“Θωρακισμένη” δημοσιονομικά η Ελλάδα για να αντιμετωπίσει…

Η πρώτη ανάβαθμιση (σε ΒΒΒ) εντός επενδυτικής βαθμίδας -...

Της Ελευθερίας Κούρταλη

Τη στιγμή που ο νέος στόχος του ΝΑΤΟ για τις δαπάνες για την άμυνα αναμένεται να ασκήσει δημοσιονομική πίεση σε πολλές χώρες, αυξάνοντας το χρέος τους και επιδεινώνοντας πιθανότατα τις πιστοληπτικές τους αξιολογήσεις, η Ελλάδα ξεχωρίζει ως μοναδική περίπτωση, κατά τον οίκο αξιολόγησης Scope Ratings, καθώς σε αυτό το μέτωπο είναι “θωρακισμένη”. Όπως σχολιάζει στο Capital.gr ο επικεφαλής αναλυτής της Scope, Τζέικομπ Σουάλσκι, η Ελλάδα αποτελεί μοναδική περίπτωση καθώς ήδη δαπανά αρκετά για την άμυνα οπότε η επιβάρυνση θα είναι περιορισμένη, ενώ παράλληλα η χώρα διατηρεί ισχυρή δημοσιονομική θέση και ο δείκτης χρέους προβλέπεται να συνεχίσει να καταγράφει πτωτική τροχιά.

Σε νέα ανάλυση της η Scope επισημαίνει πως η επίτευξη του υψηλότερου στόχου του ΝΑΤΟ για τις αμυντικές δαπάνες, ύψους 3,5% του ΑΕΠ, θα αυξήσει τα δημοσιονομικά ελλείμματα και το δημόσιο χρέος σε ολόκληρη την ΕΕ, αποδυναμώνοντας τα κρατικά πιστωτικά προφίλ, εκτός εάν οι κυβερνήσεις εξετάσουν ένα μείγμα περικοπών δαπανών, αυξήσεων φόρων και κοινής αμυντικής χρηματοδότησης.

Όπως υπολογίζει ο οίκος, τα κράτη μέλη της ΕΕ του ΝΑΤΟ θα πρέπει να διαθέτουν, κατά μέσο όρο, ένα επιπλέον 1,3% του ΑΕΠ κάθε χρόνο για να καλύψουν τις αναθεωρημένες “σκληρές” αμυντικές δαπάνες ύψους 3,5% του ΑΕΠ, αυξάνοντας τις ετήσιες αμυντικές δαπάνες σε περισσότερα από 600 δισ. δολάρια (από περίπου 360 δισ. δολάρια ΗΠΑ σήμερα). Ο ευρύτερος στόχος δαπανών του ΝΑΤΟ ύψους 5% περιλαμβάνει δαπάνες 1,5% του ΑΕΠ σε υποδομές, δίκτυα και βιομηχανία που σχετίζονται με την άμυνα. Ωστόσο, όπως τονίζει ο οίκος, ο δημοσιονομικός αντίκτυπος σε σχέση με τα έσοδα ποικίλλει σημαντικά μεταξύ των χωρών.

Η Γερμανία έχει μέχρι στιγμής διαθέσει περίπου το 10,5% του προϋπολογισμού της (1,2% του ΑΕΠ) για στρατιωτικές δαπάνες. Για να επιτύχει τον προηγούμενο στόχο του ΝΑΤΟ για 2% του ΑΕΠ, η κυβέρνηση βασίστηκε σε ένα ειδικό ταμείο αμυντικών δαπανών ύψους 100 δισ. ευρώ που συμφωνήθηκε το 2022. Μετά την συνταγματική τροποποίηση του φρένου χρέους της Γερμανίας τον Μάρτιο του 2025, η κυβέρνηση θα είναι σε θέση να χρηματοδοτήσει υψηλότερες αμυντικές δαπάνες μέσω αυξημένης έκδοσης χρέους. Χωρίς σημαντική ανακατανομή του προϋπολογισμού, αυτό θα συνεπαγόταν πρόσθετο δανεισμό άνω των 100 δισ. ευρώ ετησίως.

Εάν η Γερμανία χρηματοδοτούσε τις πρόσθετες δαπάνες χωρίς την έκδοση νέου χρέους, θα αντιμετώπιζε τον μεγαλύτερο δημοσιονομικό αντίκτυπο, περίπου 17% των εσόδων της κεντρικής κυβέρνησης. Αυτό είναι σημαντικά υψηλότερο σε σύγκριση με άλλες μεγάλες ευρωπαϊκές οικονομίες όπως η Γαλλία (8%), η Ιταλία (7%) και το Ηνωμένο Βασίλειο (3%), τονίζει η Scope Ratings.

