Αντιμέτωπη με ακόμα ένα κρίσιμο στοίχημα βρίσκεται τα τελευταία χρόνια η ελληνική οικονομία. Μπορεί οι δημοσιονομικοί δείκτες να δείχνουν ότι οι μεγάλες ελλείψεις των προηγούμενων ετών αντιμετωπίζονται, ενώ οι οίκοι αξιολόγησης δίνουν ψήφο εμπιστοσύνης με τις διαδοχικές αναβαθμίσεις, αλλά πολλές από τις διαχρονικές αδυναμίες παραμένουν αναλλοίωτες. Παρά την ευημερία των δημοσιονομικών δεικτών και τους θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, το μισθολογικό κόστος στην Ελλάδα αυξάνεται με ρυθμούς που δεν αντανακλούν την παραγωγικότητα της εργασίας. Αντίστοιχα οι αποδοχές των εργαζομένων συνεχίζουν να υστερούν σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη, καθηλώνοντας την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat και του ΟΟΣΑ, η Ελλάδα βρίσκεται σταθερά στις τελευταίες θέσεις της Ε.Ε. ως προς την παραγωγικότητα της εργασίας. Το πρώτο τρίμηνο του 2025, η παραγωγικότητα ανά ώρα εργασίας διαμορφώθηκε στο 102,2 (βάση 100 = 2015), σημειώνοντας ελαφρά αύξηση μόλις 1,2 μονάδες σε σχέση με το τελευταίο τρίμηνο του 2024. Αντίθετα, η μέση παραγωγικότητα στην Ευρωζώνη ξεπερνά το 110, με χώρες όπως η Ιρλανδία, η Ολλανδία και η Γερμανία να έχουν καταγράψει σταθερή βελτίωση την τελευταία πενταετία.
Οι αποδοχές των εργαζομένων συνεχίζουν να υστερούν σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη, καθηλώνοντας την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών
Τα στοιχεία δείχνουν τα δομικό πρόβλημα που υπάρχει στην Ελλάδα αναφορικά με την ποιότητα των θέσεων εργασίας. Μια από τις αιτίες είναι το γεγονός ότι η απασχόληση παραμένει επικεντρωμένη σε τομείς χαμηλής προστιθέμενης αξίας, όπως η εστίαση, το λιανικό εμπόριο και ο τουρισμός, ενώ η μερική ή εκ περιτροπής εργασία αντιπροσωπεύει σημαντικό ποσοστό των νέων προσλήψεων. Ενδεικτικά τα στοιχεία του ΙΝΕ/ ΓΣΕΕ για το 2024, που δείχνουν ότι πάνω από το 37% των νέων συμβάσεων ήταν μερικής ή προσωρινής απασχόλησης. Το εξίσου ανησυχητικό είναι ότι ενώ η ανεργία έπεσε σε χαμηλά 17 ετών, φτάνοντας το 7,9%, η σταθερότητα και η εξειδίκευση των θέσεων εργασίας παραμένουν ζητούμενα.
Πώς χάνονται οι αυξήσεις μισθών
Μισθοί και συντάξεις έχουν πολύ δρόμο να καλύψουν μέχρι να προσεγγίσουν τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο. Για παράδειγμα, ο κατώτατος μισθός αυξήθηκε τον Απρίλιο του 2025 στα 880 ευρώ μικτά , έναντι 713 ευρώ το 2022, αύξηση που αντιστοιχεί σε περίπου 35% μέσα σε τρία χρόνια. Παρά το γεγονός ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού είναι ταχύτερη από ό,τι η αύξηση της παραγωγικότητας, η αγοραστική του δύναμη εξακολουθεί να είναι από τις χαμηλότερες στην Ε.Ε., όταν συνυπολογιστούν ο πληθωρισμός και οι τιμές βασικών αγαθών.
