Τυπικό βράδυ Ιουλίου, σε ένα διαμέρισμα στην Κυψέλη, στα Πατήσια, στο Αιγάλεω ή στο Περιστέρι: η θερμοκρασία έχει πέσει πολλές ώρες τώρα, όμως οι ένοικοι νιώθουν σαν να είναι ακόμα μεσημέρι, το σπίτι «βράζει», ο ύπνος αδύνατος. Οι ζεστές νύχτες στη μητρόπολη έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια ο νέος βραχνάς των Αθηναίων.
Με μια νέα «καυτή» εβδομάδα να ξεκινά, κατά την οποία οι θερμοκρασίες επί οκτώ μέρες θα κινούνται σταθερά πάνω από τους 37 βαθμούς Κελσίου, το πρόβλημα κάνει και το φετινό καλοκαίρι, εμφαντική την παρουσία του.
«Οι κάτοικοι πυκνοκατοιμένων πόλεων έχουν συχνά την αίσθηση ότι η θερμοκρασία είναι υψηλότερη από αυτή που καταγράφεται» εξηγεί στο in ο Κώστας Καρτάλης, Καθηγητής Φυσικής Περιβάλλοντος και Κλίματος στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ) και μέλος της Επιστημονικής Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Ενωσης για την Κλιματική Αλλαγή. «Αυτή η αίσθηση οφείλεται σε ένα συνδυασμό που γίνεται όλο και πιό έντονος: η ανατολική Μεσόγειος αντιμετωπίζει πλέον καύσωνες που είναι συχνότεροι και έχουν μεγαλύτερη διάρκεια και παράλληλα στις πόλεις κυριαρχούν τα κατασκευαστικά υλικά και οι δομημένες επιφάνειες και απουσιάζει το πράσινο, στην έκταση και την πυκνότητα που απαιτείται» συμπληρώνει ο κ. Καρτάλης.
Σύμφωνα μάλιστα με τo τελευταίο μηνιαίο δελτίο κλίματος της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Copernicus, λόγω των καυσώνων που έπληξαν μεγάλο μέρος της Γηραιάς Ηπείρου κατά τη διάρκεια του Ιουνίου, η δυτική Ευρώπη κατέγραψε ιστορικά τον θερμότερο Ιούνιο, με μέση θερμοκρασία (όλο το 24ωρο) 20,49 βαθμούς Κελσίου, δηλαδή 2,81 βαθμούς πάνω από τον μέσο όρο της περιόδου 1991-2020.
Οι λόγοι που δεν πέφτει η θερμοκρασία το βράδυ
«Γιατί όμως σε περιόδους με καύσωνα ή συνεχόμενων ημερών με υψηλές θερμοκρασίες νιώθουμε ότι η θερμοκρασία των πόλεων είναι υψηλότερη από αυτή που μας δίνουν οι μετρήσεις;» ρωτήσαμε τον κ. Καρτάλη.
Οπως εξηγεί ο καθηγητής, στην Αθήνα, αστικά υλικά όπως η άσφαλτος και το τσιμέντο απορροφούν ισχυρά την ηλιακή ακτινοβολία με αποτέλεσμα οι επιφάνειες αυτές να θερμαίνονται σημαντικά περισσότερο σε σχέση με τη θερμοκρασία του υπερκείμενου ή γειτονικού αέρα.
Δεν είναι αλλωστε τυχαίες οι μετρήσεις για θερμοκρασίες ταρατσών κτηρίων ή οδικών αξόνων που φθάνουν σταδιακά μέσα ένα καύσωνα στους 70 με 80 βαθμούς Κελσίου. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι τιμές αυτές δεν αφορούν τη θερμοκρασία του αέρα αλλά την επιφανειακή θερμοκρασία, δηλαδή του υλικού που καλύπτει το οδόστρωμα, το πεζοδρόμιο, την ταράτσα, κ.τ.λ.
Οταν η επιφανειακή θερμοκρασία αυξάνεται, οδηγεί σε μεταφορά θερμότητας από την εκάστοτε επιφάνεια (λ.χ. από το οδόστρωμα ή την ταράτσα ή τους τοίχους των κτηρίων) προς τις κοντινές αέριες μάζες, ενισχύοντας την αίσθηση της ζέστης.


Οι μετρήσεις του σχεδιαγράμματος έχουν γίνει με βάση τη μονάδα μέτρησης θερμοκρασίας Κέλβιν. Ένας βαθμός Κέλβιν ισούται με έναν βαθμό Κελσίου. Στο συγκεκριμένο σχεδιάγραμμα οι τιμές εύρους κυμαίνονται από τους 143 βαθμούς Κελσίου (316,3 Κέλβιν) μέχρι τους 146, 9 βαθμούς Κελσίου (319, 9 Κέλβιν)
Παράλληλα, οι ίδιες αυτές επιφάνειες, εκπέμπουν θερμική ακτινοβολία επιδεινώνοντας ακόμα περισσότερο την καταπόνηση των πολιτών. Κατά τη διάρκεια της ημέρας, η μεταφορά θερμότητας είναι τρεις φορές ισχυρότερη από αυτή που προκύπτει λόγω της εκπομπής θερμικής ακτινοβολίας.
