Οι Παλαιστίνιοι γνωρίζουν από βαρβαρότητα. Από το 1948 μέχρι σήμερα γενιές ολόκληρες μεγαλώνουν κάτω από βροχή από βόμβες, εκτοπισμούς, επιθέσεις στρατιωτών, εισβολές σε σπίτια, βασανισμούς, εκτελέσεις, φυλακίσεις.
Ο λιμός όμως που επεκτείνεται στη Γάζα και εξοντώνει τους κατοίκους της είναι ένα νέο μαρτύριο που τους επιβάλει το Ισραήλ, που χωρίς κανένα πρόσχημα κουρελιάζει το διεθνές δίκαιο μπροστά στα μάτια όλης της ανθρωπότητας.
Μόνο την περασμένη Κυριακή 18 άνθρωποι πέθαναν από την πείνα στη Γάζα. Το Γαλλικό Πρακτορείο Ειδήσεων, AFP, σε μία δραματική ανακοίνωση αναφέρει ότι θα χάσει δημοσιογράφους από την πείνα, κάτι που δεν έχει προηγούμενο στην ιστορία του.
Ο ΟΗΕ συνεχίζει να απευθύνει προειδοποιήσεις για τον κίνδυνο που διατρέχουν πάνω από 2 εκατ. Παλαιστίνιοι στη Γάζα ενώ οι εικόνες με σκελετωμένα παιδιά και βρέφη όλο και πληθαίνουν αν και σπάνια βρίσκουν τον δρόμο τους στους τηλεοπτικούς δέκτες ή στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων.

Η Παλαιστίνια μητέρα Alaa Al-Najjar θρηνεί τον θάνατο του τριών μηνών βρέφους της από πείνα στη Γάζα


Υποσιτισμένο βρέφος στο νοσοκομείο Νάσερ
Χιλιάδες κόσμου ανά τον πλανήτη αντιδρά, κατεβαίνει στους δρόμους, ζητά από τις κυβερνήσεις να πάρουν μέτρα κατά του Ισραήλ για να σταματήσει η εξελισσόμενη γενοκτονία.
Η διεθνής κοινότητα από την άλλη αρκείται στο να «εκφράσει την ανησυχία της» – όπως κάνει σχεδόν δύο χρόνια τώρα – αποστρέφει το βλέμμα και συνεχίζει τις business as usual.
Ποια είναι η τελευταία σκέψη πριν πεθάνεις από την πείνα;
Ζώντας στη Γάζα, η Παλαιστίνια δημοσιογράφος Maha Hussaini, δημοσιεύει στο Middle East Eye ένα άρθρο – γροθιά στο στομάχι προ(σ)καλώντας την ανθρωπότητα να μπει νοερά στη θέση ενός ανθρώπου που αφού έχει γλυτώσει από τις βόμβες πεθαίνει τελικά από την πείνα.
«Ποια είναι η τελευταία σκέψη πριν πεθάνεις από πείνα;», διερωτάται η βραβευμένη Παλαιστίνια δημοσιογράφος που ξεκίνησε την επαγγελματική της πορεία καταγράφοντας τη στρατιωτική επίθεση του Ισραήλ στη Γάζα τον Ιούλιο του 2014.
Το βασανιστικό ερώτημα, όπως λέει, γυρνά συνεχώς στο μυαλό της καθώς διαρκώς μαθαίνει για κάποιο νέο θύμα από την πείνα.
