«Ο σύγχρονος πόλεμος δεν κερδίζεται μόνο με το χρήμα»

«Ο σύγχρονος πόλεμος δεν κερδίζεται μόνο με το χρήμα»

Η θρυλική «πυρηνική ρωσική υπερδύναμη» ταπεινώνεται συστηματικά εδώ και τριάμιση χρόνια στην Ουκρανία, αλλά για την Ευρώπη συνιστά μια ικανή –και αναγκαία ως φαίνεται– συνθήκη για να αυξήσει τους «αμυντικούς» προϋπολογισμούς των κυβερνήσεων από το 2% στο 5% του ΑΕΠ κάθε χώρας.

Η άρρητη πλην σαφής υποδήλωση του αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ την περασμένη Τετάρτη από τη Χάγη ότι το περίφημο άρθρο 5 της Βορειοατλαντικής Συνθήκης του 1949 περί υπεράσπισης των συνόρων του ΝΑΤΟ αφήνει περιθώρια ερμηνείας έχει προσφέρει την κατάληλη αφορμή στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, που ιδεολογικοποιούν τυχόν ενστάσεις (της «σοσιαλιστικής Ισπανίας» για την ώρα) στη λογική της εξοπλιστικής προοπτικής της ΕΕ.

Στη Χάγη η απόφαση ελήφθη. Οι δαπάνες των εθνικών κυβερνήσεων για εξοπλισμό των 31 κρατών-μελών της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας (23 είναι και μέλη της ΕΕ) θα πρέπει να φθάσουν το 5% (το 3,5% ουσιαστικά, το υπόλοιπο 1,5% αφορά συναφείς υποχρεώσεις). Και το ερώτημα που πρώτο αβίαστα έθεσε ο διεθνής Τύπος (ευρωπαϊκός αλλά και αμερικανικός), είναι πού θα βρεθούν τα λεφτά. Συγκεκριμένα, πού αλλού θα βρουν οι μεγάλες πλην υπερχρεωμένες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, όπως είναι η γαλλική και η ιταλική, τα απαραίτητα κονδύλια αν δεν περικόψουν δαπάνες για την κοινωνική πολιτική.

Πολιτική, γεωστρατηγική και νόμοι

Είναι σαφές ότι για κάποιους «λεφτά δεν υπάρχουν» για να αντιμετωπιστεί η ρωσική αρκούδα που δαπανά το 7,5% του προϋπολογισμού της για την άμυνα (για την επίθεση κατά της Ουκρανίας δηλαδή), δίχως να ενεργοποιηθούν «ρήτρες διαφυγής» και άλλα παρόμοια κόλπα, δίχως να κάνει δηλαδή η ΕΕ τα στραβά μάτια στις δημοσιονομικές εκτροπές των μελών της. Κάτι που επιφορτίζει τις Βρυξέλλες και τις εθνικές κυβερνήσεις με την υποχρέωση να υπερασπιστούν ακόμα και με την έκδοση κοινού χρέους τις αποφάσεις τους, σε περίπτωση που οι αγορές θελήσουν να «τεστάρουν» το όλο σύστημα.

Όμως δεν είναι μόνο οικονομικό το πρόβλημα για τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Είναι επίσης πολιτικό, στρατηγικό και ρυθμιστικό. «Οι ηγέτες της ΕΕ πρέπει να πείσουν την κοινή γνώμη για την ανάγκη να αυξήσουν θεαματικά τις στρατιωτικές δαπάνες και τις προμήθειες όπλων σε μια συγκυρία που τα δεξιά εθνικιστικά αισθήματα, που κυριαρχούν σε πολλές χώρες, αντιτίθενται στην εκχώρηση περισσότερων εξουσιών στις Βρυξέλλες», γράφουν οι New York Times.

Διότι κακά τα ψέματα, όσο πιο μακριά από τα ρωσικά σύνορα βρίσκονται οι Ευρωπαίοι πολίτες, τόσο λιγότερο επείγουσα τους φαίνεται η ανάγκη να απαντήσουν στη ρωσική απειλή. «Η Πολωνία δαπανά ήδη σχεδόν το 5% του ΑΕΠ της για άμυνα, ενώ η Ισπανία δαπάνησε πέρυσι μόνο το 1,3%», θυμίζει η εφημερίδα. Είναι κατανοητό ότι πολύ ευκολότερα από την Ισπανία και την Πορτογαλία θα βάλουν το χέρι στην τσέπη η Σουηδία ή η Φινλανδία, οι οποίες εντάχθηκαν εσπευσμένα στο ΝΑΤΟ μετά τη ρωσική επίθεση στην Ουκρανία.