Χωρίς τη συμφωνημένη εξαίρεση από τον υψηλότερο στόχο δαπανών, η Ισπανία θα είχε αντιμετωπίσει τον δεύτερο μεγαλύτερο δημοσιονομικό αντίκτυπο, περίπου 11,4% των εσόδων της κεντρικής κυβέρνησης. Ομοίως, λόγω του σχετικά μικρού στρατιωτικού προϋπολογισμού του, το Βέλγιο έχει επίσης υποστηρίξει την ανάγκη για πρόσθετη ευελιξία στην επίτευξη του νέου στόχου, καθώς η χώρα αντιμετωπίζει υψηλό δημοσιονομικό αντίκτυπο περίπου 8,7% των εσόδων της κεντρικής κυβέρνησης.

Σε απόλυτους όρους, το έλλειμμα αμυντικών δαπανών της Γερμανίας παραμένει το μεγαλύτερο, τονίζει ο οίκος, φτάνοντας περίπου τα 106 δισ. δολάρια ετησίως, μόλις εξαντληθεί το ειδικό ταμείο αμυντικών δαπανών ύψους 100 δισ. ευρώ, υπερδιπλάσιο από αυτό της Ιταλίας (46 δισ. δολ.), της Γαλλίας (45 δισ. δολ), του Ηνωμένου Βασιλείου (41 δισ. δολ) και της Ισπανίας (37 δισ. δολ).

Γιατί η Ελλάδα ξεχωρίζει

Αρκετές χώρες ήδη αγωνίζονται να μειώσουν τα δημοσιονομικά τους ελλείμματα κάτω από το 3% του ΑΕΠ σύμφωνα με τους δημοσιονομικούς κανόνες της ΕΕ, σημειώνει η Scope. Ωστόσο, η μεγαλύτερη ευελιξία στους κανόνες μειώνει την πιθανότητα περισσότερες χώρες να αντιμετωπίσουν διαδικασίες υπερβολικού ελλείμματος (ΔΥΕ) ως αποτέλεσμα των υψηλότερων αμυντικών δαπανών.

Πάντως, το πρόσθετο δημοσιονομικό βάρος θα αύξανε σημαντικά το εμπόδιο για τη δημοσιονομική εξυγίανση για αρκετές χώρες που ήδη υπόκεινται σε ΔΥΕ, συμπεριλαμβανομένων της Γαλλίας, του Βελγίου και της Ιταλίας.

Αντίθετα, η Γερμανία είναι μεταξύ των λίγων κρατών μελών που είναι δημοσιονομικά ικανά να απορροφήσουν το σοκ των αμυντικών δαπανών, μαζί με κράτη που ήδη επιτυγχάνουν ή πλησιάζουν τον προσαρμοσμένο στόχο (Ελλάδα, Πολωνία και χώρες της Βαλτικής) ή/και χώρες με δημοσιονομικό χώρο όπως η Πορτογαλία και τα κράτη μέλη με αξιολόγηση AAA.

Η γερμανική κυβέρνηση σκοπεύει να αυξήσει τις συνολικές ομοσπονδιακές αμυντικές δαπάνες στο 2,4% του ΑΕΠ το 2025, σταδιακά αυξανόμενες στο 3,5% έως το 2029. Για να διατηρηθεί ο υψηλότερος μακροπρόθεσμος στόχος αμυντικών δαπανών, θα καταστούν απαραίτητες δημοσιονομικές προσαρμογές για τη σταθεροποίηση της πορείας του δημόσιου χρέους. Στην περίπτωση της Γερμανίας, η Scope εκτιμά ότι ο δείκτης χρέους προς ΑΕΠ θα αυξηθεί από 63% το 2024 σε λίγο πάνω από 70% το 2030.

Όπως σημειώνει στο Capital.gr ο Τζέικομπ Σουάλσκι, γενικός διευθυντής της Scope Ratings και υπεύθυνος για τις κρατικές αξιολογήσεις ο οποίος έχει αναλάβει επικεφαλής αναλυτής για την Ελλάδα, ενώ ο νέος στόχος αμυντικών δαπανών του ΝΑΤΟ αναμένεται να δημιουργήσει δημοσιονομικές πιέσεις σε μεγάλο μέρος της ΕΕ, ωστόσο, “η Ελλάδα βρίσκεται σε μια κάπως μοναδική θέση σε αυτό το πλαίσιο”.

 Όπως εξηγεί ο αναλυτής, “η Ελλάδα μπορεί να αντέξει οικονομικά τον στόχο του ΝΑΤΟ, κυρίως επειδή ιστορικά έχει δαπανήσει πολύ πάνω από το όριο του ΝΑΤΟ για την άμυνα, επομένως η χώρα ευθυγραμμίζεται ήδη με τις αναθεωρημένες προσδοκίες”.

