Η ανεργία πέφτει στην Ελλάδα, αλλά υπάρχουν…

Επανεκλογή του Ι. Λιανού στο Δ.Σ. της Επιτροπής Ανταγωνισμού του ΟΟΣΑ

Η ανεργία ακολουθεί έντονα πτωτική πορεία στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια. Ωστόσο, η ελληνική αγορά απασχόλησης αντιμετωπίζει σοβαρές προκλήσεις, όπως είναι η μειωμένη συμμετοχή των νέων και των γυναικών στην αγορά εργασίας.

Η Έκθεση για τις Προοπτικές της Απασχόλησης του ΟΟΣΑ για το 2025 (OECD Employment Outlook 2025) που δόθηκε το μεσημέρι της Τετάρτης στη δημοσιότητα, παρουσιάζει μια λεπτομερή εικόνα της ελληνικής αγοράς εργασίας, αποτυπώνοντας τόσο τις επίμονες προκλήσεις όσο και τους πιθανούς μοχλούς για μια πιο συμπεριληπτική ανάπτυξη. Παρόλο που η συνολική κατάσταση της απασχόλησης στις χώρες του ΟΟΣΑ παραμένει ισχυρή, η Ελλάδα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει διαρθρωτικά εμπόδια που περιορίζουν τη συνολική συμμετοχή στον κόσμο της εργασίας.

Κατά το πρώτο τρίμηνο του 2025, το μέσο ποσοστό απασχόλησης στις χώρες του ΟΟΣΑ έφτασε το 72,1%, σημειώνοντας νέο ρεκόρ. Ωστόσο, η Ελλάδα υπολείπεται σημαντικά αυτού του μέσου όρου, με χαμηλότερα ποσοστά απασχόλησης—ιδίως για τις γυναίκες, τους νέους και τους μεγαλύτερους σε ηλικία εργαζομένους. Η αύξηση της απασχόλησης στη χώρα είναι επίσης πιο συγκρατημένη σε σύγκριση με άλλα κράτη-μέλη, γεγονός που υπογραμμίζει την ανάγκη για ευρείας κλίμακας μεταρρυθμίσεις.

Τα ποσοστά ανεργίας στον ΟΟΣΑ παραμένουν ιστορικά χαμηλά, με μέσο όρο 4,9% τον Μάιο του 2025. Αντίθετα, η Ελλάδα εξακολουθεί να εμφανίζει υψηλότερη ανεργία από τον μέσο όρο. Αν και δεν περιλαμβάνεται στις πιο ακραίες περιπτώσεις της έκθεσης, η χώρα δεν έχει επιτύχει ακόμα την ισχυρή ανάκαμψη που παρατηρείται σε άλλες, όπως η Κόστα Ρίκα. Παρόλα αυτά, η Ελλάδα έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο από την κορύφωση της κρίσης χρέους στις αρχές της δεκαετίας του 2010, όταν η ανεργία ξεπέρασε το 27%. Τα τελευταία χρόνια, το ποσοστό ανεργίας μειώνεται σταθερά χάρη στην ανάκαμψη του τουρισμού, τις στοχευμένες επενδύσεις και μια αργή αλλά συνεχιζόμενη διαρθρωτική αλλαγή της οικονομίας. Ωστόσο, η ανεργία παραμένει αρκετά πάνω από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ, καταδεικνύοντας συνεχιζόμενες δυσκολίες στην απορρόφηση νέων εργαζομένων και στη μείωση της μακροχρόνιας ανεργίας.

Ένα σημαντικό ζήτημα που αναδεικνύεται στην έκθεση είναι το υψηλό ποσοστό ΝΕΕΤ (νέοι εκτός απασχόλησης, εκπαίδευσης ή κατάρτισης). Η Ελλάδα συγκαταλέγεται στις εννέα χώρες του ΟΟΣΑ όπου το ποσοστό ΝΕΕΤ υπερβαίνει το 15%, γεγονός που φανερώνει βαθιά απόκλιση μεταξύ του εκπαιδευτικού συστήματος και της αγοράς εργασίας. Η απώλεια αυτού του ανθρώπινου δυναμικού απαιτεί άμεσες επενδύσεις σε εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις, προγράμματα δεύτερης ευκαιρίας και πιο αποτελεσματικές μεταβάσεις από το σχολείο στην εργασία.

