«Τσαϊτενβέντε» – «καμπή εποχής» – ήταν ο όρος που καθιέρωσε ο τέως καγκελάριος Ολαφ Σολτς για τις συνέπειες του συνεχιζόμενου επί τριάμισι χρόνια πολέμου της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας. Τον όρο αυτόν χρησιμοποίησε και ο αντιστράτηγος Βόλφγκανγκ Βίιν στην ετήσια δεξίωση που διοργάνωσαν η Ελληνική Ακαδημία Μονάχου και η Ακαδημία Πολιτικής Εκπαίδευσης Τούτσινγκ, στα τέλη Ιουνίου στο Μόναχο. Ο στρατιωτικός εκπρόσωπος της Γερμανίας στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ αναλύει στα «ΝΕΑ¬ τις γεωπολιτικές προκλήσεις της νέας εποχής για την Ατλαντική Συμμαχία και την Ευρώπη, με την προειδοποίηση: «Δεν έχουμε χρόνο για χάσιμο».
Στρατηγέ, μιλάτε για ένα γεωπολιτικό σημείο καμπής («Τσαϊτενβέντε») για την Ευρώπη και το ΝΑΤΟ. Τι εννοείτε ακριβώς;
Η γεωπολιτική «Τσαϊτενβέντε» είναι ο βαθύς μετασχηματισμός της διεθνούς κατάστασης ασφάλειας. Η ρωσική επίθεση στην Ουκρανία, η στρατηγική αντιπαράθεση με την Κίνα, οι κλιμακώσεις στη Μέση Ανατολή, ο υβριδικός πόλεμος και οι ανατρεπτικές τεχνολογίες σηματοδοτούν μια ρήξη με τη μεταπολεμική τάξη ασφαλείας. Η Ευρώπη και το ΝΑΤΟ αντιμετωπίζουν πολλαπλές απειλές από αναθεωρητικές δυνάμεις – πρωτίστως από τον λεγόμενο άξονα «CRINK» (Κίνα, Ρωσία, Ιράν, Βόρεια Κορέα), που απορρίπτουν τη φιλελεύθερη δημοκρατική τάξη και επιδιώκουν να αποσταθεροποιήσουν με υβριδικά μέσα τις κοινωνίες μας. Δεν πρόκειται πλέον μόνο για γεωγραφικά σύνορα, αλλά για την υπεράσπιση του τρόπου ζωής μας στον ψηφιακό, οικονομικό και τεχνολογικό χώρο. Πρόκειται για ασφάλεια, ειρήνη και, κυρίως, ελευθερία.
Το ΝΑΤΟ υπολογίζει ότι η Ρωσία το αργότερο μέχρι το 2029 θα είναι σε θέση να αναμετρηθεί με την Ατλαντική Συμμαχία. Σε ποια βάση γίνεται αυτή η εκτίμηση;
Τέτοιες εκτιμήσεις βασίζονται στην ανάλυση ότι η Ρωσία – παρά τις μεγάλες απώλειες – ανασυγκροτεί τις ένοπλες δυνάμεις της σε προσωπικό και εξοπλισμό με τη βοήθεια εταίρων της, όπως Κίνα, Ιράν και Βόρεια Κορέα. Ακολουθώντας τη «Στρατηγική Ιβάνοφ», η Ρωσία στοχεύει να έχει 1,5 εκατομμύριο μάχιμους στρατιώτες έως το 2026. Ο ρώσος υπουργός Αμυνας λέει ότι, μετά την Ουκρανία, μια ενδεχόμενη σύγκρουση με το ΝΑΤΟ είναι ύψιστη προτεραιότητα της Ρωσίας. Η Ρωσία επενδύει σε μεγάλο βαθμό σε οπλισμούς, αυξάνει τη στρατιωτική παρουσία της στα σύνορα του ΝΑΤΟ, μεταφέρει μονάδες στη Λευκορωσία και ακολουθεί στρατηγικούς στόχους που εκτείνονται πολύ πέραν της Ουκρανίας. Η ρωσική ηγεσία ήδη δοκιμάζει στοχευμένα την αξιοπιστία του Αρθρου 5. Το επιθετικό αναθεωρητικό αφήγημα και ο στρατιωτικός εξοπλισμός οδηγούν σε τέτοιες εκτιμήσεις.
Οι επικριτές σας μιλούν για πολεμοχαρή στάση του ΝΑΤΟ.
Οχι δεν είναι. Είναι επιβεβλημένο μέτρο προφύλαξης. Το ΝΑΤΟ και η Ευρώπη – όλοι μας – έχουμε υποτιμήσει την απειλή για πολύ καιρό. Η απειλή πηγάζει από τον συνδυασμό δυνατοτήτων και βούλησης. Βλέπουμε πολύ καθαρά την ανάπτυξη των δυνατοτήτων της Ρωσίας και ο Πούτιν, ο Μεντβέντεφ και άλλοι δηλώνουν καθημερινά τη βούλησή τους.
Τώρα πρέπει να δράσουμε με βάση τα δεδομένα και ρεαλισμό. Δεν πρόκειται για σχέδια επίθεσης, αλλά για αξιόπιστη αποτροπή και αμυντική ετοιμότητα. Διότι: η ειρήνη δεν μπορεί να προκύψει από την αφέλεια, αλλά μόνο από τη δύναμη και την πεποίθηση. Οι εξοπλισμοί και η αποτροπή στοχεύουν στην πρόληψη του πολέμου – όχι στη διεξαγωγή του.
