Skinni Société: Όταν η κουλτούρα της αυτοβελτίωσης γίνεται σύμβολο status

Skinni Société: Όταν η κουλτούρα της αυτοβελτίωσης γίνεται σύμβολο status
Πριν μερικούς μήνες, η περίπτωση της Liv Schmidt —της 23χρονης influencer που έγινε viral μιλώντας (και πουλώντας) εμμονικά την ιδέα του να είσαι “skinny”— απασχόλησε διεθνή μέσα, προκαλώντας έντονες συζητήσεις για τα όρια ανάμεσα στην ευεξία και τη διαταραχή. Για το φαινόμενο διαβάσαμε πρόσφατα∙ όμως η ιστορία της Schmidt είναι κάτι πολύ περισσότερο από viral περιεχόμενο. Το Skinni Société είναι σύμπτωμα — και καθρέφτης — μιας κοινωνίας όπου η κουλτούρα της αυτοβελτίωσης και του ελέγχου βάρους έχει εξελιχθεί σε σύμβολο κοινωνικού status και αποδοχής.
Aυτό που αποκαλύπτεται μέσα από την περίπτωσή της είναι μια ωμή καταγραφή του πώς η κουλτούρα της “ευεξίας”, του ελέγχου βάρους και του body positivity συνυπάρχουν, συγκρούονται και ενίοτε καταρρέουν.

 

View this post on Instagram

 

A post shared by Liv Schmidt (@livsschmidt)

Το “νέο” ιδανικό σώμα

Η κουλτούρα του “That Girl” —του κοριτσιού που ξυπνά στις 6, κάνει yoga, πίνει matcha και εργάζεται παραγωγικά σε ένα φωτεινό διαμέρισμα— είναι ουσιαστικά η πιο πρόσφατη εκδοχή του skinny ιδανικού, ντυμένο με self-help και filters, που διαδώθηκε πιο ευρέως στην εποχή του Covid.

Η περίπτωση Schmidt —όπου υποτιθέμενες “καθημερινές συμβουλές” εστιάζουν στον έλεγχο θερμίδων, την αποφυγή των mixers στα cocktails, ή στο πώς να ξεγελάς τον εαυτό σου για να νιώθεις πιο πλήρης — δείχνει πόσο εύκολα η online διατροφολογία μπορεί να γλιστρήσει στη διαταραχή.

Όπως δήλωσε στη Wall Street Journal η Akiera Gilbert του Project Heal: “Πολλοί από όσους βοηθάμε δηλώνουν ότι η αρχική ώθηση για τη διαταραγμένη διατροφή τους προήλθε από τα social media.” Η ευθύνη λοιπόν βαραίνει όχι μόνο τις πλατφόρμες, αλλά και εμάς ως κοινό. Γιατί συνεχίζουμε να παρακολουθούμε;

Body positivity ή thinspiration; Μπορεί να συνυπάρξουν; 

Η Schmidt δηλώνει πως η πρόθεσή της είναι να βοηθήσει τις γυναίκες να νιώθουν πιο άνετα με το σώμα τους. Το πρόβλημα είναι ότι το όριο ανάμεσα στο empowerment και την παθολογική εμμονή με το βάρος είναι δυσδιάκριτο — ειδικά όταν προβάλλεται ως εμπορικό προϊόν.

Η ίδια απέκλειε ανήλικους από τα group της. Κι όμως, η έρευνα του The Cut αποκάλυψε ότι νεαρά κορίτσια συμμετείχαν, αντάλλασσαν tips για υποσιτισμό, και υπέφεραν σιωπηλά. Και κάπου εκεί, το body positivity φτάνει στο όριό του, όταν το να αποδέχεσαι το σώμα σου σημαίνει να το λιμοκτονείς για να το διατηρήσεις όπως το βλέπουν οι άλλοι.