Επιπλέον, όπως τονίζει ο Σουάλσκι, “η δημοσιονομική πορεία της Ελλάδας έχει βελτιωθεί σημαντικά, κάτι που υποστηρίζεται από την ισχυρή ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ, τα πρωτογενή πλεονάσματα και μια ευνοϊκή δομή χρέους (χαμηλή επιβάρυνση τόκων και μεγάλες λήξεις). Αυτό παρέχει κάποιο δημοσιονομικό χώρο”.

Η Scope που ήταν ο πρώτος οίκος που έδωσε την επενδυτική βαθμίδα στην Ελλάδα και ο πρώτος επίσης που ανέβασε τη βαθμολογία της στο ΒΒΒ, εκτιμά ότι ο ελληνικός δείκτη χρέους θα υποχωρήσει στο 125% του ΑΕΠ έως το 2030 (από 153,6% το 2024) και περαιτέρω στη συνέχεια, με ώθηση και από την διατήρηση. τον πρωτογενών πλεονασμάτων.

Οι εκτιμήσεις δείχνουν πως, καθώς η Ελλάδα ήδη δαπανά περίπου το 3,1% του ΑΕΠ της για την άμυνα, χρειάζεται να αυξήσει αυτό το ποσοστό μόνο κατά 0,4% του ΑΕΠ (1 δισ. περίπου) για να πετύχει το στόχο του 3,5% έως το 2035, κάτι που είναι διαχειρίσιμο. Ουσιαστικά, κατά τους υπολογισμούς της Scope, ο δημοσιονομικός αντίκτυπος διαμορφώνεται στο 1,2% μόλις των εσόδων της κεντρικής κυβέρνησης.

Κατά τον Σουάλσκι πάντως, όπως επισημαίνει στο Capital.gr, οι δημοσιονομικές επιπτώσεις για την ελληνική οικονομία στο μέλλον θα εξαρτηθούν από τρεις παράγοντες, τους εξής:

“Ο αντίκτυπος στα δημοσιονομικά θα εξαρτηθεί, πρώτον, από το εάν η Ελλάδα αυξήσει περαιτέρω τις δαπάνες της ως απάντηση στο γεωπολιτικό περιβάλλον ή στη δυναμική της συμμαχίας, δεύτερον, από το πώς θα εξισορροπήσει η χώρα τις πρόσθετες αμυντικές δαπάνες έναντι των ανταγωνιστικών προτεραιοτήτων, ιδίως δεδομένης της ανάγκης για βιώσιμες επενδύσεις στην υγειονομική περίθαλψη, την πράσινη μετάβαση και τις υποδομές, και τρίτον από το πώς θα εξελιχθούν οι συζητήσεις σε επίπεδο ΕΕ γύρω από την κοινή αμυντική χρηματοδότηση, η οποία θα μπορούσε να βοηθήσει στην ελάφρυνση του εθνικού βάρους”.

Ο ρυθμός αύξησης των στρατιωτικών δαπανών θα διαφέρει σημαντικά στην Ευρώπη

Σε γενικές γραμμές, οι προβλέψεις του οίκου για το χρέος βασίζονται σε ποικίλους ρυθμούς αύξησης των αμυντικών δαπανών. Οι κυβερνήσεις στην περιοχή της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης για παράδειγμα, αναμένεται να επιταχύνουν τις προσπάθειές τους εκ των προτέρων, ενώ οι χώρες της Νότιας Ευρώπης (όπως η Πορτογαλία και η Ιταλία) ή/και εκείνες που αντιμετωπίζουν σημαντικούς δημοσιονομικούς περιορισμούς (όπως το Βέλγιο και η Γαλλία) είναι πιθανό να υιοθετήσουν μια πιο σταδιακή προσέγγιση. Η απόφαση της Ισπανίας να εξαιρεθεί από την πρόσφατη δέσμευση στο ΝΑΤΟ υπογραμμίζει αυτήν την απόκλιση στις αντιλήψεις για την απειλή.

Από την άποψη της πιστοληπτικής αξιολόγησης, η Scope τονίζει πως θα εστιάσει στην ευρύτερη δημοσιονομική θέση της χώρας και, επομένως, στα δημοσιονομικά ισοζύγια, στη βιωσιμότητα των πληρωμών τόκων και στις μεσοπρόθεσμες πορείες του χρέους.

Οι υψηλότερες αμυντικές δαπάνες θα οδηγήσουν σε υψηλότερο δανεισμό και επιδείνωση των πορειών χρέους προς ΑΕΠ στις περισσότερες χώρες της ΕΕ, στις οποίες δεν περιλαμβάνεται η Ελλάδα,  και, επομένως, σε ασθενέστερα πιστωτικά προφίλ κρατών, εκτός εάν οι κυβερνήσεις μειώσουν τις δαπάνες αλλού ή αυξήσουν τα έσοδα.

Πηγή: capital.gr

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