Η Αζάρ Ναφίζι γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Τεχεράνη, σε μια προνομιούχα οικογένεια. Ο πατέρας της ήταν δήμαρχος της πόλης μεταξύ 1961 και 1963 – κατόπιν φυλακίστηκε για τέσσερα χρόνια, για ανυπακοή, αφού χαρακτηρίστηκε αντίπαλος του σάχη. Η μητέρα της ήταν απόγονος της αριστοκρατικής δυναστείας των Κατζάρων και μία από τις έξι μόνο γυναίκες που διετέλεσαν μέλη του ιρανικού κοινοβουλίου. Η ίδια έλαβε άριστη, δυτικότροπη εκπαίδευση, περνώντας από οικοτροφεία στην Ελβετία και την Αγγλία, και παίρνοντας διδακτορικό στην αγγλική φιλολογία από το Πανεπιστήμιο της Οκλαχόμα. Ενόσω σπούδαζε στις ΗΠΑ, παντρεύτηκε έναν άλλο ιρανό φοιτητή. Ο γάμος τους έληξε όμως γρήγορα, με την ενθάρρυνση των γονιών της, όταν διαπίστωσαν πως ο σύζυγός της ήθελε να ελέγχει το πώς ντυνόταν και ποιον συναναστρεφόταν.
Μετά το διαζύγιο, η Αζάρ Ναφίζι παντρεύτηκε έναν άλλο ιρανό φοιτητή, τον Μπιτζάν Ναντερί. Και το 1979, όταν άρχισαν να πνέουν οι άνεμοι της επανάστασης και να γεννιούνται ελπίδες για ένα καλύτερο μέλλον, το νεαρό ζευγάρι έσπευσε πίσω στην πατρίδα του – ο Μπιτζάν σε μια θέση μηχανικού και η 24χρονη τότε Αζάρ στο Πανεπιστήμιο της Τεχεράνης, ως καθηγήτρια αγγλικής λογοτεχνίας. Δυο χρόνια αργότερα, την απέλυσαν, επειδή δεν φορούσε χιτζάμπ. Οπως όλα τα απολυταρχικά καθεστώτα, άλλωστε, έτσι και η Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν επιτέθηκε ευθύς εξαρχής σε τρεις ομάδες: τις γυναίκες, τις μειονότητες και τον πολιτισμό.
Τη δεύτερη φορά που έφυγε από πανεπιστήμιο, το Αλαμέχ Ταματαμπάι της Τεχεράνης, η Αζάρ Ναφίζι το έκανε οικειοθελώς. Ή σχεδόν. Ηταν το 1995, και η διοίκηση του πανεπιστημίου είχε επιβάλει νέους, αυστηρούς περιορισμούς σε όλες τις γυναίκες, διδακτικό προσωπικό και φοιτήτριες. Εκείνη την εποχή το καθεστώς της Ισλαμικής Δημοκρατίας ήταν πια ένα φαινομενικά αμετάκλητο γεγονός. Η βαρβαρότητα, οι αυθαίρετες συλλήψεις και τα βασανιστήρια είχαν γίνει μέρος του τοπίου.
Κατά την είσοδό τους σε μια πανεπιστημιούπολη, οι γυναίκες έπρεπε να φορούν χιτζάμπ, να εισέρχονται από μια μικρή, πλαϊνή πύλη και να υποβάλλονται σε εξονυχιστικό έλεγχο προκειμένου να διασφαλιστεί ότι καμία τούφα μαλλιών δεν ξέφευγε, ότι δεν φορούσαν μακιγιάζ ή δεν μετέφεραν μακιγιάζ στην τσάντα, ότι τα παπούτσια τους ήταν σεμνά και η μαντίλα τους είχε το κατάλληλο πάχος. Oι συνάδελφοί της, όλοι άνδρες, ήταν αγενείς μαζί της. Kαι ορισμένοι φοιτητές της την τρόμαζαν με επιθετική συμπεριφορά και ξεσπάσματα βίας. Η Αζάρ Ναφίζι ένιωσε πως δεν άντεχε άλλο αυτή την κατάσταση και έφυγε.