Kαι γιατί τις νύχτες σε περιόδους με καύσωνα ή συνεχόμενων ημερών με υψηλές θερμοκρασίες, οι πόλεις παραμένουν θερμές, επιδεινώνοντας και τις θερμικές συνθήκες της επόμενης ημέρας;
Περιγράφοντας με απλά λόγια αυτόν τον μηχανισμό, ο κ. Καρτάλης εξηγεί πως τα βράδια η επιφανειακή θερμοκρασία παραμένει υψηλή, ως αποτέλεσμα της θερμικής συμπεριφοράς των αστικών υλικών και της έλλειψης βλάστησης.
Τα αστικά υλικά, έχουν υψηλή θερμοχωρητικότητα που σημαίνει ότι αργούν να ψυχθούν. H μεταφορά θερμότητας από αυτά προς τον υπερκείμενο αέρα είναι ασθενής (σε σύγκριση με την ημέρα), ενώ η θερμική ακτινοβολία που εκπέμπεται από τις δομημένες επιφάνειες – και αποτελεί το βασικό μηχανισμό ψύξης κατά τη διάρκεια της νύκτας – εμποδίζεται από τα υψηλά κτήρια να διαφύγει προς το διάστημα, ιδίως σε γειτονιές όπου το ύψος των κτιρίων είναι από 1 ½ φορά και πάνω μεγαλύτερο από το πλάτος των δρόμων στον οποίο βρίσκονται τα κτίρια (π.χ στο κένρο της Αθήνας).
Παράλληλα, η σημαντική απουσία βλάστησης περιορίζει τη δροσιστική επίδραση του πρασίνου, ενώ η κάλυψη του εδάφους από αδιαπέρατα υλικά εμποδίζει την αποθήκευση νερού και την ψύξη μέσω εξάτμισης.
Ως αποτέλεσμα, η επιφανειακή θερμοκρασία (αυτή των υλικών) παραμένει σε υψηλές τιμές κατά τη νύχτα, επηρεάζοντας αρνητικά το μικροκλίμα της πόλης και επιβαρύνοντας την ενεργειακή κατανάλωση για ψύξη αλλά – και κυρίως – τη θερμική άνεση των κατοίκων κατά τη θερινή περίοδο.


Στο σχεδιάγραμμα οι τιμές εύρους κινούνται από τους 24, 8 βαθμούς Κελσίου (297, 8 Κέλβιν) μέχρι τους 27,6 βαθμούς Κελσίου (300, 6 Κέλβιν)
Στο σχήμα που ακολουθεί επιχειρείται μία σύγκριση της μέσης επιφανειακής θερμοκρασίας την ημέρα και τη νύκτα στο μητροπολιτικό συγκρότημα της Αθήνας για ημέρες χωρίς καύσωνα. Οπως επισημαίνει ο ερευνητής του ΕΚΠΑ, Ηλ. Αγαθαγγελίδης: «Είναι φανερό πως οι δυτικές περιοχές της πόλης αναπτύσσουν υψηλότερη επιφανειακή θερμοκρασία την ημέρα. Τη νύχτα, η επιφανειακή θερμοκρασία μειώνεται μεν, όμως οι υψηλότερες τιμές της εντοπίζονται πλέον τόσο σε μέρος των δυτικών περιοχών όσο – και κυρίως – στις κεντρικές. Από τα σχήματα προκύπτει επίσης ότι περιοχές με υψηλό ποσοστό βλάστησης (λ.χ. με σκούρο μπλε χρώμα στα βόρειοανατολικά, νότιοανατολικά και νοτιοδυτικά προάστια) έχουν συστηματικά χαμηλότερες μέσες επιφανειακές θερμοκρασίες».


Οι τιμές εύρους στο σχεδιάγραμμα κυμαίνονται από τους 27,5 βαθμούς Κελσίου (295, 5 Κέλβιν) μέχρι τους 47 βαθμούς Κελσίου (319 Κέλβιν)
Εάν στην παραπάνω ανάλυση συνυπολογισθεί πως πάνω από 60% των κατοικιών στην Αθήνα έχουν ανεγερθεί πριν από το 1980 και κατά συνέπεια δεν διαθέτουν την απαιτούμενη θερμομόνωση, διαπιστώνεται η σοβαρότητα και το εύρος του προβλήματος. Το πρόβλημα με τα σπίτια- καμίνια στην Αθήνα ανέδειξε και πρόσφατη έρευνα του Ελληνικού Ινστιτούτου Παθητικού Κτιρίου (ΕΙΠΑΚ) που ανέλυσε το ελληνικό γραφείο της Greenpeace. Σύμφωνα με την έρευνα, η εσωτερική μέση θερμοκρασία σε σπίτια της Αθήνας το καλοκαίρι του 2024 κυμάνθηκε ανάμεσα στους 28 και τους 34 βαθμούς Κελσίου. Ειδικά σε ό,τι αφορά τα ευάλωτα νοικοκυριά, η μέση εσωτερική καταγεγραμμένη θερμοκρασία ήταν στους 31,4°C και η υψηλότερη καταγεγραμμένη θερμοκρασία στους 37,6°C.
