Νέα συνθήκη για την ελληνική οικονομία δημιουργεί η αύξηση των αμυντικών δαπανών στο 5% του ΑΕΠ έως το 2035, σύμφωνα με την απόφαση που έλαβαν χθες οι χώρες – μέλη του ΝΑΤΟ στη Χάγη. Κι αυτό διότι η Ελλάδα υπόκειται σε ετήσιο «κόφτη» δαπανών, όπως και κάθε ευρωπαϊκή χώρα, σύμφωνα με τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες, ενώ παράλληλα το δημόσιο χρέος της Ελλάδας βρίσκεται στην περιοχή του 150% ως προς το ΑΕΠ, με την τάση να εκτιμάται ως πτωτική για τα επόμενα χρόνια.
Αξίζει να σημειωθεί πως η Ελλάδα δαπάνησε περίπου το 3,1% του ΑΕΠ της, ή 6,2 δισ. ευρώ για την άμυνα το 2024. Συνεπώς, με βάση τα σημερινά δεδομένα, εάν ο νέος κανόνας θα έπρεπε να εφαρμοστεί από φέτος, θα έπρεπε να προστεθούν 4 δισ. ευρώ αμυντικών δαπανών.
Είναι βέβαιο πως η εφαρμογή του νέου δόγματος θα επιφέρει νέα δημοσιονομική «πίεση» για τη χώρα μας (αυτή τη στιγμή οι αμυντικές δαπάνες) κάτι που υπολόγισε πρόσφατα και η Τράπεζα της Ελλάδος, ενώ δεν είναι σαφές το πώς ακριβώς θα επηρεαστεί το δημόσιο χρέος.
Η προϋπόθεση για το δημόσιο χρέος
Πηγή του οικονομικού επιτελείου ανέφερε στον ΟΤ ότι δεν ανησυχεί για το δημόσιο χρέος «υπό την προϋπόθεση ότι οι επιπλέον δαπάνες που απαιτούνται θα κατευθυνθούν στην εγχώρια βιομηχανία». Κι αυτό διότι όπως εξήγησε η ίδια πηγή «κάθε 1 ευρώ το οποίο δαπανάται στην εγχώρια αμυντική βιομηχανία έχει πολλαπλασιαστικό όφελος τουλάχιστον 1,5 ευρώ», κάτι που συνεπάγεται ότι «εάν τα χρήματα αξιοποιηθούν σωστά, ο παρονομαστής θα αυξηθεί», με αποτέλεσμα την άνοδο του ΑΕΠ, με την ταυτόχρονη πτώση του δημοσίου χρέους ως προς το ελληνικό ΑΕΠ. Μάλιστα, το ίδιο στέλεχος εξήγησε στον ΟΤ ο μεσοπρόθεσμος προγραμματισμός του ΟΔΔΗΧ «είναι να δανείζεται το Ελληνικό Δημόσιο 8-10 δισ. ευρώ κάθε χρόνο», προσθέτοντας ότι η νέα συνθήκη που απορρέει από τη χθεσινή απόφαση δεν αναμένεται να αλλάξει τον σχεδιασμό.
Η προβολή πριν το 2035
Με βάση την υπάρχουσα ανάλυση βιωσιμότητας του ελληνικού δημοσίου χρέους (DSA) του ΟΔΔΗΧ, το ποσοστό του αναμένεται να βρεθεί στο ορόσημο του 100% κατά το έτος 2037. Ωστόσο, η πρόωρη αποπληρωμή των μνημονίων της τάξης του 31,6 δισ. ευρώ αναμένεται να «φέρει αυτόν τον στόχο νωρίτερα, γύρω στο 2033 με 2034» ανέφερε αρμόδια πηγή του οικονομικού επιτελείου στον ΟΤ.
Πριν από αυτό, στις επιδιώξεις της χώρας βρίσκεται το να «περάσει» στη δεύτερη θέση των πιο χρεωμένων χωρών της ευρωζώνης (με πρώτη την Ιταλία), κάτι που αναμένεται να πραγματοποιηθεί το 2029, σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Σε κάθε περίπτωση, η Ελλάδα στοχεύει στην πρόωρη αποπληρωμή, έως το 2031, των 31,6 δισ. ευρώ που υπολείπονται από το πρώτο μνημόνιο, ποσό που υπό κανονικές συνθήκες θα αποπληρωνόταν με τριμηνιαίες δόσεις από το 2029 έως το 2041. Για φέτος, σημαντικός είναι ο σταθμός της πρόωρης αποπληρωμή 5 δισ. ευρώ τον Δεκέμβριο του 2025, που αποτελούν μέρος των 31,6 δισ. ευρώ που απομένουν από το πρώτο μνημόνιο.
