Σε έναν κόσμο όπου οι δημοκρατικοί θεσμοί βρίσκονται υπό καθεστώς πολιορκίας, η ενστικτώδης αντίδραση είναι η συσπείρωση υπέρ του status quo. Στην Αυστρία, τη Γαλλία και την Πορτογαλία, τα κυρίαρχα πολιτικά κόμματα ενίσχυσαν το δημοκρατικό τους τείχος σε μια προσπάθεια να κρατήσουν τα εξτρεμιστικά κόμματα μακριά από την εξουσία. Στη Γερμανία, το Γραφείο Προστασίας του Συντάγματος χαρακτήρισε πρόσφατα την Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) ακροδεξιό κόμμα, ανοίγοντας το ενδεχόμενο απαγόρευσής της. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, μια πολύπλευρη υπερασπιστική δράση βρίσκεται σε εξέλιξη, ως απάντηση στις προσπάθειες του Ντόναλντ Τραμπ να ευνουχίσει τους θεσμούς και να τους θέσει υπό την εξουσία του.
Ιστορικοί όπως ο Τίμοθι Σνάιντερ έχουν επισημάνει εδώ και καιρό ότι ο δρόμος προς την απολυταρχία ξεκινά με την απώλεια της εμπιστοσύνης του κοινού στους ίδιους τους θεσμούς που σχεδιάστηκαν για να το προστατεύουν. Μηχανισμοί σχεδιασμένοι για να διασφαλίζουν τα δημοκρατικά συστήματα καταλαμβάνονται από ακραίες δυνάμεις και εργαλειοποιούνται για πολιτικά οφέλη.
Πώς μπορούμε, ρεαλιστικά, να υπερασπιστούμε θεσμούς και συστήματα που δεν χαίρουν πλέον της εμπιστοσύνης του κοινού; Η απάντηση δεν έγκειται στην τυφλή υπεράσπιση της υφιστάμενης κατάστασης, αλλά στη ριζική επαναθεμελίωση του τρόπου λειτουργίας τους. Πρέπει να αναδιαμορφώσουμε τους θεσμούς μας, ώστε να είναι ανθεκτικοί, συμμετοχικοί, χρήσιμοι, αλλά και να μπορούν να αποτρέψουν τη χειραγώγηση και την παρακμή. Για αυτόν τον σκοπό, καλό θα ήταν να διερευνήσουμε πέντε βασικές μεταρρυθμίσεις στις πολιτικές μας διαδικασίες.
Η πρώτη είναι η επανεξέταση του παραδοσιακού μοντέλου «ένα άτομο – μία ψήφος». Το σύστημα αυτό, αν και θεμελιώδες, είναι εξαιρετικά ευάλωτο στις στρεβλωτικές επιδράσεις της παραπληροφόρησης, της πόλωσης και της πολιτικής των συνθημάτων. Βρίσκεται, επίσης, σε αντίθεση με τις εξελιγμένες εμπειρίες και προσδοκίες των πολιτών του εικοστού πρώτου αιώνα. Η υιοθέτηση εναλλακτικών συστημάτων ψηφοφορίας, τα οποία υποστηρίζουν πιο διαφοροποιημένες εκφράσεις γνώμης, μπορεί να προσφέρει λύσεις.
Η δεύτερη μεταρρύθμιση είναι η εισαγωγή νέων μηχανισμών που θα επιτρέψουν στα συστήματά μας να επικεντρωθούν σε συγκεκριμένα ζητήματα. Αυτό δημιουργεί ευκαιρίες για εμβάθυνση σε πραγματικές λύσεις και ενδυνάμωση των ανθρώπων με ουσιαστική νομοθετική επιρροή. Οι Συνελεύσεις Πολιτών με πραγματική νομοθετική εξουσία, που χρησιμοποιήθηκαν με μεγάλη επιτυχία από τον Εμανουέλ Μακρόν το 2020 για να καθορίσουν την πολιτική για το κλίμα, ή οι εκ περιτροπής επιτροπές πολιτών, θα έδιναν στους ψηφοφόρους την ευκαιρία να ασχοληθούν με σημαντικά εθνικά ή πολιτικά ζητήματα.
Μια τρίτη λύση θα μπορούσε να έγκειται στην ευρύτερη υιοθέτηση δημοψηφισμάτων. Ενώ είναι αλήθεια ότι ορισμένα από τα πιο προβεβλημένα παραδείγματα – το Brexit και η ανεξαρτησία της Σκωτίας στο Ηνωμένο Βασίλειο – έχουν αποδειχθεί διχαστικά, υπάρχουν αμέτρητες άλλες περιπτωσιολογικές μελέτες που αποκαλύπτουν τα οφέλη τους για την κοινωνία. Για παράδειγμα στην Ελβετία, την Ταϊβάν και την Ουρουγουάη, συνέβαλαν στη χάραξη πολιτικής και προώθησαν τη διαφάνεια.
Η τέταρτη είναι η σταθμισμένη διαβουλευτική δημοσκόπηση. Χρησιμοποιείται για τη διερεύνηση αμφιλεγόμενων θεμάτων, όπως οι κοινωνικές πολιτικές που επηρεάζουν τους Ρομά στη Βουλγαρία. Ενα τυχαίο δείγμα πολιτών συμμετέχει σε συντονισμένες διαβουλεύσεις, αποκτώντας πρόσβαση σε γνώμες ειδικών και συζητώντας διαφορετικές απόψεις. Οι ψήφοι τους χρησιμεύουν ως «σημείο αναφοράς γνώσης», παρέχοντας καθοδήγηση στο ευρύτερο εκλογικό σώμα.
Τέλος, πρέπει να διασφαλίσουμε ότι έχουμε ένα πληροφορημένο εκλογικό σώμα. Σε έναν κόσμο κατανάλωσης ειδήσεων που καθοδηγείται από αλγόριθμους, πρέπει να στραφούμε από τη θεώρηση των ανθρώπων ως παθητικών καταναλωτών της πολιτικής, σε ενεργούς συμμετέχοντες στη διαμόρφωσή της.
O Ντάβιντ Κοράνι είναι πρόεδρος του Action for Democracy
Πηγή: tanea.gr