Από τις χαμηλότερες ηλικίες συνταξιοδότησης έχει η Ελλάδα – Ο πίνακας του…

Από τις χαμηλότερες ηλικίες συνταξιοδότησης έχει η Ελλάδα – Ο πίνακας του...

Του Κώστα Κατίκου

Στις χώρες με τα χαμηλότερα πραγματικά όρια ηλικίας συνταξιοδότησης, παραμένει η Ελλάδα με τη μέση ηλικία αποχώρησης των γυναικών να διαμορφώνεται στα 59,7 έτη και των ανδρών στα 63,2 έτη, σύμφωνα με τη νέα  μελέτη του ΟΟΣΑ για τις προοπτικές απασχόλησης στα κράτη μέλη του.

Η εικόνα για τα όρια ηλικίας δίδεται στο διάγραμμα της σελίδας 197 από την έκθεση του ΟΟΣΑ για τις προοπτικές απασχόλησης που δόθηκε την Τετάρτη στη δημοσιότητα. 

Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, (στοιχεία του 2022) η μέση ηλικία εξόδου από την αγορά εργασίας στην Ελλάδα είναι 59,7 έτη για τις γυναίκες και 63,2 έτη για τους άνδρες. Οι αριθμοί αυτοί κατατάσσουν τη χώρα μας στις χαμηλότερες θέσεις, όχι μόνο στον ΟΟΣΑ, αλλά και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ξεπερνώντας μόνο το Λουξεμβούργο.

Παρά τις αλλαγές που έγιναν μετά τον Αύγουστο του 2015 με το νόμο 4336/2015 που αύξησε σταδιακά τις ηλικίες συνταξιοδότησης για τους παλαιούς –προ του 1993-ασφαλισμένους, τα όρια ηλικίας διατηρήθηκαν χαμηλότερα από άλλες χώρες. Η προσαρμογή των ηλικιών στο νέο νόμο ολοκληρώθηκε το 2021 και από το 2022 τα όρια ηλικίας των παλαιών ασφαλισμένων εξομοιώθηκαν με αυτά των νέων μετά το 1993 ασφαλισμένων, δηλαδή στα 62 έτη με 40 χρόνια ασφάλισης ή στα 67 με 15ετία για την πλήρη σύνταξη και στα 62 έτη με τουλάχιστον 15 χρόνια για τη μειωμένη σύνταξη.

Ο λόγος που παρά την προσαρμογή σήμερα εξακολουθούν και υπάρχουν τα “παράθυρα” για συνταξιοδότηση σε χαμηλότερες ηλικίες ιδίως στις γυναίκες, είναι επειδή πολλοί ασφαλισμένοι μπορούν να συνταξιοδοτηθούν με την ηλικία που κατοχύρωσαν στο μεταβατικό διάστημα από 19/8/2015 ως 31/12/2021.Αν δηλαδή μια ασφαλισμένη κατοχύρωσε το 2019 να συνταξιοδοτηθεί στα 59 της χρόνια, αυτή θα είναι και η ηλικία αποχώρησης ακόμη και αν τη συμπληρώνει το 2025 που τα όρια ηλικίας είναι 62 έτη με 40ετία ή 67 με 15ετία. 

Η  εικόνα διαφοροποιείται αισθητά σε άλλες χώρες. Στην Ιταλία, για παράδειγμα, οι γυναίκες αποχωρούν από την εργασία στα 62 έτη και οι άνδρες στα 63. 

Στην Ισπανία, οι ηλικίες είναι 61,8 για τις γυναίκες και 62,1 για τους άνδρες. 

Στη Γερμανία, η μέση ηλικία εξόδου φτάνει τα 63,4 έτη για τις γυναίκες και τα 63,7 για τους άνδρες. 

Στη Δανία, οι αντίστοιχες ηλικίες είναι 63,8 και 64,5, ενώ στη Σουηδία –μια χώρα με ενεργή γήρανση και πολιτικές που ενθαρρύνουν τη μακροχρόνια παραμονή στην εργασία– οι γυναίκες αποχωρούν στα 64,5 έτη και οι άνδρες στα 65,5. 

Ακόμη και στη Νορβηγία, που διαθέτει από τα πιο γενναιόδωρα συστήματα πρόνοιας παγκοσμίως, οι εργαζόμενοι μένουν περισσότερο στην αγορά εργασίας: οι γυναίκες κατά μέσο όρο έως τα 62,4 έτη και οι άνδρες έως τα 64,9.