Σε μια προσπάθεια να δείξει την αποφασιστικότητα και την ανεξαρτησία της, αποφάσισε τότε να δημιουργήσει μια ομάδα ανάγνωσης, μια μυστική λέσχη βιβλίου, στο σπίτι της. Κάθε Πέμπτη, και για δύο χρόνια, επτά από τις καλύτερες (πρώην) φοιτήτριές της μαζεύονταν στο σαλόνι της να διαβάσουν και να συζητήσουν για βιβλία και λογοτεχνία, απαγορευμένα έργα της δυτικής λογοτεχνίας – μέχρι που η Ναφίζι αναχώρησε, μαζί με τον σύζυγο και τα παιδιά της, για τις ΗΠΑ. Δεν επέστρεψε ποτέ. Αλλά από μία άλλη έννοια, δεν έφυγε και ποτέ. Πάνω στις εμπειρίες της, και σε εκείνη την παράκληση «Πες τους, πες τους» της μητέρας της, που έμεινε πίσω στο Ιράν («Εννοούσε, πες τους για την κατάστασή μας εδώ, πες τους για την απομόνωσή μας εδώ. Γιατί η ολοκληρωτική νοοτροπία προσπαθεί να κάνει τους ανθρώπους να αισθάνονται απομονωμένοι»), πάτησε για να γράψει, το 2003, ένα βιβλίο που έμελλε να γίνει παγκόσμιο μπεστ σέλερ, το «Διαβάζοντας τη Λολίτα στην Τεχεράνη» (εκδ. Λιβάνης – Νέα Σύνορα).
Εβδομήντα χρόνων πια, η Αζάρ Ναφίζι παραχώρησε τις προάλλες μια συνέντευξη στην εφημερίδα «Haaretz», με αφορμή την ισραηλινή πρεμιέρα της κινηματογραφικής μεταφοράς του βιβλίου της. Μίλησε για πολλά, και για τη Γάζα, και για την κριτική που έχει δεχθεί επειδή η ταινία έχει ισραηλινό σκηνοθέτη, τον Εράν Ρίκλις («Δεν κρίνω τους ανθρώπους από την καταγωγή τους. Τους κρίνω με βάση τις αξίες και τις αρχές τους και το πώς ενεργούν με βάση αυτές τις αρχές»), πάνω από όλα μίλησε όμως για την πατρίδα της και για τις συμπατριώτισσές της, τις Ιρανές, που τολμούν να βγαίνουν στους δρόμους με τα μαλλιά λυτά και να αψηφούν το καθεστώς «πνίγοντας με τα τραγούδια τους τους ήχους από τις σφαίρες». «Επειτα από 45 χρόνια, ποιος κερδίζει;», προκάλεσε τους αγιατολάδες.
Στη συνέντευξή της, η Αζάρ Ναφίζι δεν έκρυψε την ελπίδα της πως αργά ή γρήγορα το καθεστώς θα ανατρεπόταν – εκ των έσω όμως, από τον ιρανικό λαό, με τον δικό του μη βίαιο τρόπο. Θα πει κανείς, πειράζει που αποφάσισε να τους βοηθήσει ο Μπενιαμίν Νετανιάχου; Κανείς δεν θα κλάψει αν πέσουν οι μουλάδες. Αρκεί να μη δώσουν τη θέση τους στο χάος. Γιατί πολλοί φοβούνται πως αυτό που ξεκίνησε σαν χολιγουντιανή ταινία, μπορεί να καταλήξει σαν αρχαία τραγωδία. Και είναι γνωστό πως ο Νετανιάχου βάζει πάνω από όλα την πολιτική του επιβίωση, χωρίς να ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για βιώσιμες ειρηνικές λύσεις.
Οι πόλεμοι τον κρατούν εκτός φυλακής. Μπορεί να βγει ποτέ κάτι καλό από έναν τέτοιο ηγέτη;
Πηγή: tanea.gr