Η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις των τελευταίων ετών και δεν είναι άλλη από την κλιματική κρίση. Οι συνέπειές της είναι ήδη ορατές, με τον πρωτογενή τομέα —γεωργία, κτηνοτροφία και αλιεία— να δέχεται ισχυρό πλήγμα. Η ένταση και η συχνότητα των ακραίων καιρικών φαινομένων, η αύξηση της θερμοκρασίας και η μείωση των υδάτινων πόρων διαμορφώνουν ένα εξαιρετικά δυσμενές περιβάλλον για την παραγωγή τροφίμων και την επιβίωση των αγροτικών κοινοτήτων.
Ακραία καιρικά φαινόμενα, όπως η κακοκαιρία Daniel, μπορούν να προκαλέσουν απώλειες άνω των 1,4 δισ. ευρώ στην τριετία και απώλεια 58 χιλιάδων θέσεων εργασίας, σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του ΙΟΒΕ. Επιπλέον, έως και το 10% των αγροτικών εκμεταλλεύσεων ενδέχεται να μην επιστρέψουν στην παραγωγή.
Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, λόγω των διαρθρωτικών χαρακτηριστικών της ελληνικής οικονομίας, και ειδικότερα της ισχυρής διασύνδεσης του πρωτογενούς τομέα με άλλους παραγωγικούς κλάδους, το υπόδειγμα καταδεικνύει ότι οι επιπτώσεις δεν περιορίζονται στην άμεση παραγωγή, αλλά επεκτείνονται στην ευρύτερη αγροδιατροφική αλυσίδα και στην οικονομία συνολικά, προκαλώντας πολλαπλασιαστικές επιδράσεις.
Η επίπτωση είναι εντονότερη στις άμεσες θέσεις εργασίας, δηλαδή στους ίδιους τους αγρότες και διαχειριστές γεωργικών εκμεταλλεύσεων
Οι επιδράσεις και ο Daniel
Συνυπολογίζοντας τις επιδράσεις στον πρωτογενή τομέα και στους συνδεδεμένους κλάδους οικονομικής δραστηριότητας, η συνολική οικονομική επίπτωση της κακοκαιρίας Daniel από την καταστροφή του αγροτικού και φυτικού κεφαλαίου στην ελληνική οικονομία ανά έτος εκτιμάται σε περίπου €719 εκατ. Από αυτά, τα €168 εκατ. αφορούν έμμεσες επιπτώσεις στους προμηθευτές, ενώ τα €285 εκατ. σχετίζονται με απώλειες από τη μείωση της κατανάλωσης των νοικοκυριών που εξαρτώνται άμεσα ή έμμεσα από τον πρωτογενή τομέα. Κάθε ευρώ απώλειας της παραγωγής του τομέα συνεπάγεται συνολική απώλεια €2,8 για το σύνολο της ελληνικής οικονομίας.
Η απώλεια αγροτικής παραγωγής δεν περιορίζεται μόνο σε όρους ΑΕΠ, αλλά έχει ευρύτερες κοινωνικοοικονομικές συνέπειες, ιδίως στο πεδίο της απασχόλησης, όπου η μείωση της αγροτικής παραγωγής αναμένεται να οδηγήσει σε συνολική μείωση της απασχόλησης στην ελληνική οικονομία κατά περίπου 30 χιλ. θέσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης. Η επίπτωση είναι εντονότερη στις άμεσες θέσεις εργασίας, δηλαδή στους ίδιους τους αγρότες και διαχειριστές γεωργικών εκμεταλλεύσεων (περίπου 19 χιλ.). Επιπλέον, εκτιμάται ότι θα επηρεαστούν άλλες 6 χιλ. θέσεις εργασίας μέσω των διασυνδέσεων της αγροτικής παραγωγής με άλλους κλάδους (π.χ. προμήθειες, μεταφορές), καθώς και 5 χιλ. θέσεις προκαλούμενης απασχόλησης λόγω μείωσης της συνολικής ζήτησης στην τοπική οικονομία. Το εύρος αυτής της επίπτωσης αναδεικνύει την κρισιμότητα της αγροτικής παραγωγής για τη διατήρηση της απασχόλησης και της κοινωνικής συνοχής στις αγροτικές περιοχές.
