Γιατί (δεν) πέτυχαν τα μνημόνια

Γιατί (δεν) πέτυχαν τα μνημόνια

 

Σχόλιο του Γιάννη Παπαδημητρίου

“Μέχρι σήμερα είμαστε στο χείλος του γκρεμού, αλλά τώρα κάνουμε ένα βήμα μπροστά”. Με αυτά τα λόγια ένας παλαιός επιθεωρησιογράφος διακωμωδούσε τις μεγαλοστομίες πολιτικών της εποχής του. Μία εικόνα που περιγράφει ιδανικά την κατάσταση πριν το δημοψήφισμα του 2015.

Δέκα χρόνια πέρασαν από τότε. Τα κομματικά λάβαρα κυριαρχούν ακόμη και σήμερα στη συζήτηση για την Ελλάδα των μνημονίων.

Σε αυτό το σημείωμα ας κάνουμε μία υπέρβαση και ας απαντήσουμε με όρους οικονομικής λογικής σε όσα μας βασάνιζαν την εποχή εκείνη, ελπίζοντας να μην τα ξαναβρούμε μπροστά μας (Θυμίζω ότι το 2032 θα αρχίσουμε να αποπληρώνουμε τα 90 δις του δεύτερου μνημονίου, ενώ έχουμε δεσμευθεί για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα μέχρι το 2060…)

Οι αριθμοί ευημερούν

Ήταν επιτυχής η αντιμετώπιση της κρίσης με τα μνημόνια; Η απάντηση δεν μπορεί να είναι μονολεκτική. Επιτυχία είναι αναμφισβήτητα το ότι σήμερα η Ελλάδα αναχρηματοδοτεί το χρέος της από τις διεθνείς αγορές με τις δικές της δυνάμεις. Ενίοτε μάλιστα και με καλύτερους όρους από την Ιταλία, που είναι μέλος της G7 και η τρίτη σε μέγεθος οικονομία της ευρωζώνης.

Βέβαια, αν αναλογιστούμε ότι το 2010 το ελληνικό χρέος ήταν 300 δις ευρώ και το 2023 ανέβηκε στα 370 δις ευρώ, δύσκολα διακρίνουμε την επιτυχία του εγχειρήματος. Αλλά για να είμαστε δίκαιοι, σε αποπληθωρισμένες τιμές τα 370 δις του 2025 είναι σαφώς λιγότερα από τα 300 δις του 2010. Και το κυριότερο: Ως ποσοστό επί του ΑΕΠ το χρέος μειώνεται. Που σημαίνει ότι η οικονομία συνολικά αναπτύσσεται. Τουλάχιστον οι αριθμοί ευημερούν. Είναι μία επιτυχία και αυτό.

Ένα διαφορετικό μοντέλο ανάπτυξης

Η μεγαλύτερη, η πιο ουσιαστική επιτυχία θα ήταν βέβαια να εκπονήσουμε, αντλώντας τα απαραίτητα διδάγματα από την κρίση, ένα διαφορετικό και βιώσιμο μοντέλο ανάπτυξης. Το οποίο, πρώτον, θα αξιοποιεί τις μεταρρυθμίσεις των μνημονίων και τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας και, δεύτερον, θα δίνει ευκαιρίες για δημιουργία νέου πλούτου στους μη έχοντες και κατέχοντες. Θυμηθείτε το, από αυτούς θα προέλθουν οι hidden champions που θα απογειώσουν την οικονομία.

Δυστυχώς όμως, ακόμη και σήμερα το παραγωγικό μοντέλο της χώρας αντιγράφει τα όσα βλέπαμε πριν από την κρίση. Βασίζεται στην κατανάλωση, σε εργολαβικές και μεταπρατικές δραστηριότητες, σε μία εσωτερική υποτίμηση που παράγει νεόπτωχους (6 στους 10 μισθωτούς ζουν με λιγότερα από 1.200 ευρώ μεικτά) και στο “λεφτόδεντρο” των ευρωπαϊκών επιδοτήσεων.

Ένα γενναίο “φορολογικό bing bang” που θα ελαφρύνει τα μεσαία εισοδήματα ίσως άλλαζε τους όρους του παιχνιδιού. Το ακούμε από τα πλέον επίσημα χείλη, αλλά δεν το βλέπουμε ακόμη.

Γενικότερα, φαίνεται να επανέρχεται μία δυσανεξία σε κάθε αλλαγή που μπορεί να μας ξεβολέψει. Μήπως χρειάζεται μία νέα “τρόικα”; Ας ελπίσουμε πως όχι. Αλλά ας κάνουμε και την αυτοκριτική μας: Έπρεπε, αλήθεια, να έρθει η τρόικα και να πέσει η κυβέρνηση για να συμφωνήσουμε ότι το βρεφικό γάλα δεν χρειάζεται να πωλείται αποκλειστικά στα φαρμακεία; Ή ότι ένας φούρνος επιτρέπεται να σερβίρει τυρόπιτες σε τραπεζοκαθίσματα;

Ο ρόλος της “τρόικας”

Αυτό δεν σημαίνει ότι η τρόικα έκανε τα πάντα σωστά. Το αντίθετο. Πολλές φορές οι ελεγκτές των πιστωτών, όπως κι αν ονομάζονταν (“τρόικα”, “θεσμοί”, “μετα-μνημονιακή επιτήρηση”) προκαλούσαν “κοινωνικό τσουνάμι”, όπως απεφάνθη το 2014 ο Ισπανός Αλεχάνδρο Θέρκας ως εισηγητής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τον ρόλο της τρόικας στις χώρες των μνημονίων. Οι συνταγές δημοσιονομικής προσαρμογής βασίζονταν κατά κύριο λόγο στην αύξηση της φορολογίας και την περιστολή κοινωνικών δαπανών.

Πολλοί είπαν ότι θα μπορούσαμε να είμαστε πιο αδιάλλακτοι στη διαπραγμάτευση, ήδη από το 2010. Η σκληρή αλήθεια είναι ότι η διαπραγματευτική σου θέση είναι μάλλον δυσοίωνη όταν απαιτείς, εδώ και τώρα, το μεγαλύτερο δάνειο στην ιστορία της ανθρωπότητας. Εκτός αν τινάξεις την μπάνκα στον αέρα για να επιστρέψεις στη δραχμή και να “παίζεις” με ισοτιμίες και υποτιμήσεις. Προσωπικά θεωρώ εφιαλτικό αυτό το σενάριο. Φανταστείτε την Ελλάδα να συναγωνίζεται σε όρους χαμηλού κόστους το τουριστικό προϊόν της Τουρκίας ή της Τυνησίας…

Θα αντιτείνετε ίσως ότι η Ελβετία έχει το πιο σκληρό νόμισμα στην Ευρώπη, αλλά είναι πρώτη σε ανταγωνιστικότητα παγκοσμίως. Πολύ σωστά. Μόνο που η Ελβετία τήρησε άλλη σειρά. Δεν ήταν το σκληρό νόμισμα που εκτόξευσε την ανταγωνιστικότητά της. Αντιθέτως, ήταν η κορυφαία ανταγωνιστικότητα που σήμερα της επιτρέπει να επιβιώνει με σκληρό νόμισμα.

Πηγή: Deutsche Welle

 

Πηγή: capital.gr

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