Το Αρθρο 5 της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας διασώθηκε στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στη Χάγη. Για πόσον καιρό; Υπάρχουν ήδη σενάρια ότι η Ρωσία θα δοκιμάσει τη συνοχή του ΝΑΤΟ.
Τέτοια σενάρια είναι ρεαλιστικά. Ο Πούτιν γνωρίζει ότι η συνοχή της Συμμαχίας είναι ο «πυρήνας» του ΝΑΤΟ. Η Ρωσία θα μπορούσε να επιχειρήσει να δοκιμάσει την αντίδραση του ΝΑΤΟ σε υβριδικές ή περιορισμένες στρατιωτικές επιχειρήσεις – για παράδειγμα, στις χώρες της Βαλτικής. Επομένως, είναι καθοριστικό το Αρθρο 5 να διασφαλίζεται αναμφισβήτητα όχι μόνο πολιτικά αλλά και στρατιωτικά. Επίθεση σε ένα μέλος του ΝΑΤΟ πρέπει να έχει άμεσες, αξιόπιστες συνέπειες. Η Ρωσία δεν πρέπει να έχει καμία αμφιβολία για την αποφασιστικότητά μας.
Υπό αυτές τις συνθήκες, οι Ευρωπαίοι καλούνται, όχι μόνον από τον Τραμπ, να φροντίσουν για την ασφάλεια και την άμυνά τους. Εχουν ακόμα χρόνο να το κάνουν;
Δεν έχουμε χρόνο για χάσιμο. Η απειλή είναι πραγματική και απτή, όπως τονίζει ο πρώην ανώτατος διοικητής του ΝΑΤΟ, στρατηγός Κρίστοφερ Καβόλι. Επομένως, η Ευρώπη πρέπει να δράσει τώρα: με επενδύσεις, στρατηγική αναδιάταξη και στενότερη συνεργασία ΝΑΤΟ – ΕΕ. Οι ΗΠΑ δικαίως απαιτούν ορατή συνεισφορά της Ευρώπης. Η ασφάλεια της Ευρώπης δεν πρέπει να εξαρτάται από τις αλλαγές πολιτικής γραμμής στην Ουάσιγκτον. Η Ευρώπη πρέπει να αναπτύξει μέσω του ΝΑΤΟ μεγαλύτερη ανεξαρτησία για την άμυνά της.
Η Γερμανία εξοπλίζεται για να γίνει «ετοιμοπόλεμη», όπως θέλει ο υπουργός Αμυνας, Μπόρις Πιστόριους, μολονότι δεν είναι πλέον κράτος πρώτης γραμμής, όπως ήταν στην περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. Γιατί η Μπούντεσβερ χρειάζεται επιστροφή στη γενική στρατιωτική θητεία, που συζητείται αυτή τη στιγμή στη Γερμανία;
Η Γερμανία μπορεί να μην είναι πλέον κράτος πρώτης γραμμής – αλλά είμαστε κόμβος και χώρα εκκίνησης του ΝΑΤΟ. Πρέπει να διασφαλίσουμε την ανάπτυξη στρατευμάτων και υλικού, παρέχοντας ταυτόχρονα τις δικές μας αποτελεσματικές μονάδες – όπως η γερμανική ταξιαρχία στη Λιθουανία. Αυτό μας θέτει στο επίκεντρο, με απόλυτη δέσμευση στην αποτροπή και την άμυνα 360° της Συμμαχίας. Αυτό δεν μπορεί να επιτευχθεί με το σημερινό δυναμικό της Μπούντεσβερ. Η επιστροφή στην υποχρεωτική στρατιωτική θητεία είναι μια σοβαρή πρόταση για τη διασφάλιση των αμυντικών μας δυνατοτήτων. Δεν πρόκειται μόνο για αριθμούς, αλλά και για την ανθεκτικότητα της κοινωνίας στο σύνολό της. Η συζήτηση πρέπει να διεξαχθεί ευρέως – στο Κοινοβούλιο, όχι μόνο στο υπουργείο Αμυνας.
Εκτός της Ρωσίας υπάρχει και το μέτωπο της Κίνας. Πώς αξιολογείτε τον ρόλο της;
Η Κίνα είναι ο κύριος συστημικός ανταγωνιστής της Δύσης. Σκέφτεται με όρους δεκαετιών, όχι εκλογικών κύκλων, και επιδιώκει σαφείς γεωπολιτικούς στόχους. Η Κίνα είναι βαθιά συνδεδεμένη οικονομικά με την Ευρώπη, αλλά χρησιμοποιεί επίσης σκόπιμα την οικονομική εξάρτηση, την παραπληροφόρηση και τη μεταφορά τεχνολογίας ως στρατηγικά εργαλεία. Η Κίνα είναι από καιρό φυσικά και εικονικά παρούσα σε εμάς. Επομένως, απαιτούνται σαφείς ευρωπαϊκές στρατηγικές, μεταξύ ελαχιστοποίησης του ρίσκου και «ρεαλπολιτίκ» στην αντιμετώπιση της νέας παγκόσμιας δύναμης, για να μην καταστεί μεθαύριο η Κίνα συγκεκριμένη απειλή. Πρέπει να προσέξουμε ιδιαίτερα τη συνεργασία Κίνας – Ρωσίας. Η Κίνα μπορεί να ασκήσει μεγάλη επιρροή στη Ρωσία και να συμβάλει ουσιαστικά στην ειρήνη.
Πηγή: tanea.gr