Βλαντίμιρ Πούτιν: Πόλεμος χωρίς αύριο, οικονομία χωρίς ανάσα

Βλαντίμιρ Πούτιν: Πόλεμος χωρίς αύριο, οικονομία χωρίς ανάσα

Σαράντα μήνες είναι μεγάλο χρονικό διάστημα για έναν πόλεμο.

Πόσο μάλλον για μια οικονομία ήδη επικίνδυνα εξαρτημένη από έναν κόσμο ορυκτών καυσίμων ο οποίος βαίνει αναγκαστικά προς το τέλος του. Σχεδόν τριάμισι χρόνια αφότου ο Βλαντίμιρ Πούτιν έδωσε την εντολή εισβολής στην Ουκρανία, ρίχνοντας έτσι όλες τις γέφυρες με τη Δύση, η Ρωσία είναι σήμερα παγιδευμένη σε έναν λαβύρινθο με δύσκολη διέξοδο: χαμηλή ανάπτυξη και ραγδαία αύξηση των τιμών, με διψήφιες ετήσιες αυξήσεις.

«Βρισκόμαστε στα πρόθυρα της ύφεσης» παραδέχθηκε πριν από μερικές εβδομάδες, στο Οικονομικό Φόρουμ της Αγίας Πετρούπολης, ο υπουργός Οικονομικής Ανάπτυξης, Μαξίμ Ρεσέτνικοφ. Τα αποθεματικά που στήριξαν τους λογαριασμούς τα τελευταία χρόνια, δήλωσε η διοικήτρια της ρωσικής κεντρικής τράπεζας, Ελβίρα Ναμπιούλινα, «έχουν εξαντληθεί».

googletag.cmd.push(function() { googletag.display(‘300x250_m1’); });

Οπως σημειώνει η ισπανική «El País», η κεντρική τράπεζα της Ρωσίας βρίσκεται σήμερα σε ένα παράδοξο σταυροδρόμι, σε μια διπλή παράλληλη μάχη κατά του πληθωρισμού και κατά του Κρεμλίνου.

Δεν έχουν περάσει ούτε τρεις εβδομάδες από τότε που ο θεωρητικά ανεξάρτητος αυτός θεσμός μείωσε συμβολικά τα επιτόκια από το 21% στο 20%, εκπληρώνοντας έτσι ένα πάγιο αίτημα του Κρεμλίνου.

Ηταν η πρώτη φορά που το έκανε αυτό από τον Σεπτέμβριο του 2022, τη χρονιά που η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία. Η κατάσταση, ωστόσο, παραμένει τραγική. Ο πληθωρισμός εξακολουθεί να κυμαίνεται επισήμως γύρω στο 10% σε ετήσια βάση, αν και πολλά ανεξάρτητα κέντρα ανεβάζουν το πραγματικό ποσοστό σε πάνω από 15%. Με τις στρατιωτικές δαπάνες να εξακολουθούν να οργιάζουν, «υπάρχει κίνδυνος πληθωριστικής προκατάληψης», προειδοποίησε η Ναμπιουλίνα. «Επομένως, η μείωση του επιτοκίου απαιτεί μεγάλη προσοχή».

googletag.cmd.push(function() { googletag.display(‘300x250_m2’); });

Ακόμα και το Κρεμλίνο έχει αρχίσει να αναγνωρίζει το προφανές: ότι η οικονομική άνωση της πολεμικής βιομηχανίας φτάνει στο τέλος της και ότι οι προπολεμικές οικονομίες δεν είναι πλέον αρκετές. Και εντούτοις, η ρωσική προπαγάνδα επιμένει ότι η Ρωσία τα πηγαίνει καλύτερα από την ΕΕ.

googletag.cmd.push(function() { googletag.display(‘300x250_middle_2’); });

Το ποσοστό της ανεργίας, υποστηρίζει, είναι ελάχιστο: λίγο πάνω από 2%.