«Έχω μια αντίληψη για το τι περνάει από το μυαλό ενός ανθρώπου που πρόκειται να σκοτωθεί σε μια αεροπορική επιδρομή. Οι περισσότεροι άνθρωποι στη Γάζα το ξέρουν. Έχουμε κάνει αυτές τις σκέψεις τόσο συχνά που έχουν ενσωματωθεί στο νευρικό μας σύστημα- δεν θα φύγουν ποτέ πλήρως, ακόμη και δεκαετίες μετά το τέλος αυτής της γενοκτονίας», αναφέρει και συνεχίζει:
«Καταλαβαίνω επίσης το είδος των σκέψεων που κάνουν οι άνθρωποι που πεθαίνουν λόγω της έλλειψης ιατρικής περίθαλψης. Έζησα αυτή τη στιγμή με κάποιον πολύ κοντινό μου άνθρωπο. Κοίταξα στα μάτια τους καθώς έπαιρναν τις τελευταίες τους ανάσες. Μπορούσα σχεδόν να ακούσω τις σκέψεις τους.
Αλλά η πείνα είναι διαφορετική. Φαντάζομαι κάποιον ξαπλωμένο σε ένα κρεβάτι να πεθαίνει μέσα σε απόλυτη σιωπή – μια σιωπή τόσο ισχυρή που μπορεί να διαλύσει κόκαλα, μυς, σάρκα και αίμα. Μια σιωπή πιο εκκωφαντική από τους 125.000 τόνους εκρηκτικών που έχουν πέσει στη Γάζα τους τελευταίους 21 μήνες. Μια σιωπή που κρατάει τα σύνορα σφραγισμένα και τα τρόφιμα αποκλεισμένα από την είσοδο.
Προδομένοι από την ανθρωπότητα;
Τι αισθάνονται, γνωρίζοντας ότι έχουν επιβιώσει από χιλιάδες αεροπορικές επιδρομές, βλήματα πυροβολικού, εκτελέσεις στο πεδίο, επιδημίες και την κατάρρευση του συστήματος υγείας, μόνο και μόνο για να πεθάνουν επειδή δεν μπόρεσαν να πάρουν τις ελάχιστες θερμίδες που χρειάζεται ένας άνθρωπος για να μείνει ζωντανός;
Αισθάνονται προδομένοι από την ανθρωπότητα;
Ή απλά σκέφτονται το φαγητό, λαχταρώντας το; Φαντάζονται τον εαυτό τους γύρω από ένα μεγάλο τραπέζι, περιτριγυρισμένο από την οικογένεια, με ατμούς να αναδύονται από καυτές κατσαρόλες, γέλιο στον αέρα, το τίναγμα κουταλιών και πιρουνιών σε γυάλινα πιάτα;
Μήπως το κουρασμένο μυαλό τους προσπαθεί να θυμηθεί το τελευταίο γεύμα που έφαγαν; Μήπως αρχίζει να τους ξεγελά και να τους φέρνει τη μυρωδιά ενός αγαπημένου πιάτου;
Ίσως το φαγητό να είναι το τελευταίο πράγμα που σκέφτονται εκείνη τη στιγμή. Ίσως, για πρώτη φορά μετά από μήνες, νιώθουν χορτάτοι – όχι στο στομάχι τους, αλλά στην ψυχή τους. Ίσως υπάρχει μια αίσθηση ολοκλήρωσης- δεν μπορούν πλέον να χάσουν κομμάτια του εαυτού τους, κομμάτια της αξιοπρέπειάς τους, καθώς περιμένουν στην ουρά για ένα ζεστό γεύμα ή τρέχουν μέσα σε ένα χαλάζι από σφαίρες ανάμεσα σε πεινασμένα πλήθη κοντά σε ένα σημείο διανομής βοήθειας.
Ίσως τελικά καταλαβαίνουν ότι δεν άξιζε ποτέ τον κόπο- ότι ο κόσμος δεν άξιζε τις απελπισμένες προσπάθειές τους να παραμείνουν ζωντανοί και να αποτελέσουν μέρος του. Ότι για πρώτη φορά στη ζωή τους, απελευθερώθηκαν από την κατοχή, ενώ τα έθνη του κόσμου παραμένουν υπό κατοχή.
