«Μνημεία πολλά άφηκεν ο Βυζαντιακός Ελληνισμός της εκπολιτιστικής του δράσεως και επιρροής.
Εκ τούτων, εκ των σημαντικωτέρων, είναι η Μονή της Αγίας Αικατερίνης. Το Ελληνοχριστιανικόν τούτο Μνημείον αφ’ ενός αποτελεί απόδειξιν των υπερανθρώπων υπέρ του πολιτισμού αγώνων της φυλής ημών, αφ’ ετέρου δε, είναι εν των λαμπροτέρων κοσμημάτων της Ελληνοχριστιανικής Τέχνης και εις των πολυτιμοτέρων θησαυρών του παρελθόντος.
Είναι λυπηρόν ότι ολίγοι Ελληνες γνωρίζουσι τους θησαυρούς και έτι ολιγαριθμότεροι επεσκέφθησαν το Εθνικόν και θρησκευτικόν αυτό κόσμημα.
Διά τούτο απεφάσισα να γράψω τας εντυπώσεις της ιδικής μου κατά το θέρος τούτο επισκέψεως, ίνα ούτω πως συντείνω καγώ κατά το δυνατόν, όπως καταστεί γνωστόν εις τους Ελληνας και τας Ελληνίδας το ενδιαφέρον τούτο του ενδόξου παρελθόντος λείψανον.
“Ενδιαφέρον” είναι το ελάχιστον των επιθέτων, άτινα δύνανται να χαρακτηρίσωσι: την ιστορικήν αξίαν, το καλλιτεχνικόν μεγαλείον, την ιδιόρρυθμον ωραιότητα, το φυσικόν κάλλος, το τέλειον κλίμα, την διαυγέστατην ατμόσφαιραν, τον ανέφελον ουρανόν, την ποικιλωτάτην διασκευήν, την ανεξάντλητον χάριν του αγίου εκείνου τόπου, της Αγίας Μονής και των πέριξ αυτής προσκυνημάτων».
Με αυτά τα λόγια ο Αγαμέμνων Ζάχος ξεκινούσε το 146 σελίδων βιβλίο του «Το Ορος Σινά και η Μονή Αγίας Αικατερίνης (Μετά 52 πρωτότυπων εικόνων)», που εξέδωσε στην Αθήνα το 1937 ο Γεώργιος Κ. Ρόδης και προλόγισε ο Ν.Ι. Λούβαρις. Ηταν το βιβλίο – σταθμός που «σύστησε» στον σύγχρονο Ελληνισμό το σημαντικότερο μοναστικό κέντρο της ιστορίας του χριστιανισμού συνολικά μα και ένα από τα κυριότερα πνευματικά, πολιτισμικά, ιστορικά και εθνικά σημεία αναφοράς του ελληνικού κόσμου σε πρωτοφανές βάθος αιώνων παρουσίας, το οποίο και διατηρήθηκε εν ζωή στο πέρασμά τους.
Το πρωτοπόρο έργο του Ζάχου πέτυχε αργά αλλά σταθερά τον στόχο του: το Σινά, που ακόμα και στον Μεσοπόλεμο οι πιο πολλοί το πολύ να είχαν απλώς ακουστά την ύπαρξή του, κατέκτησε τη θέση που αυτονόητα του ανήκει όχι μόνο στην ελληνική ή τη χριστιανική ιστορία και συνείδηση, αλλά σε εκείνη του παγκόσμιου πολιτισμού, του οποίου αποτελεί πλέον σημείο αναφοράς. Ομως, δεν ήταν μόνον αυτή η «νίκη» του πρωτοπόρου «περιηγητή» του Μεσοπολέμου που έθεσε αυτοβούλως στους ώμους του αυτό το βαρύ χρέος. Γιατί εκείνο που ξεκίνησε βρήκε άξιους συνεχιστές στις δεκαετίες που ακολούθησαν και που φώτισαν σε πλήρες βάθος τη σημασία της ιστορικής Μονής στην πολλαπλότητά της.
Πέραν πολλών άλλων, οι μελετητές του Σινά, επιστρέφοντας ερευνητικά και πνευματικά πίσω στους αιώνες, είδαν μέσα από τα βάθη τους το δέος που εκείνο πάντοτε προκαλούσε: ένας μαγνήτης που συγκέντρωνε παθιασμένους προσκυνητές, στον διπλό ρόλο και του περιηγητή, που άφησαν τις μαρτυρίες τους παρακαταθήκες για το μέλλον της ανθρωπότητας ήδη από τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες. Και που, διαβάζοντάς τες σήμερα, δεν μπορεί παρά κανείς να νιώσει αυτό το ίδιο δέος, σαν να βρίσκεται μαζί τους, εκεί, δίπλα τους, τόσους αιώνες πριν…
Τα πολύτιμα αυτά κείμενα, από λόγιους προσκυνητές πολλών εθνικοτήτων, συνθέτουν το πιο μεστό ψηφιδωτό εκείνου του τόπου. Αξίζει, όσο μπορεί, να ανατρέξει κανείς σε αυτά, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο έχει γραφτεί για το Σινά, όσο βαριά υπογραφή κι αν φέρει. Οχι επειδή δεν θα έχει αξία. Κάθε άλλο. Αλλά επειδή εκείνους ουδείς και τίποτα μπορεί να τους ανταγωνιστεί.