Τι δείχνει η σύγκριση από το 2003 μέχρι το 2024- Τα ταξικά χαρακτηριστικά των ζεστών καλοκαιριών
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η αποτύπωση – από τη Μαρία Μερκούρη, μεταπτυχιακή ερευνήτρια του Τομέα Φυσικής Περιβάλλοντος -Μετεωρολογίας του ΕΚΠΑ – της χρονικής ακολουθίας της μέσης επιφανειακής θερμοκρασίας κατά τους καλοκαιρινούς μήνες για το διάστημα 2003 – 2024, για το μητροπολιτικό συγκρότημα της Αθήνας.
Σε όλα τα έτη, η μέση επιφανειακή θερμοκρασία είναι υψηλότερη στις δυτικές (κυρίως) και κεντρικές περιοχές της Αθήνας, ενώ κατά τα καλοκαίρια στα οποία σημειώθηκαν καύσωνες (βλ. καλοκαίρια 2007 και 2024) ή διαστήματα με συνεχόμενες υψηλές θερμοκρασίες, η μέση επιφανειακή θερμοκρασία λαμβάνει υψηλές τιμές και στις κεντρικές περιοχές.
Ο ρυθμιστικός ρόλος του πρασίνου
Πάντως, δεν βρίσκονται όλες οι ελληνικές πόλεις σε δεινή θέση. Σύμφωνα με στοιχεία του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος, τα πρωτεία σε πράσινο κατέχει η Καλαμάτα με 5 τετραγωνικά μέτρα πρασίνου ανά κάτοικο, ενώ η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη διαθέτουν 2.5 και 2.9 τ.μ. ανά κάτοικο αντίστοιχα. Ενδιαφέρον έχει η περίπτωση του Ηρακλείου στην Κρήτη καθώς τα τετραγωνικά μέτρα ανά κάτοικο αυξήθηκαν από 0,8 το 2000 σε 2.5 σήμερα. Σημειώνεται όμως ότι σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, κάθε πόλη πρέπει να διαθέτει κατ’ ελάχιστον 9 τ.μ πρασίνου ανά κάτοικο, ενώ ο ιδανικός αριθμός είναι 50 τ.μ ανά κάτοικο.
«Η Αθήνα χρειάζεται μεγάλες αναπλάσεις. Η ανάπλαση του Ελαιώνα – με έκταση 6.300 στρέμματα – είναι μία πολύ μεγάλη πρόκληση για τη βελτίωση των μικροκλιματικών συνθηκών της πόλης. Ορθά ο Δήμος Αθηναίων δίνει προτεραιότητα σε αυτή την περιοχή καθώς και στη διάχυτη φύτευση δένδρων» σημειώνει ο κ. Καρτάλης συμπληρώνοντας ότι τα πάρκα της Αθήνας – όπως ο Εθνικός Κήπος και το Πεδίον του Αρεως – διαμορφώθηκαν αρκετές δεκαετίες πριν και σίγουρα δεν επαρκούν για να αμβλύνουν τις θερμικές συνθήκες που αντιμετωπίζει η Αθήνα σήμερα.
Και τι μπορεί να αλλάξει αυτή τη δύσκολη κατάσταση; Ο κ. Καρτάλης συνοψίζει τις λύσεις: «Για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας μίας πόλης στους καύσωνες και εν γένει στις υψηλές θερμοκρασίες, κατά κανόνα χρειάζεται περισσότερο πράσινο (στους δρόμους, στις ταράτσες των κτηρίων, με μικρά πάρκα και πάρκα τσέπης σε κάθε ελεύθερο χώρο της πόλης και στις αυλές των σχολείων), νέα κατασκευαστικά υλικά που απορροφούν λιγότερο την ηλιακή ακτινοβολία (ψυχρά υλικά) στις οροφές των κτηρίων, στους δρόμους και εν γένει σε δομημένες επιφάνειες, αύξηση των σκιασμένων επιφανειών, ενεργειακά μονωμένα σπίτια αλλά και μείωση της κυκλοφορίας των αυτοκινήτων (που λειτουργούν ως πηγές θερμότητας) στις επιβαρυμένες θερμικά περιοχές μίας πόλης, κυρίως δε στο κέντρο της».
Πηγή: in.gr