Η εικόνα δεν είναι καλύτερη ούτε στο επίπεδο των μέσων μισθών. Το 2024, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, ο μέσος μικτός μισθός στον ιδιωτικό τομέα διαμορφώθηκε στα 1.565 ευρώ μηνιαίως, ή περίπου 1.225 ευρώ καθαρά. Αντιθέτως, στην Ευρωζώνη ο μέσος καθαρός μισθός ξεπερνά τα 2.400 ευρώ. Η χαοτική διαφορά μεταξύ Ελλάδας και Ευρωζώνης, οφείλεται σε πολλούς παράγοντες.
Ο πρόεδρος του ΣΕΒ, Σπύρος Θεοδωρόπουλος, ήταν σαφής στην πρόσφατη ετήσια γενική συνέλευση του Συνδέσμου: «Δεν είναι οι εργαζόμενοι υπεύθυνοι για τη χαμηλή παραγωγικότητα. Την κύρια ευθύνη φέρει το κράτος και δευτερευόντως εμείς οι επιχειρήσεις». Ο ΣΕΒ επισημαίνει ότι χωρίς επενδύσεις στην τεχνολογία, στην οργανωτική καινοτομία και στην αναβάθμιση δεξιοτήτων, κάθε απόπειρα εξομάλυνσης των μισθών είναι καταδικασμένη να αποτύχει μακροπρόθεσμα.
Αντίστοιχη είναι και η θέση του ΟΟΣΑ. Στην έκθεση του για την ελληνική οικονομία, ο Οργανισμός επισημαίνει ότι η Ελλάδα διαθέτει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά αυτοαπασχολούμενων και μικρών επιχειρήσεων στην Ευρώπη, με περιορισμένη κεφαλαιακή ένταση και τεχνολογική ενσωμάτωση.
Παρότι η ανάπτυξη του ΑΕΠ για το 2024 έκλεισε στο 2,3% και οι προβλέψεις για το 2025 προβλέπουν ρυθμό στο 2,2%, οι αναλυτές τονίζουν πως η μεγέθυνση αυτή βασίζεται σε εξωγενείς παράγοντες, στο real estate, τον τουρισμό, τις υπηρεσίες και στα κονδύλια που έρχονται από το Ταμείο Ανάκαμψης και όχι από τον ορθολογικό σχεδιασμό με στόχο την αύξηση της παραγωγικότητας.
Η χαμένη παραγωγικότητα
Διαχρονικά οι έρευνες δείχνουν οτι οι Έλληνες εργάζονται περισσότερες ώρες από σχεδόν όλους τους Ευρωπαίους – περίπου 1.886 ώρες τον χρόνο κατά τον ΟΟΣΑ, έναντι 1.570 στην Ε.Ε. Κι όμως παρά το γεγονός ότι είμαστε πρωταθλητές στις ώρες εργασίας, το στοιχείο αυτό δεν μετουσιώνεται σε αύξηση της ανάπτυξης και μεγαλύτερη απόδοση των εργαζόμενων. Αντίθετα, η παραγωγικότητα ανά ώρα υπολείπεται σημαντικά, γεγονός που αναδεικνύει τη δομική αναποτελεσματικότητα της ελληνικής αγοράς εργασίας.
Με αυτό το μοντέλο, η χώρα βρίσκεται παγιδευμένη σε μια κατάσταση διπλού ελλείμματος. Από τη μία οι μισθοί δεν αυξάνονται αρκετά ώστε να βελτιωθεί η αγοραστική δύναμη και να ενισχυθεί η εσωτερική ζήτηση και από την άλλη οι αυξήσεις που πραγματοποιούνται δεν στηρίζονται σε πραγματική αύξηση της παραγωγής. Το αποτέλεσμα είναι σαφές, καθώς χωρίς παραγωγικότητα, δεν μπορούν να υπάρχουν ικανοποιητικές αυξήσεις στους μισθούς, αλλά και χωρίς καλούς μισθούς οι επιχειρήσεις δεν δίνουν κίνητρα προκειμένου να επενδύσουν σε δεξιότητες και καινοτομία.
Πηγή: ot.gr