Αντίστοιχα, οι επιπτώσεις της απώλειας αγροτικής παραγωγής επεκτείνονται και στα δημόσια έσοδα. Η συνολική δημοσιονομική επίπτωση εκτιμάται στα περίπου €168 εκατ., εκ των οποίων το μεγαλύτερο μέρος (περίπου €131 εκατ.) προέρχεται από προκαλούμενες απώλειες λόγω της μείωσης της συνολικής οικονομικής δραστηριότητας. Οι άμεσες απώλειες είναι περιορισμένες, ενώ οι έμμεσες ανέρχονται σε περίπου €33 εκατ., αντανακλώντας τη στενή διασύνδεση του αγροτικού τομέα με την ευρύτερη παραγωγική αλυσίδα και την τοπική κατανάλωση.
Οι παραπάνω εκτιμήσεις αφορούν την επίδραση της μείωσης της αγροτικής παραγωγής εντός του χρονικού διαστήματος που καλύπτει το υπόδειγμα (δηλαδή ενός έτους). Ωστόσο, σε πολλές περιπτώσεις –ιδίως σε περιοχές της Θεσσαλίας με εκτεταμένες απώλειες σε φυτικό και ζωικό κεφάλαιο– η επίπτωση δεν περιορίζεται χρονικά σε ένα έτος. Οι συνέπειες των πλημμυρών του 2023 ενδέχεται να επιδράσουν στη δυναμική της παραγωγής και σε επόμενες καλλιεργητικές περιόδους, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τη διαθεσιμότητα κεφαλαίου και την ανασυγκρότηση των εκμεταλλεύσεων.
Μόλις το 12% των ερωτηθέντων είχε επίγνωση των κινδύνων της κλιματικής αλλαγής πριν την καταιγίδα και μόλις το 4% είχε λάβει προληπτικά μέτρα
Η έρευνα
Απουσία αναλυτικών μακροχρόνιων στοιχείων για την πλήρη αποκατάσταση της παραγωγικής ικανότητας, πραγματοποιήθηκε πρωτογενής έρευνα πεδίου μέσω ερωτηματολογίων. Η έρευνα απευθύνθηκε σε γεωργούς και διαχειριστές εκμεταλλεύσεων που δραστηριοποιούνται σε περιοχές της Θεσσαλίας οι οποίες επλήγησαν έντονα από τα πλημμυρικά φαινόμενα του 2023, με έμφαση στους Δήμους Παλαμά και Κιλελέρ. Οι συμμετέχοντες προέρχονται από τις κοινότητες Μεταμόρφωσης, Βλοχού, Σωτηρίου, Καλαμακίου και Αρμενίου – αγροτικές ζώνες που συνθέτουν τον παραγωγικό πυρήνα της Θεσσαλίας και παρουσιάζουν ενδεικτικά χαρακτηριστικά των επιπτώσεων της κακοκαιρίας.
Η έρευνα διεξήχθη τον Απρίλιο του 2025, ενάμιση χρόνο μετά την κακοκαιρία Daniel, με τη σημαντική εθελοντική υποστήριξη της μη κερδοσκοπικής οργάνωσης Humanity Greece, η οποία διέθεσε το δίκτυο επαφών της με τοπικούς παραγωγούς. Η συμβολή της Humanity Greece υπήρξε καθοριστική για την πρόσβαση στο πεδίο και την επιτυχή συλλογή δεδομένων. Το τελικό δείγμα περιλαμβάνει 26 αγρότες, οι οποίοι διαχειρίζονται γεωργικές εκμεταλλεύσεις συνολικής έκτασης περίπου 6.500 στρεμμάτων. Η έρευνα βασίστηκε σε δομημένο ερωτηματολόγιο του ΙΟΒΕ, ενώ η ανάλυση των απαντήσεων παρατίθεται σε ειδική ενότητα στο Παράρτημα.