Άλλαξε ο πόλεμος

Οι ΝΥΤ επισημαίνουν ότι η ΕΕ και η Βρετανία θα πρέπει επίσης να προετοιμαστούν για το νέο είδος πολέμου που ανέδειξε η ρωσική επιθετικότητα. «Μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης οι ευρωπαϊκές ένοπλες δυνάμεις επικεντρώθηκαν στην ανάπτυξη στρατευμάτων υπό την ομπρέλα του ΝΑΤΟ σε θερμά σημεία του πλανήτη, όπως είναι το Αφγανιστάν και το Ιράκ. Τώρα πρέπει να είναι σε θέση να υπερασπιστούν το δικό τους έδαφος», γράφει η ανταποκρίτρια της εφημερίδας από το Λονδίνο Πατρίσια Κοέν.

Η Κοέν προσθέτει ότι η μεταστροφή αυτή «θα πρέπει να γίνει σύντομα, διότι αξιωματούχοι των υπηρεσιών πληροφοριών προειδοποιούν ότι οι ρωσικές δυνάμεις θα μπορούσαν να είναι έτοιμες να επιτεθούν σε μια χώρα του ΝΑΤΟ σε πέντε χρόνια».

Αυτό που περιπλέκει τη λήψη αποφάσεων είναι οι ραγδαίες εξελίξεις στις πληροφορίες, την επιτήρηση, τη διαχείριση επί του πεδίου της μάχης και επίσης τις κυβερνοτεχνολογίες. «Ο τρόπος διεξαγωγής του πολέμου αλλάζει με τον τρόπο που μόνο κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου είχε αλλάξει, όταν οι άμαξες, τα μουσκέτα και τα άλογα αντικαταστάθηκαν από τανκς, πολυβόλα και αεροπλάνα», σημειώνει χαρακτηριστικά.

Στον καιρό των drones

Όντως, οι νέες τεχνολογίες κυριαρχούν στα πεδία των μαχών της Ουκρανίας. «Σήμερα το 80% των στόχων στην Ουκρανία καταστρέφονται από μη επανδρωμένα αεροσκάφη», δήλωσε στους ΝΥΤ ο αρμόδιος για την Άμυνα και το Διάστημα επίτροπος της ΕΕ Άντριους Κουμπίλιους. «Κάθε δύο μήνες, υπάρχει ανάγκη για ριζική καινοτομία στα drones που επιχειρούν», πρόσθεσε ο επίτροπος. Κάπως έτσι, με «χειρουργικές» επιχειρήσεις εκ του μακρόθεν δηλαδή, διεξήχθη και ο «Πόλεμος των 12 ημερών» μετά την επίθεση του Ισραήλ κατά του Ιράν.

Είναι χαρακτηριστικό ότι το βρετανικό υπουργείο Άμυνας ανακοίνωσε μόλις προ εβδομάδων μια εκπληκτική αναθεώρηση της προσέγγισής του στην έννοια του πολέμου, απομακρυνόμενο από τις προτεραιότητες της εποχής του Ψυχρού Πολέμου (βαρέα τεθωρακισμένα και μηχανοκίνητο πεζικό).

Σύμφωνα με τον νέο στρατηγικό επιχειρησιακό σχεδιασμό του Λονδίνου, το 80% της μαχητικής ικανότητας της Βρετανίας θα βασίζεται σε τηλεχειριζόμενα, επαναχρησιμοποιούμενα επίγεια οχήματα και μη επανδρωμένα αεροσκάφη, καθώς και σε πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς και drones που λειτουργούν ως τηλεκατευθυνόμενες οβίδες.

150 δισ. ευρώ στα χαρτιά

Η Ευρωπαϊκή Ένωση ήδη έχει δρομολογήσει την αναθεώρηση της στρατηγικής της. Τον Μάρτιο, τα 27 κράτη-μέλη ενέκριναν ένα σχέδιο για την «πολεμική ετοιμότητα έως το 2030». Τον περασμένο μήνα, οι Βρυξέλλες εκπόνησαν ένα πρόγραμμα 150 δισ. ευρώ για κοινές επενδύσεις για την ασφάλεια. Αλλά «πέραν του ότι η κοινή χρηματοδότηση αποτελεί την εξαίρεση και όχι τον κανόνα στην ΕΕ, η γραφειοκρατία, η έλλειψη συντονισμού, η αργή λήψη των αποφάσεων και επίσης τα συμφέροντα που σχετίζονται με τις εθνικές αμυντικές βιομηχανίες κρατούν κατακερματισμένο και ασυντόνιστο τον ευρωπαϊκό στρατό», γράφουν οι ΝΥΤ.

Την ευρωπαϊκή Βαβέλ συμπληρώνει η ανάμιξη των υπολοίπων μη-Ευρωπαίων εταίρων του ΝΑΤΟ. Διότι ενώ η συνολική στρατηγική της Συμμαχίας καθορίζεται από τους νατοϊκούς διοικητές, οι αμυντικοί προϋπολογισμοί, οι προδιαγραφές, οι ποιοτικοί έλεγχοι, οι άδειες παραγωγής και εξαγωγών, οι αγορές στρατιωτικού υλικού, αποφασίζονται από τις εθνικές κυβερνήσεις των κρατών-μελών.