TikTok και Instagram αντέδρασαν τελικά. Όχι όμως προληπτικά, αλλά μετά από δημόσια κατακραυγή. Ο αλγόριθμος που προωθεί τέτοιο περιεχόμενο δεν έχει ακόμα ηθική πυξίδα, και οι influencers, όσο “αυθεντικοί” κι αν είναι, δεν παύουν να λειτουργούν στο πλαίσιο μιας αγοράς.

Η Liv Schmidt δεν είναι η εξαίρεση. Είναι ο κανόνας μιας ψηφιακής εποχής όπου το skinny πωλείται ως επιλογή, αλλά καταναλώνεται ως ανάγκη. Την ίδια στιγμή, η ευκολία και η εμπορικότητα του φαρμακευτικού αδυνατίσματος, με το Ozempic να κάνει αστρονομικές πωλήσεις δισεκατομμυρίων τον περασμένο χρόνο, καθιστά το αποτέλεσμα πιο άμεσα εφικτό και κοινωνικά αποδεκτό, αλλά όχι λιγότερο προβληματικό. Το σώμα παρουσιάζεται ως project — και το φαρμακευτικό ή διατροφικό μέσο είναι απλώς εργαλείο.

Το wellness έγινε lifestyle. Ή μήπως ιδεολογία;

Από τις juice cleanses του Instagram μέχρι τα self-care rituals της Gen Z, το “να προσέχεις τον εαυτό σου” έχει μετατραπεί σε κατηγορία περιεχομένου με τρομακτική επιρροή. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το “να είσαι αδύνατη” δεν παρουσιάζεται πια ως δίαιτα. Είναι ταυτότητα και συγκεκριμένη αισθητική.

 

View this post on Instagram

 

A post shared by 𝓝. (@7.77itgirl)

Η Liv Schmidt, όπως πολλές πριν από αυτήν (η Gwyneth Paltrow είναι το πιο αναγνωρίσιμο πρόσωπο μιας παλαιότερης εκδοχής), αξιοποίησε τη γλώσσα της ευεξίας και της παραγωγικότητας: “είμαι ειλικρινής”, “δουλεύω σκληρά”, “δεν έχω τροφές που αποφεύγω”. Πίσω από το φαινομενικά “μοντέρνο”, “ενδυναμωτικό” ή “υγιεινό” lifestyle που πλασάρει —δηλαδή διατροφικά tips, wellness ρουτίνες, productivity, thin aesthetics— κρύβεται μια γνωστή πλέον ψυχοκοινωνική αφήγηση: η κοινωνική αποδοχή, η προσωπική αξία και η αγάπη (ή τουλάχιστον η επιβεβαίωση) κερδίζονται μέσα από την απώλεια: βάρους, όρεξης, ελευθερίας, ακόμα και υγείας.

Αυτό είναι ένα “παλιό μοτίβο” με ρίζες στη δίαιτα-κουλτούρα του 20ού αιώνα και στην πατριαρχική επιταγή ότι οι γυναίκες πρέπει να είναι “λιγότερες” — να καταλαμβάνουν λιγότερο χώρο, να καταπνίγουν επιθυμίες, να πειθαρχούν το σώμα τους. Η Liv Schmidt μπορεί να το ντύνει με hashtags τύπου #wellness ή #discipline, αλλά η βασική ιδέα παραμένει: γίνε πιο αποδεκτή, γίνε πιο “αρκετή”, με το να γίνεις λιγότερη.

Το skinny ως status symbol

Το ιδανικό του αδύνατου σώματος δεν είναι μόνο αισθητικό ή ψυχολογικό. Είναι και ταξικό.

 

View this post on Instagram

 

A post shared by Gwyneth Paltrow (@gwynethpaltrow)

Η ιδέα ότι τα “skinny aesthetics” λειτουργούν ως δείκτης ύφεσης (recession indicator) προκύπτει όλο και περισσότερο στον δημόσιο διάλογο, ειδικά σε συνδιασμό με την γενικότερη “επιτήρηση” του σώματος και την “τελειοποίησή”του, όπως η αφαίρεση των τατουάζ, οι “αόρατες” αισθητικές επεμβάσεις και το “φυσικό” μακιγιάζ.