Το χάσμα μεταξύ ανδρών και γυναικών στην απασχόληση παραμένει επίσης σημαντικό. Παρά τη σταδιακή μείωση σε πολλές χώρες του ΟΟΣΑ, η συμμετοχή των γυναικών στο εργατικό δυναμικό της Ελλάδας παραμένει από τις χαμηλότερες. Ο ΟΟΣΑ εκτιμά ότι η εξάλειψη του χάσματος αυτού θα μπορούσε να αυξήσει την ετήσια αύξηση του ΑΕΠ ανά κάτοικο της Ελλάδας κατά τουλάχιστον 0,3 ποσοστιαίες μονάδες. Ωστόσο, για την επίτευξη αυτού του στόχου απαιτούνται συστημικές αλλαγές στη διαθεσιμότητα παιδικής φροντίδας, στις κοινωνικές προσδοκίες και στην υποστήριξη της ισορροπίας εργασίας-ζωής.

Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία εργαζόμενοι αποτελούν επίσης έναν υποεκμεταλλευόμενο πόρο. Με το δημογραφικό πρόβλημα να εντείνεται, η έκθεση τονίζει τη σημασία της αύξησης της συμμετοχής ατόμων άνω των 55 ετών στην εργασία. Η Ελλάδα ανήκει στις ευρωπαϊκές χώρες όπου η ενεργοποίηση των μεγαλύτερων εργαζομένων θα μπορούσε να αποφέρει σημαντικά οφέλη για την ανάπτυξη. Η μείωση των πρόωρων αποχωρήσεων από την αγορά εργασίας και η ενίσχυση της συμμετοχής μέσω ευέλικτων ωραρίων και προγραμμάτων επανεκπαίδευσης μπορούν να περιορίσουν τις αρνητικές επιπτώσεις της γήρανσης του πληθυσμού.

Η μετανάστευση αναφέρεται επίσης ως κρίσιμος παράγοντας. Η Ελλάδα θα μπορούσε να επωφεληθεί από πιο στοχευμένες και επιλεκτικές πολιτικές μετανάστευσης για να καλύψει ελλείψεις δεξιοτήτων. Ωστόσο, η ένταξη των μεταναστών στην αγορά εργασίας παραμένει ασθενής, εν μέρει λόγω γλωσσικών φραγμών και της μη αναγνώρισης των προσόντων τους.

Συνοψίζοντας, παρότι η ελληνική αγορά εργασίας εμφανίζει ανθεκτικότητα, υστερεί σε βασικούς δείκτες σε σχέση με τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ. Ο ΟΟΣΑ καλεί την Ελλάδα να δώσει προτεραιότητα στην ενεργοποίηση των ανεκμετάλλευτων ανθρώπινων πόρων – ιδίως των γυναικών, των νέων, των ηλικιωμένων και των μεταναστών. Μια τέτοια στρατηγική θα μπορούσε να καλύψει τα κενά στην απασχόληση και την παραγωγικότητα και να περιορίσει τους κινδύνους που απορρέουν από τις δημογραφικές αλλαγές. Με στοχευμένες πολιτικές, η Ελλάδα έχει την ευκαιρία να μεταμορφώσει την αγορά εργασίας της σε έναν πιο συμπεριληπτικό και αναπτυξιακό μοχλό της οικονομίας.

Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία που δημοσίευσε ο ΟΟΣΑ, το ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα διαμορφώθηκε στο 7,9% τον Μάιο του 2025, το χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων ετών. Πρόκειται για αξιοσημείωτη πρόοδο σε σχέση με τα χρόνια μετά την κρίση χρέους, όταν η ανεργία ξεπέρασε το 27%. Ειδικότερα:

Ο μέσος όρος ανεργίας στον ΟΟΣΑ τον Απρίλιο–Μάιο του 2025 ήταν 4,9%.

Η ελληνική ανεργία παραμένει σημαντικά υψηλότερη—περίπου 3 ποσοστιαίες μονάδες πάνω από το μέσο όρο του ΟΟΣΑ.

Στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωζώνη, τα μέσα ποσοστά κυμαίνονται μεταξύ 5,9% και 6,2%, επίσης αισθητά χαμηλότερα από εκείνα της Ελλάδας.

Δείτε την έκθεση δεξιά, στη στήλη Σχετικά Αρχεία

Πηγή: capital.gr

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