Πάντα πίστευα ότι τα ταξί είναι μια αντανάκλαση του τι συμβαίνει σε μια κοινωνία. Μπαίνεις μέσα και αμέσως βυθίζεσαι σε συζητήσεις για την εκτίναξη των τιμών, την αφόρητη ζέστη και τις αναπόφευκτες πολιτικές αναλύσεις από οδηγούς και επιβάτες, οι οποίες διαρκούν πάντα περισσότερο από το ταξίδι.
Όταν είχα ακόμα το αυτοκίνητό μου, πριν από την κρίση καυσίμων, μου έλειπαν αυτές οι ωμές, αφιλτράριστες συνδέσεις. Κάθε τόσο, άφηνα το αυτοκίνητό μου παρκαρισμένο και έπαιρνα ταξί, μόνο και μόνο για να το ξαναζήσω.
Την περασμένη εβδομάδα, πηγαίνοντας στη δουλειά μου, μπήκα σε ένα ταξί όπου μια νεαρή γυναίκα κρατούσε ένα νεογέννητο μωρό. Κάτω από τον καυτό ήλιο και την αποπνικτική ζέστη, κοίταξα το βρέφος που κοιμόταν στην αγκαλιά της μητέρας του και είπα: «Το καημένο το μωρό, φαίνεται καυτό».
«Απλώς νυστάζει», μου απάντησε εκείνη. «Δεν έχει κοιμηθεί όλη τη νύχτα».
Ρώτησα γιατί. «Δεν παίρνει ποτέ αρκετά από το θηλασμό», είπε. «Θα τον πάω στο γιατρό».


Η Zainab Abu Haleeb, υποσιτισμένο βρέφος πέντε μηνών
Συνέχισε να εξηγεί ότι το ενός μηνός μωρό της έπασχε από σοβαρό υποσιτισμό. Προηγουμένως ζύγιζε περίπου 3,8 κιλά, αλλά αντί να πάρει βάρος, είχε πέσει τώρα στα 3,3 κιλά. Το μητρικό της γάλα, μου είπε, δεν μεταφέρει πλέον αρκετά θρεπτικά συστατικά – επειδή η ίδια υποσιτίζεται και δεν μπορεί να βρει πουθενά βρεφικό γάλα.
Λίγες εβδομάδες νωρίτερα, μοιράστηκα ένα ταξί με μια γυναίκα και την κόρη της. Το κοριτσάκι, περίεργο και παιχνιδιάρικο, άγγιζε συνεχώς την τσάντα μου και με κοίταζε προς τα πάνω για μια αντίδραση. Χαμογέλασα και το έπαιξα για λίγο, πριν γυρίσω στη μητέρα της και της πω: «Ο Θεός να την ευλογεί. Πόσο χρονών είναι;»
«Πέντε», απάντησε η γυναίκα. Χαμογέλασα ξανά και μετά γύρισα να κοιτάξω έξω από το παράθυρο, σκεπτόμενη: αυτό δεν είναι το χέρι ενός πεντάχρονου. Το χέρι της ήταν πολύ μικρό και λεπτό, ακόμα και για ένα τρίχρονο.
Ειλικρινά έχω χάσει το μέτρημα πόσες μητέρες έχω συναντήσει στο δρόμο για τη δουλειά μου, που κατευθύνονται προς τα νοσοκομεία με τα παιδιά τους, εύθραυστα, με βαθουλωμένα μάτια, πεινασμένα.
Αυτές είναι πλέον οι ιστορίες των ταξί της Γάζας, στιγμιότυπα ενός ολόκληρου πληθυσμού που σιωπηλά χάνεται.
Αλλά δεν είναι μόνο τα ταξί. Είναι τα φαρμακεία με άδεια ράφια, τα νοσοκομεία χωρίς προμήθειες, οι αγορές χωρίς τρόφιμα και τα σπίτια όπου τα παιδιά πέφτουν για ύπνο πεινασμένα κάθε βράδυ.
Αυτό που συμβαίνει στα ταξί της Γάζας είναι μόνο ένα παράθυρο σε μια κοινωνία που λιμοκτονεί σε κάθε πτυχή της ζωής».
Πηγή: in.gr