Ολα αυτά τα βλέπει άλλωστε κανείς πολύ καλά τεκμηριωμένα και δομημένα σε ένα εξαιρετικής σημασίας κείμενο που δημοσιεύθηκε το 2006 στον Τόμο ΚΖ του «Δελτίου της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας» (σελ. 491-504). Και απ’ όπου, αν είναι φιλέρευνος, μπορεί να αντλήσει ατελείωτες παραστάσεις μα και στοιχεία επί του θέματος – και κατά συνέπεια για μια σειρά κεντρικών ζητημάτων της δογματικής ιστορίας, της πολιτικής επίσης και, φυσικά, του ίδιου του πολιτισμού. Πρόκειται για τη δημοσιευμένη στα αγγλικά μελέτη της Αναστασίας Δρανδάκη με τίτλο «Η Μονή Σινά μέσα από τα κείμενα των προσκυνητών του 13ου και του 14ου αιώνα», με ελληνική περίληψη στο τέλος της.
Αυτή την ώρα, δεν υπάρχει πιο κατάλληλη συμβολή από μια τέτοια ματιά για τη Μονή που αποτελεί η ίδια μέγα κεφάλαιο της παναθρώπινης ιστορίας, που μάλιστα παραμένει ζωντανό. Μα που τέθηκε πλέον υπό πρωτοφανή ερεβώδη δοκιμασία της οποίας το πραγματικό «διά ταύτα» κάθε άλλο παρά έχει ακόμη καταστεί σαφές, παρά την «καθησυχαστική» παρέμβαση του προέδρου της Αιγύπτου Σίσι.
Ελάχιστες φράσεις που παρατίθενται εδώ από αυτή τη μελέτη δείχνουν την έκταση και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του ενδιαφέροντος που συγκέντρωνε πάντοτε η Μονή, καθώς και πολλά «πίσω απ’ τις γραμμές» για έναν πολιτισμό καθοριστικό για τον κόσμο, που όμως βάλλεται πια διαρκώς και πανταχόθεν ακόμα και εκ των ένδον, μα, δυστυχώς, πλέον χωρίς επαρκείς, άξιους υπερασπιστές:
«Η πρώτη αναφορά στην ύπαρξη λατινικού παρεκκλησίου εντοπίζεται στην αφήγηση του Anselme Adorno, το 1470-71. […] Ιδιαίτερα σημαντική είναι η αφήγηση του γερμανού προσκυνητή Thietmar 1217). Ο Thietmar περιγράφει λεπτομερώς την εικονογραφία ενός μεταλλικού, “χρυσού” έργου που βρισκόταν στη θέση της αυθεντικής βάτου. Απεικόνιζε στο κέντρο τη βάτο με τον Χριστό επάνω της και εκατέρωθεν διπλή απεικόνιση του Μωυσή. Η εικονογραφία που περιγράφει ο Thietmar ανταποκρίνεται απολύτως στη μικρογραφία που προηγείται της τρίτης ομιλίας του Ιάκωβου Κοκκινοβάφου, στα δύο γνωστά κωνσταντινουπολίτικα χειρόγραφα των μέσων του 12ου αιώνα. […] Ο δεύτερος προσκυνητής που μας προσφέρει πληροφορίες για συγκεκριμένα λατρευτικά έργα του Σινά είναι ο μοναχός Niccolò da Poggibonsi (1346-1350) από την Τοσκάνη. Μεταξύ άλλων, αναφέρεται στη θέση μιας ψηφιδωτής Βρεφοκρατούσας πάνω στις κλειστές τότε, ιουστινιάνειες, μεσαίες θύρες του κυρίως ναού. Αυτή η ψηφιδωτή εικόνα πιθανώς ταυτίζεται με τη μόνη γνωστή ανάλογη εικόνα του όψιμου 12ου ή πρώιμου 13ου αιώνα που φυλάσσεται στη μονή. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης η ρητή αναφορά του Niccolò da Poggibonsi στη θέση της γνωστής βιογραφικής εικόνας του Μωυσή, του 13ου αιώνα, την οποία είδε ανηρτημένη στο τέμπλο του μικρού ναού της Αγίας Κορυφής, που ήταν τότε αφιερωμένος στον προφήτη».
Πηγή: tanea.gr