Ιστορικά, κάθε μεγάλη οικονομική ύφεση ή περίοδος κρίσης συνοδευόταν από επιστροφή στα λεπτά σώματα ως ιδανικό. Το κοινωνικό άγχος μεταφέρεται στο σώμα, η αυτοπειθαρχία γίνεται υποκατάστατο ελέγχου, όταν δουλειά, οικονομία και μέλλον μοιάζουν αβέβαια.

Σύμφωνα με ανάλυση του Economist, στις περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες — από την Αμερική και τη Βρετανία, μέχρι τη Γερμανία και τη Νότια Κορέα — οι πλούσιοι είναι στατιστικά πιο αδύνατοι από τους φτωχούς. Η διαφορά αυτή, όμως, αφορά σχεδόν αποκλειστικά τις γυναίκες. Για τους άνδρες, το βάρος δεν έχει ισχυρή συσχέτιση με το εισόδημα· για τις γυναίκες όμως, η σχέση είναι σαφής: όσο πιο πλούσια είναι μια γυναίκα, τόσο πιο αδύνατη είναι.

Η ανισότητα αυτή έχει εξηγηθεί με πολλούς τρόπους: το ακριβό “υγιεινό” φαγητό, η έλλειψη χρόνου για άσκηση, η περιορισμένη πρόσβαση στην εκπαίδευση για θέματα διατροφής. Κανένα όμως από αυτά τα επιχειρήματα δεν εξηγεί γιατί η διαφορά βάρους μεταξύ πλούσιων και φτωχών εμφανίζεται σχεδόν μόνο στο γυναικείο φύλο.

Η ερμηνεία είναι βαθύτερη και πιο πολιτισμική: σε έναν κόσμο όπου οι γυναίκες αξιολογούνται περισσότερο βάσει της εικόνας τους, η λεπτότητα λειτουργεί ως δείκτης status, πειθαρχίας και κοινωνικής επιτυχίας. Η πλούσια γυναίκα είναι και αδύνατη. Όχι επειδή έχει απλώς τα μέσα για να προσέχει τη διατροφή της, αλλά επειδή το σώμα της λειτουργεί ως ορατό απόδεικτικό στοιχείο της αυτοπειθαρχίας, της “καλής ζωής” — και, τελικά, της αξίας της.

Η Wallis Simpson, που έγινε Δούκισσα του Ουίνδσορ, είχε πει κάποτε πως μια γυναίκα “δεν μπορεί να είναι ποτέ πολύ πλούσια ή πολύ αδύνατη”. Ίσως γιατί για να είναι το ένα, πρέπει να είναι και το άλλο.

Το επόμενο κεφάλαιο;

Οι γυναίκες σήμερα βομβαρδίζονται από αντικρουόμενα μηνύματα: ναι μεν να αγαπούν το σώμα τους, αλλά και να το “βελτιώνουν”. Να αποδέχονται τις καμπύλες, αλλά και να αγοράζουν προϊόντα που τις εξαφανίζουν. Να κάνουν unfollow σε τοξικά πρότυπα — αλλά πρώτα να τα παρακολουθήσουν, να τα αναπαράγουν, να τα επιθυμήσουν.

Η απάντηση δεν είναι να “ακυρώσουμε” ανθρώπους σαν τη Liv Schmidt. Είναι να κατανοήσουμε γιατί βρίσκουν απήχηση, να ενισχύσουμε φωνές που στηρίζουν την πραγματική ευεξία, αλλά και να ισορροπήσουμε τον δικό μας εσωτερικό μονόλογο με φροντίδα και αυτοεκτίμηση.

Από την Πετρίνα Κίτη

 

Skinni Société: Όταν η κουλτούρα της αυτοβελτίωσης γίνεται σύμβολο status appeared first on | Ό,τι έχει σημασία για τις γυναίκες.



Πηγή: marieclaire.gr

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