Η «γραμμή» δόθηκε πρώτα από τον Κυριάκο Μητσοτάκη στους εξ απορρήτων συνεργάτες του στο Μαξίμου και ύστερα από εκείνους στα κυβερνητικά και κομματικά στελέχη: «όχι» σε σύσταση Προανακριτικής Επιτροπής (εν αναμονή εκτός απροόπτου δύο προτάσεων, από το ΠΑΣΟΚ και από ΣΥΡΙΖΑ- Νέα Αριστερά), «ναι» σε Εξεταστική Επιτροπή για έρευνα 27ετίας – από το 1998 μέχρι σήμερα.
Στο σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ, στο φόντο των αποκαλύψεων από την (πρώτη) δικογραφία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, το Μέγαρο Μαξίμου κλείδωσε τελικά μια διαδικασία με καθαρά πολιτικό χαρακτήρα (δημόσια όμως, με διερεύνηση σε ανοιχτά μικρόφωνα και κάμερες), απορρίπτοντας μια διαδικασία με ανακριτικό χαρακτήρα.
Η πρόταση της ΝΔ για σύσταση Εξεταστικής «που θα διερευνήσει όλες τις πτυχές» από την ίδρυση του Οργανισμού είναι έτοιμη και πιθανόν να κατατεθεί επισήμως σήμερα. Οι εκτιμήσεις λένε ότι μέσα στην πρώτη εβδομάδα του Αυγούστου, το αργότερο, θα έχουν ολοκληρωθεί όλες οι διαδικασίες – απόρριψη αιτημάτων για Προανακριτική και υπερψήφιση της Εξεταστικής, σύμφωνα με τον σχεδιασμό της κυβερνητικής πλειοψηφίας.
Από την κυβέρνηση επιμένουν ότι από τα στοιχεία της δικογραφίας που διαβιβάστηκε στη Βουλή δεν προκύπτουν ενδείξεις τέλεσης αδικημάτων από τους πρώην υπουργούς Αγροτικής Ανάπτυξης, Μάκη Βορίδη και Λευτέρη Αυγενάκη. Από την αντιπολίτευση μιλούν για προσπάθεια κουκουλώματος των ευθυνών της ΝΔ και υπάρχει «πυρ ομαδόν» για τον κίνδυνο παραγραφής αδικημάτων.
Γιατί επιλέχθηκε αυτή η διέξοδος
Πίσω από την ντρίμπλα του Μαξίμου, το οποίο επιχειρεί από την πρώτη στιγμή να μην χάσει την πρωτοβουλία κινήσεων στη δημόσια σφαίρα, ούτε και να μονοπωλούν την επικαιρότητα οι λεπτομέρειες του σκανδάλου, υπάρχουν τρεις λόγοι.
Ο πρώτος έχει να κάνει με τις εσωτερικές ισορροπίες:
Υπήρχε διχογνωμία στο γαλάζιο στρατόπεδο (κάποιοι έβλεπαν δυσκολία να αποφευχθεί μια Προανακριτική, άλλοι έλεγαν ότι δεν χρειάζονται «φοβικές» αντιδράσεις), ενώ ήταν εξ αρχής δεδομένη η αρνητική στάση Βορίδη – Αυγενάκη στο μοντέλο Τριαντόπουλου – Καραμανλή. Δηλαδή, οι ίδιοι δεν θα δέχονταν μια απευθείας παραπομπή στο Δικαστικό Συμβούλιο ανεξάρτητα από τα στοιχεία, αντίθετα ήθελαν κανονική λειτουργία της Προανακριτικής. Επιλέγεται άρα ένα μήνυμα «διερεύνησης» χωρίς να εξαιρείται κανείς – κάτι σαν μέση λύση. «Οποιος μιλάει για φόβο, απευθύνεται σε λάθος κυβέρνηση. Σταθμίστηκαν όλα τα δεδομένα και δεν μπορούμε να ποινικοποιήσουμε μια υπόθεση μόνο και μόνο επειδή το θέλει η αντιπολίτευση» έλεγαν κυβερνητικά στελέχη.
Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με το χρονικό εύρος της έρευνας:
Η Εξεταστική δίνει την ευχέρεια να απλωθεί σε βάθος χρόνου η διερεύνηση. Στην κυβέρνηση το λένε «να τα δούμε όλα διαχρονικά» (με τα λόγια του κυβερνητικού εκπροσώπου Παύλου Μαρινάκη «το ελληνικό Δημόσιο, έχει πληρώσει σε βάθος περίπου 30 ετών, 2,7 δισ. ευρώ». Στη αντιπολίτευση το λέν απόπειρα συγκάλυψης των γαλάζιων ευθυνών, μέσω της διάχυσής τους.
Ο τρίτος λόγος αφορά το τραυματισμένο προφίλ της κυβέρνησης ως προς το αφήγημά της περί αποτελεσματικότητας στην αναμέτρηση με το «βαθύ κράτος»:
Στις κυλιόμενες μετρήσεις έχει βρεθεί ότι η πλειονότητα των πολιτών χρεώνει «διαχρονικότητα» στην αμαρτωλή ιστορία των αγροτικών επιδοτήσεων και η κυβέρνηση θέλει να δώσει μάχη προκειμένου να ξεθολώσει την εικόνα της. Στην «πολιτική» διαδικασία της Εξεταστικής, οι κυβερνώντες θεωρούν ότι μπορούν να προβάλλουν τις ενέργειές τους για να διορθωθούν τα κακώς κείμενα, χωρίς να ρίχνουν βάρος σε στοιχεία που έχουν προκύψει από την ευρωπαϊκή έρευνα.
Επιπλέον την ίδια στιγμή που στη Βουλή θα γίνεται η Εξεταστική, η κυβέρνηση θα προσπαθεί για τα πρώτα αποτελέσματα από την έρευνα της ειδικής task force που ρίχνεται στο κυνήγι των «κλεμμένων» – στον εντοπισμό και την επιστροφή των παράνομων επιδοτήσεων.
Πηγή: tanea.gr