Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ετοιμάζει ένα νέο Σχέδιο Προσιτής Στέγασης, επιδιώκοντας να αντιμετωπίσει τον στεγαστικό τομέα με έναν ενιαίο, κεντρικό τρόπο, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις ιδιαίτερες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες κάθε κράτους-μέλους. Η πρωτοβουλία αυτή έχει προκαλέσει ήδη προβληματισμό, ειδικά σε χώρες όπως η Ελλάδα και η Ισπανία, όπου οι στεγαστικές συνθήκες είναι πολύ διαφορετικές από εκείνες π.χ. της Ιταλίας ή άλλων χωρών της Βόρειας Ευρώπης.
Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση της Eurostat για τη «Στέγαση στην Ευρώπη» (Έκδοση 2024), οι Έλληνες πολίτες δαπανούν το 35,2% των διαθέσιμων εισοδημάτων τους για τη στέγη, ενώ στην Ισπανία το ποσοστό φτάνει το 17,2% και στην Ιταλία μόλις το 14,5%. Στην πραγματικότητα, όμως, η επιβάρυνση σε περιοχές όπως η Αττική ή η Βαρκελώνη ξεπερνά κατά πολύ τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ενώ ταυτόχρονα η προσφορά προσιτής κατοικίας είναι ανεπαρκής.
Στην Ελλάδα, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, οι τιμές κατοικιών έχουν αυξηθεί κατά 66% από το 2017 έως το πρώτο τρίμηνο του 2024, ενώ ταυτόχρονα παραμένουν 770.000 κενές κατοικίες, πολλές εκ των οποίων είναι κατασχεμένες και αδρανείς λόγω γραφειοκρατικών εμποδίων. Την ίδια στιγμή, η Ισπανία αντιμετωπίζει τη δική της κρίση: η τουριστικοποίηση, η έλλειψη κοινωνικής κατοικίας και η εκρηκτική άνοδος των ενοικίων (μέση τιμή άνω των 14 ευρώ/τ.μ.) έχουν οδηγήσει πολλούς Ισπανούς να διαθέτουν ως και 49% του εισοδήματός τους για ενοίκιο, σε πόλεις όπως η Βαρκελώνη.
Αντίθετα, η Ιταλία παρουσιάζει πιο σταθερή εικόνα. Τα επιτόκια στεγαστικών δανείων έχουν μειωθεί και η χώρα αναπτύσσει πρωτοβουλίες όπως η πώληση σπιτιών σε αγροτικές περιοχές προς 1 ευρώ, για την αναβίωση των εγκαταλελειμμένων χωριών. Σύμφωνα με τα στοιχεία, οι ενοικιάσεις αυξήθηκαν κατά 2% και τα μισθώματα κατά 4%, σε ένα περιβάλλον σχετικής σταθερότητας.
Η ΕΕ δέχεται σφοδρή κριτική
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, παρότι δεν έχει άμεση αρμοδιότητα για την πολιτική στέγασης, επεμβαίνει έμμεσα μέσα από κανονισμούς, οδηγίες και χρηματοδοτικά εργαλεία (όπως το Ταμείο Ανάκαμψης και τα προγράμματα FEDER), συνδέοντας τη στέγη με κοινωνικά και περιβαλλοντικά κριτήρια — ιδίως μέσω του Ευρωπαϊκού Πυλώνα Κοινωνικών Δικαιωμάτων και της Πράσινης Συμφωνίας.
Ωστόσο, παρά τις δηλώσεις περί «δικαιώματος στη στέγη», η πρακτική εφαρμογή των ευρωπαϊκών πολιτικών απέχει πολύ από τις ανάγκες των πολιτών. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προχώρησε μόλις στις 12 Μαΐου στη διεξαγωγή δημόσιας διαβούλευσης, ουσιαστικά μεταφέροντας την ευθύνη στους πολίτες, χωρίς να συνοδεύει το σχέδιο με επαρκή χρηματοδότηση ή δεσμευτικά μέτρα. Παράλληλα, δέχεται σφοδρή κριτική για τη σιωπηρή στήριξη των μεγάλων θεσμικών επενδυτών («funds»), οι οποίοι, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών, έχουν τριπλασιάσει τις αγορές κατοικιών στην Ευρώπη μεταξύ 2007 και 2021, ενισχύοντας την κερδοσκοπία και πιέζοντας τις τιμές προς τα πάνω.
Σε ένα τόσο ανομοιογενές ευρωπαϊκό περιβάλλον, όπου άλλες χώρες χτίζουν και άλλες στενάζουν, η πρόθεση της Κομισιόν να χαράξει κοινή στεγαστική πολιτική χωρίς διαφοροποίηση ανάλογα με τις ανάγκες κάθε κοινωνίας, θέτει σοβαρές αμφιβολίες για την αποτελεσματικότητα — και τη δημοκρατικότητα — του εγχειρήματος.
Πηγή: in.gr