Τα “παράθυρα” και οι αλλαγές του 2027

Οι χαμηλότερες έναντι της Ε.Ε  ηλικίες συνταξιοδότησης στην Ελλάδα μπορεί να δημιουργήσουν σοβαρά ζητήματα βιωσιμότητας στο ασφαλιστικό μας σύστημα, καθώς όσο τα παράθυρα δεν κλείνουν τόσο θα τα αξιοποιούν οι ασφαλισμένοι ασκώντας το δικαίωμά τους σε συνταξιοδότηση με ευνοϊκές προϋποθέσεις. 

Τερματισμό στα χαμηλά όρια ηλικίας αναμένεται να βάλει η νομοθετική αλλαγή που θα τεθεί σε ισχύ από το 2027 και προβλέπει τη σύνδεση της ηλικίας συνταξιοδότησης με το προσδόκιμο ζωής.

Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, από το 2027 η ηλικία για πλήρη σύνταξη θα αναπροσαρμόζεται αυτόματα ανάλογα με τις μεταβολές στο προσδόκιμο ζωής του πληθυσμού άνω των 65 ετών. Δηλαδή, αν η ΕΛΣΤΑΤ  καταγράψει αύξηση στο προσδόκιμο, η ηλικία συνταξιοδότησης θα αυξηθεί με αναλογικό τρόπο. Η πρώτη εφαρμογή της ρύθμισης αυτής θα πραγματοποιηθεί βάσει της εξέλιξης του προσδόκιμου ζωής άνω των 65 ετών στη δεκαετία 2016-2026.

Στόχος της μεταρρύθμισης είναι να διασφαλιστεί η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος, καθώς ο πληθυσμός γηράσκει και η αναλογία εργαζομένων προς συνταξιούχους μειώνεται. Είναι χαρακτηριστικό ότι σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, η Ελλάδα αναμένεται να έχει από τα υψηλότερα ποσοστά πληθυσμού άνω των 65 ετών έως το 2050.

Οι αλλαγές αυτές θα έχουν άμεσο αντίκτυπο στους ασφαλισμένους. Όσοι σήμερα προσδοκούν συνταξιοδότηση στα 62 με 40 χρόνια ασφάλισης ή στα 67 με τουλάχιστον 15 χρόνια εργασίας, μπορεί να χρειαστεί να περιμένουν 1 ή 2 χρόνια παραπάνω – ανάλογα με την πορεία του προσδόκιμου ζωής. Το νέο σύστημα, ουσιαστικά, θεσπίζει έναν “δείκτη γήρανσης” που λειτουργεί ως αυτόματος μηχανισμός αύξησης των ηλικιών συνταξιοδότησης.

Η ηλικία εξόδου “αυξάνει” την εργασία των συνταξιούχων

Η μελέτη του ΟΟΣΑ αποκαλύπτει ότι σε χώρες με υψηλότερη κανονική ηλικία συνταξιοδότησης, αυξάνεται και η απασχόληση των ατόμων άνω των 65 ετών αν και η δυναμική αυτή διαφέρει ανά χώρα, ανάλογα με τις θεσμικές δομές και τα συστήματα πρόωρης εξόδου.

Σε όλες τις ηλικιακές ομάδες, η διακύμανση του ποσοστού απασχόλησης μειώνεται: στην ηλικία 4554 ετών, η τυπική απόκλιση πέφτει από 8,2 % το 2000 σε 6 % το 2023, ενώ για την ηλικία 5559 ετών από 13,7 % σε 8,1 %. Αυτό σημαίνει ότι οι διαφορές ανά χώρα περιορίζονται εκτός από την ηλικία 6064, όπου η διακύμανση παραμένει μεγάλη (13,5 %).

Η αυξημένη συμμετοχή των συνταξιούχων στο εργατικό δυναμικό δημιουργεί και την ανάγκη επαρκούς εκπαίδευσης και κατάρτισής τους. Η συμμετοχή των ηλικιωμένων εργαζομένων στην απασχόληση πρέπει να συνοδευτεί όπως αναφέρει η μελέτη του ΟΟΣΑ από πολιτικές ενδυνάμωσης του εργατικού δυναμικού όπως:

– Εκπαίδευση και ψηφιακή κατάρτιση, ειδικά για εργαζόμενους με λιγότερες δεξιότητες.

– Ευέλικτες μορφές εργασίας: εργασία μερικής απασχόλησης, teleworking, χαμηλές ώρες.

– Κίνητρα πρόσληψης ηλικιωμένων, εξάλειψη ηλικιακών διακρίσεων.

– Υπηρεσίες υποστήριξης για εργαζόμενους με αναπηρίες ή προβλήματα υγείας.

– Κίνητρα για επιχειρήσεις, από φορολογικά έως επιδοτήσεις, ώστε να διατηρούν και να αξιοποιούν την εμπειρία των μεγαλύτερων σε ηλικία εργαζομένων.

Πηγή: capital.gr

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