Στα βασικά συμπεράσματα της έρευνας, οι περισσότερες εκμεταλλεύσεις είναι μικρού μεγέθους και παλαιές, γεγονός που εντείνει τη δυσκολία ανάκαμψης. Μόλις το 12% των ερωτηθέντων είχε επίγνωση των κινδύνων της κλιματικής αλλαγής πριν την καταιγίδα και μόλις το 4% είχε λάβει προληπτικά μέτρα. Αν και σχεδόν όλοι οι αγρότες ήταν ασφαλισμένοι και το 95% έλαβε αποζημίωση (κατά μέσο όρο €45.105 ανά μονάδα), οι επιχειρησιακές επιπτώσεις παραμένουν: το 11% των μονάδων παραμένει ανενεργό, ενώ μόνο το 8% έχει πλήρως ανακάμψει.
Το 27% δεν επιθυμεί καμία επιπλέον κατάρτιση
Αργή επανεκκίνηση
Με βάση τις απαντήσεις των συμμετεχόντων στην έρευνα, η επανεκκίνηση του παραγωγικού δυναμικού προβλέπεται αργή και άνιση. Το 60% των μονάδων που βρίσκονται σε μερική αποκατάσταση εκτιμά πως εντός τριετίας θα επανέλθουν πάνω από το 50% της προκακοκαιρίας παραγωγής, ενώ το υπόλοιπο 40% προβλέπει πιο περιορισμένη ανάκαμψη. Οι αγρότες δίνουν προτεραιότητα στην οικονομική ενίσχυση, την αποκατάσταση υποδομών και την πρόσβαση σε χρηματοδότηση και τεχνική στήριξη. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον εκδηλώθηκε για κατάρτιση σε θέματα αγροτικής ασφάλισης, κλιματικής ανθεκτικότητας και έγκαιρης προειδοποίησης, αν και το 27% δεν επιθυμεί καμία επιπλέον κατάρτιση. Το εύρημα αυτό υπογραμμίζει τη διττή ανάγκη για ενδυνάμωση της προσαρμοστικής ικανότητας και ευαισθητοποίησης του αγροτικού πληθυσμού.
Σύμφωνα με τους αγρότες που συμμετείχαν στην έρευνα η κακοκαιρία Daniel επηρέασε τουλάχιστον δύο διαδοχικές καλλιεργητικές περιόδους (2024 και 2025). Οι πλημμύρες προκάλεσαν όχι μόνο άμεσες καταστροφές φυτικής και ζωικής παραγωγής αλλά και παρατεταμένη αδυναμία πρόσβασης σε καλλιεργήσιμες εκτάσεις, καθιστώντας αδύνατη την έγκαιρη προετοιμασία της γης. Επιπλέον, η υποβάθμιση της γης λόγω διάβρωσης και οι καθυστερήσεις στην αποκατάσταση των αρδευτικών και μεταφορικών υποδομών συνέβαλαν σε μερική ή πλήρη αδυναμία εκμετάλλευσης της επόμενης περιόδου. Ως εκ τούτου, για το 40% των εκμεταλλεύσεων, η παραγωγή προβλέπεται να παραμείνει κάτω από το 50% για τουλάχιστον τρία έτη, γεγονός που μεταφράζεται σε διαρκή μείωση παραγωγικής ικανότητας τουλάχιστον για δύο έως τρεις πλήρεις καλλιεργητικές περιόδους.
Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω ευρήματα καθώς και τους εγγενείς περιορισμούς για την επακριβή αποτύπωση της ταχύτητας ανάκαμψης των αγροτικών εκμεταλλεύσεων από την κακοκαιρία Daniel, το βασικό σενάριο της οικονομικής ανάλυσης υιοθετεί την υπόθεση πλήρους απώλειας παραγωγής κατά το πρώτο έτος (2023–2024). Στο δεύτερο έτος, εκτιμάται μερική ανάκαμψη της τάξης του 40%, συνεπώς διατηρείται το 60% του αρχικού σοκ. Τέλος, το τρίτο έτος, η αποκατάσταση αναμένεται να φθάσει στο 70%, περιορίζοντας την υπολειπόμενη επίπτωση στο 30% του αρχικού επιπέδου ζημίας.