Ο μέσος μισθός, τονίζει η εθνική στατιστική υπηρεσία, η Rosstat, ξεπερνά για πρώτη φορά το όριο των 100.000 ρουβλίων τον μήνα (1.100 ευρώ), 40% υψηλότερα από ό,τι το 2022. Αλλά αυτή η εικόνα είναι παραπλανητική. Ακόμη και με το επίσημο, κατασκευασμένο μέτρο, ο πληθωρισμός έχει αυξηθεί κατά 24% αυτή την περίοδο. «Η κυβέρνηση και όλοι οι άλλοι κρύβουν την πραγματική τιμή επειδή, αν τη δείξουν, θα πρέπει να αυξήσουν τους μισθούς και τις συντάξεις του δημόσιου τομέα» παραπονέθηκε ο βουλευτής Νικολάι Αρέφιεφ πριν από μερικούς μήνες.

Οι ρωσικές αρχές ήλπιζαν να κλείσουν το 2025 με δημόσιο έλλειμμα 0,5%, το χαμηλότερο από το 2021.

Ωστόσο οι δαπανηρές μάχες με την Ουκρανία συνεχίζονται και η Κάτω Βουλή μόλις αναθεώρησε την πρόβλεψη υπερτριπλασιάζοντάς την: τώρα αναμένει 1,7%, το ίδιο με το 2024. Το Κρεμλίνο διαθέτει σε ρευστό λιγότερα από τέσσερα τρισ. ρούβλια στο κρατικό του ταμείο, το ισοδύναμο του προβλεπόμενου για φέτος ελλείμματος.

googletag.cmd.push(function() { googletag.display(‘300x250_middle_3’); });

Μήνα με τον μήνα, η πραγματική άνοδος των τιμών εξανεμίζει τις αυξήσεις των μισθών. Αυτό πλήττει τα πορτοφόλια των Ρώσων, αλλά και τη διάθεση μιας χώρας σε πόλεμο: σύμφωνα με το think tank FOM, μόνο ένας στους 10 Ρώσους έχει παρατηρήσει βελτίωση της οικονομικής του κατάστασης φέτος, ενώ ένας στους πέντε την αντιλαμβάνεται ως χειρότερη.

Επειτα από μια περίοδο οικονομικής υπερθέρμανσης, τα σημάδια της κρίσης πληθαίνουν.

Παρά τις αμέτρητες κρατικές ενισχύσεις προς την πολεμική βιομηχανία, ο συνολικός όγκος των πιστώσεων έχει αυξηθεί κατά μόλις 1% φέτος. Επτά στις 10 επιχειρήσεις υπέστησαν μείωση της κατανάλωσης το πρώτο τρίμηνο, σύμφωνα με έρευνα του Ινστιτούτου Stolypin.

Οι κενές θέσεις εργασίας έχουν μειωθεί στο χαμηλότερο επίπεδο από την έναρξη του πολέμου. Οι καθυστερήσεις μισθών έχουν τριπλασιαστεί, ενώ περισσότεροι από 8,8 εκατομμύρια Ρώσοι αδυνατούν να αποπληρώσουν δάνεια που έχουν καθυστερήσει λιγότερο από 90 ημέρες.

Σε αυτή τη συγκυρία, υποστηρίζει ο Μαξίμ Μιρόνοφ, καθηγητής στο IE Business School, η Μόσχα έχει ένα πιθανό χαρτί να παίξει: την περαιτέρω υποτίμηση του ρουβλίου, ακόμη και με κόστος έναν υψηλότερο πληθωρισμό.

Η κυβέρνηση, η οποία εισπράττει έσοδα σε δολάρια και ευρώ – από τους υδρογονάνθρακες – και δαπανά σε ρούβλια, θα ήταν η πρώτη που θα ενδιαφερόταν για την υποτίμηση του εθνικού νομίσματος.

Εν μέσω αυτής της διαδικασίας βρισκόταν η Μόσχα όταν το Ισραήλ ξεκίνησε την πολεμική του εκστρατεία κατά του Ιράν, στις 13 Ιουνίου. Το Κρεμλίνο καταδίκασε την επίθεση εναντίον ενός από τους σημαντικότερους συμμάχους του.

Ωστόσο κάτω από αυτή την πραγματικότητα υπήρχε μια άλλη, πολύ πιο σύνθετη και επίσης πιο ευνοϊκή για τα συμφέροντά του: οι τιμές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου αυξήθηκαν απότομα. Τώρα που ξαναπαίρνουν πτωτική πορεία, η πίεση προς το Κρεμλίνο επανέρχεται αυξάνοντας παράλληλα και τα κίνητρά του να διαπραγματευθεί.

Πηγή: tanea.gr

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