«Το μεγάλο σύνολο των ακαδημαϊκών έχει στην ουσία μηδενικά ερευνητικά κονδύλια. Αυτό σημαίνει ότι ακόμη και για τις δημοσιεύσεις σε διεθνή επιστημονικά περιοδικά, που είναι η πεμπτουσία της έρευνας, επί της ουσίας πρέπει να βάζεις χρήματα από την τσέπη σου. Το οποίο είναι παράλογο», τόνισε στο «inForum Brain Retain Regain» ο κ. Κωνσταντίνος Αρκολάκης.
Αρχικά, ο Καθηγητής στο Yale ανέφερε ότι σήμερα πράγματι «υπάρχει μια τάση επιστροφής σε σχέση με το παρελθόν, αλλά η αλήθεια είναι ότι εξακολουθούν αν υπάρχει μεγάλες προκλήσεις για τους ακαδημαϊκούς ερευνητές στην Ελλάδα».
«Το μεγαλύτερο πρόβλημα για τους ακαδημαϊκούς -και κατά συνέπεια για την επιστροφή του ανθρώπινου κεφαλαίου- δεν είναι οι μιστοί καθαυτοί, αλλά η δυνατότητα να κάνουν έρευνα υψηλής ποιότητας στην Ελλάδα. Θα μπορούσαμε να κάνουμε τις ερευνητικές συνθήκες στην Ελλάδα πιο ελκυστικές και με πολύ μικρό αποτύπωμα στον κρατικό προϋπολογισμό», συμπλήρωσε.
«Πρόκειται για ένα μηδαμινό κόστος που θα έδινε στους ακαδημαϊκούς τη δυνατότητα να μετάσχουν σε ερευνητικά συνέδρια»
«Η ίδρυση του ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. (Ελληνικό Ίδρυμα Έρευνας και Καινοτομίας) ήταν πολύ σημαντικό βήμα για τη χρηματοδότηση της έρευνας – στα διεθνή στάνταρ. Αλλά αυτήν τη στιγμή η διαδικασία είναι ιδιαίτερα προβληματική, διότι τα ερευνητικά προγράμματα δεν βγαίνουν σε τακτά χρονικά διαστήματα. Έτσι, οι ερευνητές δεν μπορούν να προγραμματίσουν την έρευνά τους και δεν έχουν συγκεκριμένο τρόπο να προβλέψουν πώς θα πάρουν τη χρηματοδότηση για να κάνουν έρευνα υψηλής ποιότητας. Θα μπορούσε να γίνει αυτό που γίνεται στην Αμερική: να γίνονται προκηρύξεις δύο φορές τον χρόνο -χειμώνα και καλοκαίρι», είπε ο κ. Αρκολάκης, που προσέθεσε: Το θέμα είναι η κυβέρνηση να βγάζει κάθε χρόνο «συγκεκριμένο προϋπολογισμό, σε συγκεκριμένες ημερομηνίες, για να μπορεί αυτός ο προϋπολογισμός να διανέμεται σε ερευνητικά κονδύλια, σε συγκεκριμένες ημερομηνίες. Δηλαδή, να δίνονται να ίδια λεφτά με καλύτερη οργάνωση».
Η έρευνα θα μπορούσε να ενισχυθεί σημαντικά με μηδαμινό κόστος
Όσον αφορά στις προκηρύξεις για μη Έλληνες ερευνητές από το εξωτερικό, ο κ. Αρκολάκης είπε ότι η ελληνική γλώσσα θα μπορούσε να μην υπάρχει ως προαπαιτούμενο από την πρώτη στιγμή. «Θα μπορούσαμε να τους δίνουμε μια περίοδο χάριτος, π.χ. 3 ετών, όπως γίνεται στην Ισπανία, μέχρι κάποιος να μονιμοποιηθεί ως βοηθός καθηγητή στην αρχή και μετά να μπορεί να διδάξει στα ελληνικά. Ούτε αυτό θα είχε κάποιο αποτύπωμα στον προϋπολογισμό».
Ο καθηγητής τόνισε επιπλέον ότι «το μεγάλο σύνολο των ακαδημαϊκών έχει στην ουσία μηδενικά ερευνητικά κονδύλια. Αυτό σημαίνει ότι ακόμη και για τις δημοσιεύσεις σε διεθνή επιστημονικά περιοδικά, που είναι η πεμπτουσία της έρευνας, επί της ουσίας πρέπει να βάζεις χρήματα από την τσέπη σου. Το οποίο είναι παράλογο. Και ένα κόστος για ένα κονδύλι για όλους τους ερευνητές (περίπου 15.000 μόνιμοί ή υπό μονιμοποίηση) θα ήταν περίπου στα 10 εκατ. ευρώ – πρόκειται για ένα μηδαμινό κόστος που θα έδινε στους ακαδημαϊκούς τη δυνατότητα να μετάσχουν σε ερευνητικά συνέδρια και να κάνουν διεθνείς δημοσιεύσεις».
Σήμερα πράγματι «υπάρχει μια τάση επιστροφής και ανάσχεσης της φυγής», συμφώνησε ο κ. Κυριάκος Τολιάς, Διευθυντής, Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης και Ηλεκτρονικού Περιεχομένου (ΕΚΤ), ο οποίος προσέθεσε πως σύμφωνα με έρευνες το 75% των Ελλήνων που γύρισαν από το εξωτερικό, επέστρεψαν «πιο έμπειροι, με περισσότερες δεξιότητες και πιο ανταγωνιστικοί. Με αυτά τα skills βοηθούν και την ελληνική οικονομία, κάνουν πιο ανταγωνιστικές τις επιχειρήσεις που τους προσλαμβάνουν – διότι κυρίως έρχονται, να ξέρετε, σε επιχειρήσεις».
«Το brain drain είναι κάτι υγιές, πρέπει να το ενθαρρύνουμε και με έναν κατάλληλο σχεδιασμό μπορεί να οδηγήσει σε ένα πολύ υψηλής ποιότητα brain regain», σημείωσε ο κ. Ευάγγελος Διοικητόπουλος, Αν. Καθηγητής Οικονομικών & Δ/ντής ΕΜΟΠ ΟΠΑ, εξηγώντας, όπως και ο κ. Τόλιας, ότι η ανάπτυξη δεξιοτήτων μπορεί να λειτουργήσει ευεργετικά στο πλαίσιο του brain regain.
Πηγή: in.gr