Τα στοιχεία για την υποχώρηση της ανεργίας σε χαμηλά 17 ετών δείχνουν ότι η χώρα σταθερά αποκαθιστά τις ζημιές της κρίσης και δημιουργεί προσδοκίες για πραγματική βελτίωση της οικονομίας. Η μείωση της ανεργίας στο 7,9% τον Μάιο του 2025, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, αδιαμφισβήτητα αποτελεί θετική εξέλιξη. Οι άνεργοι ανήλθαν σε 370.369 άτομα, μειωμένοι κατά 25,8% σε σχέση με τον Μάιο του 2024, ενώ οι απασχολούμενοι ξεπέρασαν τα 4,34 εκατομμύρια.
Το ερώτημα ωστόσο είναι αν η μείωση της ανεργίας αντικατοπτρίζει και βελτίωση των συνθηκών εργασίας, σε συνδυασμό με καλύτερους μισθούς και ποιοτικές θέσεις; Η πραγματικότητα είναι πως πίσω από την πτώση της ανεργίας, κρύβεται μια αγορά εργασίας που παραμένει εξαιρετικά ευάλωτη, με κυρίαρχη την ελαστική απασχόληση, την υποαπασχόληση και τις όλο και αυξανόμενες επισφαλείς συνθήκες.
Ταβάνι στην επαγγελματική εξέλιξη
Το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ καταγράφει εκτεταμένη «υποαξιοποίηση δεξιοτήτων» και περιορισμένες δυνατότητες επαγγελματικής εξέλιξης, ιδιαίτερα στους νέους και τις γυναίκες. Η μερική και εκ περιτροπής εργασία συνεχίζει να καταλαμβάνει μεγάλο μερίδιο στις νέες προσλήψεις. Αν δεις κανείς προσεκτικά τα στοιχεία του πληροφοριακού συστήματος ΕΡΓΑΝΗ, για κάθε 100 προσλήψεις καταγράφονται 95 απολύσεις. Από τις νέες προσλήψεις περίπου οι μισές συμβάσεις αφορούν μορφές μερικής απασχόλησης.
Την ίδια εικόνα καταγράφει και η Eurostat. Τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν ότι στις ηλικίες από 25 έως 74 οι υποαπασχολούμενοι ήταν πάνω από 115.000. Ο αριθμός ήταν μειωμένος σε σύγκριση με τα προηγούμενα χρόνια, ωστόσο αποτυπώνει την έκταση του φαινομένου αλλά και την αδυναμία των συγκεκριμένων εργαζόμενων να καλύψουν ακόμα και το βασικό κόστος διαβίωσης. Ακόμα και τα υψηλά ποσοστά αυτοαπασχόλησης στην Ελλάδα που φτάνουν το 33%, ποσοστό υπερδιπλάσιο του μέσου όρου του ΟΟΣΑ (15,5%), δεν είναι αποτέλεσμα ύπαρξης ενός περιβάλλοντος υγιούς επιχειρηματικότητας, αλλά απουσίας σταθερών ευκαιριών απασχόλησης.
Σε πρόσφατη ανάλυση του ο ΣΕΒ επισημαίνει την ανάγκη ενίσχυσης της παραγωγικότητας, σε συνδυασμό με τη μετάβασης σε περιβάλλον απασχόλησης υψηλής προστιθέμενης αξίας. Η πραγματικότητα ωστόσο δείχνει ότι τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των θέσεων που δημιουργούνται απέχουν από αυτόν τον στόχο.
Νέο εργασιακό περιβάλλον
Σε ένα μάλλον απορρυθμισμένο εργασιακό περιβάλλον, αποτέλεσμα των μνημονικών πολιτικών, αλλά και των υπερπροωθημένων πολιτικών που ακολούθησαν οι κυβερνήσεις και μετά τη λήξη των μνημονίων, το σχέδιο του υπουργείου Εργασίας σχετικά με τη δυνατότητα 13ωρης απασχόλησης στον ίδιο εργοδότη, με υπερωριακή προσαύξηση 40%, προκαλεί έντονο προβληματισμό. Αν και επισήμως προβλέπεται «συναίνεση» του εργαζομένου και περιορισμένη εφαρμογή, το μέτρο θεωρείται από πλήθος φορέων, ακόμα και εργοδοτικών, ως έμμεση υπονόμευση του 8ώρου. Ειδικά την εποχή που στην Ευρώπη έχει ανοίξει η συζήτηση για την θεσμοθέτηση του 35ώρου.
Η ΓΣΕΕ, τα κόμματα της αντιπολίτευσης, αλλά και πολλοί ειδικοί του εργατικού δικαίου χαρακτηρίζουν την πρόταση «μεσαιωνική», εκτιμώντας ότι οδηγεί σε περαιτέρω απορρύθμιση της αγοράς και αδυναμία ουσιαστικής διαπραγμάτευσης από την πλευρά των εργαζομένων. Το ΙΜΕ/ ΓΣΕΒΕΕ, σε πρόσφατη έρευνά του, επισημαίνει ότι η πίεση για αύξηση του χρόνου εργασίας συνδέεται περισσότερο με την ανάγκη κάλυψης κενών σε προσωπικό, παρά με σχεδιασμένη στρατηγική αύξηση της παραγωγικότητας.
Οι συλλογικές συμβάσεις
Ερωτήματα υπάρχουν ακόμα και για το αν ο νόμος είναι σύμφωνος με το ενωσιακό δίκαιο, καθώς η οδηγία 2003/88 της ΕΕ προβλέπει ρητά 11 ώρες ανάπαυσης ανά 24ωρο. Η κυβέρνηση υπερασπίζεται τη ρύθμιση ως «προαιρετική» και «εργαλείο ευελιξίας». Οι πραγματικές συνθήκες της ελληνικής αγοράς εργασίας όμως, με τους εργαζόμενους να αδυνατούν να διαπραγματευτούν επί ίσοις όροις και τις συλλογικές συμβάσεις να καλύπτουν ελάχιστους κλάδους, θέτουν στην πράξη εν αμφιβόλω την εθελοντική διάσταση της ρύθμισης.
Πέρα από τα ποσοστά της ανεργίας, το μεγαλύτερο ζητούμενο είναι η ποιότητα της εργασίας, η ασφάλεια της απασχόλησης, η διαπραγματευτική ισχύς των εργαζομένων και η αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών. Η μετάβαση από μια αγορά που μαστίζεται από την ανεργία, σε μια αγορά με επισφαλείς θέσεις εργασίας δεν αποτελεί πρόοδο. Μοιάζει περισσότερο με μετάθεση του προβλήματος και όχι πραγματική πρόοδος
Πηγή: ot.gr