Η ανεκμετάλλευτη ευκαιρία των 90 δισ. ευρώ και το ελληνικό…

Χρειάζεται εθνικό σχέδιο με συνέπεια, στόχους και μακρόπνοη...

Το γιατί η Ελλάδα, παρότι είχε πρόσβαση σε ευρωπαϊκούς πόρους ύψους σχεδόν 90 δισ. ευρώ, δεν κατάφερε να ανασχεδιάσει το παραγωγικό της μοντέλο, επιχειρεί να εξηγήσει στο άρθρο του στο Βήμα της Κυριακής ο τραπεζίτης Μιχάλης Σάλλας. Πρόκειται για το μεγαλύτερο ποσό που έχει εισρεύσει ποτέ στη χώρα από το εξωτερικό, αναλογικά με το ΑΕΠ, και συνιστά –όπως σημειώνει– μια επιτυχία της κυβέρνησης Μητσοτάκη στο σκέλος της εξασφάλισης πόρων.

Ο κ.  Σάλλας υπογραμμίζει πως το πρόβλημα είναι κυρίως πολιτικό και δομικό: η Ελλάδα στερείται ενός συνεκτικού σχεδίου παραγωγικής ανασυγκρότησης.

Συνολικά, για την περίοδο 2021–2027, η χώρα έχει στη διάθεσή της 65 δισ. ευρώ σε επιδοτήσεις από κοινοτικά ταμεία. Από αυτά, 26,2 δισ. ευρώ προέρχονται από το νέο ΕΣΠΑ, ενώ άλλα 16–17 δισ. αφορούν την Κοινή Αγροτική Πολιτική, που εξακολουθεί να αποτελεί βασικό στήριγμα για τον αγροτικό τομέα. Το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF) συνεισφέρει επιπλέον 17,8 δισ. ευρώ, ενώ από το ενεργειακό σκέλος REPowerEU προβλέπονται περίπου 800 εκατ. ευρώ. Θεματικά προγράμματα όπως το Horizon Europe και το Erasmus+ προσθέτουν περίπου 2 δισ. ευρώ. Επιπλέον, η χώρα έχει πρόσβαση σε 12,7 δισ. ευρώ μέσω δανείων του RRF, καθώς και σε έργα που χρηματοδοτούνται ή εγγυώνται επενδυτικά εργαλεία, όπως το InvestEU και η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων.

Παρά την τεράστια αυτή στήριξη, ο κ. Σάλλας κρούει τον κώδωνα του κινδύνου: χωρίς συγκεκριμένη στρατηγική και εναλλακτικό σχέδιο, η Ελλάδα κινδυνεύει να μείνει πίσω. Αν μέρος των κονδυλίων είχε αξιοποιηθεί σε επενδύσεις υψηλής προστιθέμενης αξίας, το ΑΕΠ θα μπορούσε να αυξηθεί κατά 40–50 δισ. ευρώ στην επταετία, δηλαδή κατά 1,5–2 ποσοστιαίες μονάδες ετησίως.

Αντίθετα, η χώρα συνεχίζει να λειτουργεί ως απλός απορροφητής χρημάτων, χωρίς να ενισχύει την παραγωγική της βάση. Όπως σημειώνει ο έμπειρος τραπεζίτης,  το κράτος δρα περισσότερο ως διανομέας πόρων και όχι ως μοχλός μετασχηματισμού. Δεν υπάρχει ένα ενιαίο παραγωγικό σχέδιο που να δένει τις ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις με στρατηγικούς στόχους όπως η μεταποίηση, η τεχνολογική πρόοδος, η εξωστρέφεια και η δημιουργία σταθερών, καλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας.

Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του αγροτικού τομέα, όπου ο ΟΠΕΚΕΠΕ και το σύστημα των ενισχύσεων έχουν συντηρήσει επί δεκαετίες μια στρεβλή λογική επιδοτήσεων, συχνά χωρίς παραγωγικό αντίκρισμα. Η Ελλάδα επιδοτούσε στο παρελθόν ακόμη και την καταστροφή προϊόντων (χωματερές), αντί να επενδύει στη βελτίωση της παραγωγής και στην ποιότητα.

Το πλέον ανησυχητικό, κατά τον κ.  Σάλλα, δεν είναι τι έγινε με τους πόρους, αλλά τι θα συμβεί όταν αυτοί μειωθούν. Ήδη η Ε.Ε. επανεξετάζει το Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο για την περίοδο 2028–2034, με έμφαση πλέον στην άμυνα, την ενεργειακή και τεχνολογική αυτονομία και τη γεωπολιτική σταθερότητα. Αν οι επιδοτήσεις περιοριστούν κατά 30% ή 50%, η Ελλάδα θα δεχθεί ισχυρό σοκ: η ανάπτυξη ενδέχεται να μειωθεί κατά 1,5–2 μονάδες ετησίως και οι πιέσεις στους δημοσιονομικούς δείκτες θα είναι μεγάλες.

Ο κ.  Σάλλας προτείνει, λόγω περικοπών στις  “τυφλές” επιδοτήσεις, ένα μεταβατικό πλαίσιο στήριξης για ενίσχυση της οικονομίας. Ένα “μαξιλάρι προσαρμογής” που θα δώσει χρόνο στην ελληνική οικονομία να μετασχηματιστεί. Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει αυξημένη συμμετοχή της Ε.Ε. σε κοινές επενδύσεις, πρόσβαση σε ευνοϊκή χρηματοδότηση από την ΕΤΕπ, φορολογικά κίνητρα για επαναπατρισμό παραγωγής, ακόμα και ευελιξία στους δημοσιονομικούς κανόνες.

Τέλος, η Ελλάδα χρειάζεται ένα νέο εθνικό σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης, προσαρμοσμένο στις νέες ευρωπαϊκές προτεραιότητες. Ο χρόνος δεν είναι απεριόριστος. Αν δεν οργανωθεί εγκαίρως, η μετάβαση από τη φάση των επιδοτήσεων στην “ευρωπαϊκή κανονικότητα” θα αποκαλύψει με ένταση τα χρόνια στρατηγικά ελλείμματα της ελληνικής οικονομίας.
 

Πηγή: capital.gr

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