του ΑΕΠ, έναντι 21% του ΑΕΠ στην Ε.Ε. Αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα θα έχει πλέον το χαμηλότερο επενδυτικό κενό από το 2011 έως σήμερα. Ωστόσο οι εξελίξεις αυτές συμβαδίζουν με το γεγονός ότι η Ευρώπη αντιμετωπίζει σοβαρή επενδυτική κρίση τα τελευταία τρία χρόνια, με το ποσοστό των επενδύσεων ως προς το ΑΕΠ να μειώνεται σταθερά. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι το 2021 οι επενδύσεις στον μέσο όρο της Ε.Ε. έφταναν το 24,2% του ΑΕΠ.
Οι εξαγωγές
Αντίστοιχα, οι εξαγωγές, παρά την πολύ μεγάλη αύξηση που είχαν τα τελευταία χρόνια, λόγω της χαμηλής παραγωγικής βάσης της οικονομίας, βρίσκονται ως αξία σταθερά στο 40% σε σχέση με τις εισαγωγές. Συγκεκριμένα, το σύνολο των εξαγωγών για το 2024 έφτασε στα 49,90 δισ. ευρώ, καταγράφοντας μικρή μείωση κατά -2,2% σε σχέση με το 12μηνο του 2023, οπότε και είχε ανέλθει σε 51,02 δισ. ευρώ.
Όλο το 2024 η συνολική αξία των εισαγωγών ανήλθε στο ποσό των 84,52.1 δισ. ευρώ, έναντι 83,09.3 δισ. ευρώ το 2023, παρουσιάζοντας αύξηση 1,7%.
Η σχέση αξίας των εισαγωγών με τις εξαγωγές διατηρεί για την Ελλάδα το εμπορικό έλλειμμα, τo οποίο για το πρώτο τετράμηνο του χρόνου έφτασε τα 11,3 δισ. ευρώ, κάτι που αποδεικνύει στην πράξη ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα εξαρτημένη από τις εισαγωγές. Αποτέλεσμα αυτού είναι και το γεγονός ότι η χώρα έχει μεγαλύτερες συνέπειες στην εσωτερική της αγορά από τον εισαγόμενο πληθωρισμό, από τις τιμές της ενέργειας ή από άλλα βιομηχανικά προϊόντα και πρώτες ύλες.
Οι καθυστερημένες μεταρρυθμίσεις
Η μικρή συμμετοχή παραγωγικών επενδύσεων, οι οποίες θα επέτρεπαν τη δημιουργία επενδύσεων υψηλής προστιθέμενης αξίας που θα μπορούσαν να ανατρέψουν τη σχέση εισαγωγών-εξαγωγών, οφείλεται και σε μια σειρά από βασικές μεταρρυθμίσεις οι οποίες εκκρεμούσαν επί σειρά ετών. Κάποιες από αυτές εντάχθηκαν στο Ταμείο Ανάκαμψης από το 2021-2022, αλλά δεν έχουν ακόμη ολοκληρωθεί.
Ενδεικτικά θα μπορούσαμε να αναφέρουμε την ταχύτητα απονομής δικαιοσύνης, για την οποία η Ελλάδα χάνει πολλές θέσεις ανταγωνιστικότητας από τους διεθνείς οργανισμούς. Η συγκεκριμένη μεταρρύθμιση έχει ενταχθεί από το 2022 στο ΤΑΑ και αναμένεται, καλώς εχόντων των πραγμάτων, να τελειώσει μέσα στο 2026.
Άλλες αντίστοιχες μεταρρυθμίσεις είναι η ολοκλήρωση του Κτηματολογίου (άλλο ένα “γεφύρι της Άρτας” για το Ελληνικό Δημόσιο), η δημιουργία τοπικών πολεοδομικών σχεδίων, η ψηφιοποίηση του κεντρικού Δημοσίου, της υγείας και της παιδείας. Επίσης, μένουν πολλά να γίνουν για τη βελτίωση της λειτουργίας του Δημοσίου και την καταπολέμηση της γραφειοκρατίας και της πολυνομίας.
* Αναδημοσίευση από την εφημερίδα “Κεφάλαιο”.
Πηγή: capital.gr