Μόλις τον περασμένο Μάιο ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ μιλούσε από τα εδάφη της Σαουδικής Αραβίας για την «αυγή μιας λαμπρής νέας εποχής για τους σπουδαίους λαούς της Μέσης Ανατολής».
Επέκρινε τότε σφόδρα τις προηγούμενες κυβερνήσεις των ΗΠΑ για την εξωτερική πολιτική τους στην περιοχή.
«Με τη λεγόμενη «οικοδόμηση κρατών» κατέστρεψαν περισσότερα έθνη απ’ όσα «έχτισαν» και οι παρεμβατιστές επενέβησαν σε πολύπλοκες κοινωνίες που ούτε οι ίδιοι κατανοούν», ανέφερε.
Δήλωνε «ευτυχής» να σφυρηλατήσει μια συμφωνία με το Ιράν για να κάνει «τον κόσμο ένα ασφαλέστερο μέρος».
«Για πρώτη φορά μετά από χίλια χρόνια, ο κόσμος θα δει αυτή την περιοχή όχι ως τόπο αναταραχής και συγκρούσεων, πολέμου και θανάτου, αλλά ως γη ευκαιριών και ελπίδας», είχε διακηρύξει από το Ριάντ.
Ένα μήνα μετά, το σκηνικό είναι το ακριβώς αντίθετο.
Η Μέση Ανατολή βρίσκεται αντιμέτωπη με τον κίνδυνο διάχυσης του ολομέτωπου πολέμου Ισραήλ-Ιράν και ο «ειρηνοποιός» Ντόναλντ Τραμπ βρίσκεται αντιμέτωπος με την ώρα της αλήθειας για το ενδεχόμενο άμεσης στρατιωτικής εμπλοκής των ΗΠΑ.
Χαρακτηρίζεται ίσως η πιο σημαντική απόφαση της δεύτερης προεδρίας του, στην οποία εξελέγη με την MAGA (*) υπόσχεση «Πρώτα η Αμερική», χωρίς πια απευθείας εμπλοκή της δυτικής υπερδύναμης σε πολέμους.
Όμως ο Ισραηλινός πρωθυπουργός και σύμμαχος Μπέντζαμιν Νετανιάχου χρειάζεται τώρα τη στρατιωτική συνδρομή των ΗΠΑ για να εξαλείψει τους κεντρικούς πυλώνες του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν.
Και δη τις περιώνυμες εγκαταστάσεις στο Φορντό, θαμμένες τόσο βαθιά κάτω από το όρος στο κεντρικό Ιράν, που μόνο οι αμερικανικές διατηρητικές βόμβες GBU-57 MOP και τα αμερικανικά βομβαρδιστικά Β-2 μπορούν να τις καταστρέψουν.
Αντιμέτωπος με ένα ιστορικό δίλημμα και εν μέσω αντικρουόμενων εισηγήσεων, ο πρόεδρος Τραμπ κρατούσε μέχρι χθες κλειστά τα χαρτιά του.
Στο μόνο στο οποίο έδειχνε αταλάντευτος ήταν το ότι Ιράν «δεν μπορεί να έχει πυρηνικά όπλα» και στην απαίτησή του προς την Τεχεράνη για «ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΑΝΕΥ ΟΡΩΝ».

MAGA «εμφύλιος»
Κατά γενική ομολογία, από τη δεύτερη διακυβέρνηση Τραμπ λείπουν οι «ενήλικες στο δωμάτιο»: αυτοί που θα έβαζαν φρένο σε έναν νάρκισσο πρόεδρο, ο οποίος αντιμετωπίζει τη γεωπολιτική σαν business.
Στις τάξεις της ωστόσο υπάρχουν διαφορετικές κοσμοθεωρίες μεταξύ των κατά τα λοιπά πειθήνιων στον Τραμπ μελών της.
Από τον απομονωτιστή MAGA αντιπρόεδρο Τζέι Ντι Βανς και τον μετριοπαθέστερο ΥΠΕΞ Μαρκ Ρούμπιο, μέχρι τον αμφιλεγόμενο βετεράνο της Εθνοφρουράς, πρώην παρουσιαστή στο δίκτυο Fox και νυν υπουργό Άμυνας Πιτ Χέγκσεθ.
Στο Γενικό Επιτελείο των ΗΠΑ έχει αναλάβει εν τω μεταξύ νέος αρχηγός ο πτέραρχος Νταν Κέιν, που χαρακτηρίζεται «ειδικός στην εθνική ασφάλεια», αλλά θεωρείται εξαιρετικά άπειρος για το πόστο. Και δη για τέτοιες κρίσιμες καταστάσεις…
Αν όμως παραμένουν κρυμμένες στο παρασκήνιο οι όποιες διαφορές στα ανώτερα κυβερνητικά κλιμάκια, δεν συμβαίνει το ίδιο σε επίπεδο βουλευτών, γερουσιαστών και επιφανών στελεχών του τραμπικού κινήματος MAGA.
«Κανένα ζήτημα δεν διχάζει αυτή τη στιγμή τη δεξιά τόσο πολύ όσο η εξωτερική πολιτική», έγραφε από την προηγούμενη εβδομάδα στο Χ και στα πέντε εκατομμύρια ακολούθους του ο διαβόητος ιδρυτής του Turning Point USA και ακροδεξιός λαϊκιστής influencer, Τσάρλι Κερκ.