Με βάση αυτές τις υποθέσεις, και χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι περίπου το 10% των αγροτών που συμμετείχαν στην έρευνα απάντησαν ότι δεν πρόκειται να ανακάμψουν στην τριετία, ο συνολικός αντίκτυπος στο ΑΕΠ από την κακοκαιρία Daniel στη Θεσσαλία σε βάθος τριετίας, λαμβάνοντας υπόψη και τις πολλαπλασιαστικές επιδράσεις του τομέα, εκτιμάται σε περίπου €1,4 δισεκ., το οποίο αναμένεται να περιορίσει τη συνολική απασχόληση κατά περίπου 58 χιλ. θέσεις πλήρους απασχόλησης την ίδια περίοδο. Τα έσοδα του δημοσίου περιορίζονται κατά €320 εκατ. (Πίνακας 4.1).
Οι περιορισμοί
Παρά τις παραπάνω εκτιμήσεις, η ανάλυση υπόκειται σε ορισμένους περιορισμούς. Το υπόδειγμα εισροών-εκροών βασίζεται σε στατικές τεχνικές σχέσεις και δεν ενσωματώνει μεταβολές τιμών. Ως εκ τούτου, δεν αποτυπώνεται η επίδραση της διαταραχής προσφοράς στις τιμές γεωργικών προϊόντων, ούτε οι συνέπειες στη συμπεριφορά καταναλωτών και επιχειρήσεων. Επιπλέον δεν λαμβάνονται υπόψη οι ενδεχόμενες αποκλίσεις στην πραγματική πορεία της ανάκαμψης – ιδίως δεδομένου ότι ποσοστό των αγροτών (περίπου 10%) δήλωσε ότι δεν προβλέπει πλήρη αποκατάσταση της δραστηριότητάς του εντός τριετίας.
Παράλληλα, η συνολική εκτίμηση της οικονομικής επίπτωσης είναι πιθανόν υποεκτιμημένη, λόγω των περιορισμών που σχετίζονται με τον τρόπο καταγραφής των ζημιών από τον ΕΛΓΑ. Όπως αναφέρεται στην αρχή της ενότητας, οι καταγραφές βασίζονται κυρίως σε δηλώσεις ζημιάς χωρίς πλήρη τεχνική αποτίμηση της μείωσης παραγωγικής δυναμικότητας ή απώλειας πολλαπλών καλλιεργητικών περιόδων. Ως αποτέλεσμα, δεν λαμβάνονται υπόψη ούτε οι δευτερογενείς επιπτώσεις από την απώλεια εσόδων, ούτε η πλήρης αποτύπωση της ζημιάς σε επίπεδο παγίων και ζωικού κεφαλαίου, οδηγώντας σε συντηρητική προσέγγιση του μεγέθους της επίπτωσης.
Τέλος, δεν ενσωματώνεται στον υπολογισμό η μακροχρόνια μείωση της παραγωγικότητας, η οποία σύμφωνα με τα αποτελέσματα της πρωτογενούς έρευνας εκτιμάται από τους αγρότες ότι θα κυμανθεί μεταξύ 25% και 50% σε βάθος τριετίας. Παρά τη σημασία του ευρήματος, η μεγάλη διακύμανση των απαντήσεων, ο υψηλός βαθμός υποκειμενικότητας και η απουσία συγκρίσιμων ιστορικών δεδομένων δεν επιτρέπουν την ασφαλή ενσωμάτωσή του στην παραπάνω άσκηση, οδηγώντας σε συντηρητική εκτίμηση της συνολικής επίπτωσης.
Πηγή: ot.gr