Έτσι, για παράδειγμα, «ένα γερμανικής κατασκευής εξάρτημα που χρησιμοποιείται σε ένα γαλλικής κατασκευής αεροσκάφος χρειάζεται ξεχωριστές πιστοποιήσεις εξαγωγής του από τη Γερμανία που μπορούν να καθυστερήσουν την παράδοσή του επί μήνες». Και «παρόλο που 12 ευρωπαϊκές χώρες χρησιμοποιούν ελικόπτερα NH90, υπάρχουν 17 εκδόσεις του συγκεκριμένου ελικοπτέρου», παρατηρεί ο Καμίγ Γκραντ, στέλεχος στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων με αρμοδιότητα σε θέματα άμυνας, ο οποίος έχει υπηρετήσει ως ανώτερος αξιωματούχος και στο ΝΑΤΟ.

Αμερικανική απεξάρτηση

Η Ευρώπη επιδιώκει επίσης να μειώσει την εξάρτησή της από τα αμερικανικά όπλα. Σύμφωνα με έκθεση του Διεθνούς Ινστιτούτου Έρευνας για την Ειρήνη, που εδρεύει στη Στοκχόλμη (η Σουηδία εντάχθηκε το Μάρτιο του 2024 και έγινε το νεότερο μέλος της Συμμαχίας), σχεδόν τα δύο τρίτα του στρατιωτικού εξοπλισμού που προμηθεύονται τα ευρωπαϊκά μέλη του ΝΑΤΟ προέρχεται από τις ΗΠΑ, ενώ πριν από λιγότερα από δέκα χρόνια το αντίστοιχο μερίδιο ήταν 50%.

Η οιονεί εγκατάλειψη της Ευρώπης από την παραδοσιακή προστάτιδα δύναμη αλλάζει τις προτεραιότητες σε ό,τι αφορά τις ευρωπαϊκές αμυντικές επενδύσεις. «Υπάρχει μια προσαρμογή σε ό,τι αφορά το επιχειρηματικό μοντέλο για την αμυντική αμυντική βιομηχανία. Οι αλυσίδες εφοδιασμού πρέπει να γίνουν πιο ανθεκτικές και η παραγωγή πρέπει να τυποποιηθεί, να οργανωθεί και να ενοποιηθεί για τη δημιουργία οικονομιών κλίμακας και για το συντονισμό κοινών προμηθειών», εξήγησε ο Καμίγ Γκραντ.

Για να συμβούν όλα αυτά απαιτείται η συνεργασία των εθνικών κυβερνήσεων. Αλλά «ο πολιτικός μηχανισμός είναι δυσκίνητος και θα επεκταθεί δύσκολα και αργά», σημειώνει ο Γιαν Πάι, γενικός γραμματέας της ευρωπαϊκής Ένωσης Αεροδιαστημικής και Άμυνας (ASD) στην οποία μετέχουν περί τις 4.000 επιχειρήσεις. Επιπλέον, η εξασφάλιση των περιβαλλοντικών αδειών που απαιτούνται για την ανέγερση ενός νέου εργοστασίου κατασκευής όπλων μπορεί να απαιτήσουν έως και πέντε χρόνια για να εκδοθούν, πρόσθεσε ο Πάι.

Λεφτά χωρίς αντίκρισμα;

«Υπάρχει πολλή συζήτηση για αριθμούς, για ποσοστά, για χρηματοδοτήσεις. Θέλω να είμαι πολύ σαφής: η Ευρώπη είναι μια πλούσια ήπειρος και μπορούμε να κινητοποιήσουμε την απαραίτητη χρηματοδότηση», δήλωσε στις Βρυξέλλες την περασμένη εβδομάδα η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων Νάντια Καλβίνιο. Μαζί της συμφώνησε ο Ιγκ Λαβαντιέ, επικεφαλής της αεροδιαστημικής και αμυντικής μονάδας της McKinsey & Company στην Ευρώπη: «σε κάποιον βαθμό, οι συζητήσεις για τον προϋπολογισμό και οι συζητήσεις για τις δαπάνες είναι πίσω μας».

Ο Λαβαντιέ θύμισε ότι τα ευρωπαϊκά μέλη του ΝΑΤΟ έχουν διπλασιάσει τις στρατιωτικές τους δαπάνες από το 2016 και εντεύθερν. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας, θα δαπανούν 800 δισεκατομμύρια έως ένα τρισεκατομμύριο ευρώ (περίπου 922 δισ. έως 1,2 τρισ. δολάρια) για αμυντικό εξοπλισμό και τις σχετικές υποδομές. «Αυτό είναι ένα εκπληκτικό ποσό», είπε ο μάνατζερ της McKinsey & Company, αλλά πρόσθεσε: «Παραμένει βέβαια το ερώτημα πώς θα μετουσιωθεί όλη αυτή τη χρηματοδότηση σε πραγματικές επιχειρησιακές δυνατότητες».

Πηγή: ΟΤ

Πηγή: in.gr

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