«Οι ψηφοφόροι του Τραμπ, ειδικά οι νέοι, τον στήριξαν επειδή ήταν ο πρώτος πρόεδρος που δεν ξεκίνησε έναν νέο πόλεμο», ανέφερε ο ακροδεξιός λαϊκιστής και influencer, δηλώνοντας «πολύ ανήσυχος» για διάσπαση των MAGA.
Στο ίδιο μήκος κύματος, ο ακροδεξιός συνωμοσιολόγος και πρώην σύμβουλος στρατηγικής του Τραμπ, Στιβ Μπάνον, υποστηρίζει ότι ο Αμερικανός πρόεδρος πολιορκείται από τα «γεράκια» του «βαθέος κράτους», διακινδυνεύοντας να διαλύσει την εκλογική βάση του, σε περίπτωση στρατιωτικής εμπλοκής των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή.
Μάλιστα η MAGA βουλευτής των Ρεπουμπλικανών Μάρτζορι Τέιλορ Γκριν και ο φανατικός τραμπικός δημοσιογράφος Τάκερ Κάρλσον ενεπλάκησαν προσωπικά σε λογομαχία με τον Ντόναλντ Τραμπ, μέσω αναρτήσεων στα social media.
«Οι ξένοι πόλεμοι/επεμβάσεις/αλλαγή καθεστώτος», έγραψε στο X η Γκριν, «βάζουν την Αμερική τελευταία».


Στιγμιότυπο από την επίσκεψη του Ισραηλινού πρωθυπουργού Μπενιαμίν Νετανιάχου στον Λευκό Οίκο, στις 7 Απριλίου (REUTERS/Kevin Mohatt//File Photo)
Στρατηγικά διλήμματα, πολιτικοί «γρίφοι»
Ο ενδο-ρεπουμπλικανός εμφύλιος έχει πλέον μεταφερθεί και στο Κογκρέσο: αυτό που έχει στην πραγματικότητα την εξουσία για την κήρυξη πολέμου.
Ήδη ο Ρεπουμπλικανός βουλευτής Τόμας Μάσι από το Κεντάκι κατέθεσε από κοινού με τον Δημοκρατικό βουλευτή Ρο Κάννα από την Καλιφόρνια νομοσχέδιο που θα εμποδίσει τον πρόεδρο Τραμπ από «μη εξουσιοδοτημένες εχθροπραξίες» με το Ιράν χωρίς την έγκριση του Κογκρέσου.
Το ψήφισμα έχει λάβει διακομματική υποστήριξη, όχι όμως επαρκή για να περάσει -τουλάχιστον όχι ακόμη.
Ένα παρόμοιο νομοσχέδιο προωθεί στη Γερουσία ο Δημοκρατικός γερουσιαστής Τιμ Κέιν από τη Βιρτζίνια.
Όμως στις τάξεις των Ρεπουμπλικανών, που έχουν πλειοψηφία και σε αυτό το νομοθετικό σώμα των ΗΠΑ, είναι ηχηρές οι φωνές των φιλοϊσραηλινών γερουσιαστών, όπως του «προεδρικού φίλου» Λίντσεϊ Γκράχαμ.
Ο γερουσιαστής της Νότιας Καρολίνας υποστηρίζει ανοιχτά την άμεση συμμετοχή των ΗΠΑ στον πόλεμο στο Ιράν, στο πλευρό του Ισραήλ.
Ζητά δημόσια όχι μόνο την ολοκληρωτική καταστροφή του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος, αλλά και την καθεστωτική αλλαγή στην Τεχεράνη.
Αυτά, ενώ δημοσκοπήσεις στέλνουν μπερδεμένα μηνύματα ως προς τη στάση των Αμερικανών -και δη των Ρεπουμπλικανών- στις εξελίξεις.
Η πιο πρόσφατη πάντως των Economist/YouGov καταγράφει «έντονη αντίθεση σε στρατιωτική επέμβαση των ΗΠΑ στον πόλεμο Ισραήλ-Ιράν».
Αν και το 61% των Αμερικανών θεωρεί το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα «απειλή» για τις ΗΠΑ, σχεδόν άλλοι τόσοι (60%) δηλώνουν αντίθετοι στη συμμετοχή της χώρας τους στον πόλεμο.
Περισσότεροι από τους μισούς (56%) τάσσονται υπέρ της συνέχισης των διαπραγματεύσεων με το Ιράν -μάλιστα οι Ρεπουμπλικανοί στο υψηλότερο ποσοστό (61%).
Στο φόντο είναι η εκλογική επιτυχία του Τραμπ, βασισμένη στον απομονωτισμό του «Πρώτα η Αμερική», συνοδεία δηλητηριώδους κριτικής στους ατέρμονους, χαοτικούς πολέμους στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν.
Τώρα, για τον 47ο πρόεδρο των ΗΠΑ οποιαδήποτε επιλογή ενέχει μεγάλο πολιτικό και γεωπολιτικό ρίσκο.
Ήδη το συνυπολογίζουν σύμμαχοι, αλλά κυρίως αντίπαλοι, με πρώτους την Κίνα και τη Ρωσία.
Πηγή: in.gr