Η νέα δέσμευση του 5% δεν αφορά αποκλειστικά στρατιωτικό εξοπλισμό, αλλά διαχωρίζεται σε δύο κατηγορίες
Δημοσιονομική πίεση
Πέραν του δημοσίου χρέους, υπάρχει και άλλη μια παράμετρος η οποία σχετίζεται με τη δημοσιονομική κατάσταση της Ελλάδας, η οποία θα επηρεαστεί. Σε αυτό το σημείο, θα πρέπει να διευκρινιστεί πως η νέα δέσμευση του 5% δεν αφορά αποκλειστικά στρατιωτικό εξοπλισμό, αλλά διαχωρίζεται σε δύο κατηγορίες: 3,5% του ΑΕΠ για «βασικές αμυντικές» δαπάνες, (στρατεύματα και στρατιωτικός εξοπλισμός) και 1,5% για «ευρύτερες επενδύσεις άμυνας και ασφάλειας». Άλλωστε, η Ελλάδα έχει ήδη κάνει ενεργοποίηση της ρήτρα διαφυγής για φέτος, προκειμένου να αξιοποιήσει το ευρωπαϊκό «παράθυρο» για περισσότερες αμυντικές δαπάνες, οι οποίες δε θα προσμετρηθούν στο έλλειμμα. Ωστόσο, αυτό έχει και συνέπειες.
Η υψηλότερη δαπάνη την περίοδο 2025-28 θα μπορούσε να συνεπάγεται πρόσθετη δημοσιονομική προσπάθεια ύψους 0,4 ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ
Η ρήτρα διαφυγής
Μόνο τυχαίο δεν το γεγονός ότι η Τράπεζα της Ελλάδος προειδοποίησε πως μπορεί η ενεργοποίηση της ρήτρας διαφυγής να παρέχει πολύτιμο χώρο για την κάλυψη αμυντικών αναγκών, αλλά ταυτόχρονα αυξάνει τον κίνδυνο για υψηλότερα ελλείμματα και χρέος στο μέλλον.
Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή την οποία επικαλείται και στην έκθεση της η ΤτΕ, στις χώρες για τις οποίες εγκρίθηκε η προσωρινή απόκλιση από τα συμφωνημένα όρια δαπανών, θα οδηγήσει σε αύξηση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και του χρέους κατά 1,3 και 2,6 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ αντίστοιχα κατά μέσο όρο το 2028, εφόσον η μέγιστη επιτρεπόμενη αύξηση των αμυντικών δαπανών (κατά 1,5% του ΑΕΠ) υλοποιηθεί σταδιακά την περίοδο 2025- 28.
Ως εκ τούτου, η υψηλότερη δαπάνη την περίοδο 2025-28 θα μπορούσε να συνεπάγεται πρόσθετη δημοσιονομική προσπάθεια ύψους 0,4 ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ κατά μέσο όρο στο δεύτερο κύκλο των Μεσοπρόθεσμων Δημοσιονομικών-Διαρθρωτικών Σχεδίων (ΜΔΣ) που ξεκινά το 2029, προκειμένου να ικανοποιηθούν τα κριτήρια της βιωσιμότητας χρέους και το όριο του ελλείμματος.
Η ΤτΕ δεν παραβλέπει ότι η αύξηση των αμυντικών δαπανών, πέραν της ενίσχυσης της αμυντικής ικανότητας, μπορεί να έχει θετικές αναπτυξιακές επιδράσεις
Η…καλή οικονομική πλευρά
Βέβαια, αξίζει να σημειωθεί ότι η Τράπεζα της Ελλάδος προσεγγίζει το ζήτημα των αμυντικών δαπανών και από την πλευρά των πιθανών αναπτυξιακών ωφελειών για την οικονομία και όχι μόνο από εκείνη του κόστους.
Η ΤτΕ δεν παραβλέπει ότι η αύξηση των αμυντικών δαπανών, πέραν της ενίσχυσης της αμυντικής ικανότητας, μπορεί να έχει θετικές αναπτυξιακές επιδράσεις. Όπως αναφέρει «στην εμπειρική βιβλιογραφία, υπάρχει ευρεία συναίνεση ότι μια αύξηση των αμυντικών δαπανών στις προηγμένες οικονομίες έχει θετικό αντίκτυπο στην εγχώρια ζήτηση βραχυπρόθεσμα, ενώ οι επιδράσεις στην οικονομική ανάπτυξη είναι περιορισμένες μακροπρόθεσμα, εκτός από τις περιπτώσεις που αφορούν δαπάνες για επενδύσεις και για έρευνα και ανάπτυξη. Οι βασικοί δίαυλοι επίδρασης είναι κυρίως μέσω της αύξησης της δημόσιας κατανάλωσης και των δημόσιων επενδύσεων, με συνακόλουθη άνοδο των εισοδημάτων και της απασχόλησης».
Πηγή: ot.gr