Το μακρινό 1992, η πολυβραβευμένη ιταλίδα συγγραφέας και ντοκιμαντερίστρια Φραντσέσκα Μελάντρι (το βιβλίο της «Σωστό Αίμα» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη) βρέθηκε να καταγράφει, μαζί με έναν ακόμα κινηματογραφιστή, τα δεινά των Λοτσάμπα, μιας νεπαλόφωνης μειονότητας στο Μπουτάν. Ο νέος βασιλιάς αυτής της χώρας των Ανατολικών Ιμαλαΐων είχε αποφασίσει να τη μετατρέψει σε μονοεθνοτικό βουδιστικό κράτος. Είχε εκδιώξει λοιπόν βίαια τους ινδουιστές Νεπαλέζους που ζούσαν εκεί γενιές ολόκληρες, αναγκάζοντάς τους να καταφύγουν στο Νεπάλ. Εκατοντάδες χιλιάδες από αυτούς βρέθηκαν στις πεδιάδες του Τεράι, σε έναν άθλιο καταυλισμό προσφύγων που είχε στηθεί στην ξερή κοίτη ενός εποχικού ποταμού, τον οποίο οι μουσώνες θα μετέτρεπαν σύντομα σε τοξική λασπορροή. Η Μελάντρι και ο συνεργάτης της είχαν πάρει συνέντευξη από πολλούς πρόσφυγες, που τους διηγήθηκαν την τυπική ιστορία όλων των εθνοκαθάρσεων: άνθρωποι που δολοφονούνταν μπροστά στα μάτια των δικών τους, γυναίκες που βιάζονταν ομαδικά, σπίτια που πυρπολούνταν, το δράμα της φυγής μέσα στη νύχτα, χωρίς δεύτερη αλλαξιά ρούχα.
Επιστρέφοντας στην Ιταλία, η Μελάντρι πρότεινε ένα ντοκιμαντέρ στα τηλεοπτικά δίκτυα, αλλά η απάντηση ήταν πάντα η ίδια: «Γίνεται εθνοκάθαρση στη Βοσνία, κανείς δεν ενδιαφέρεται για το Μπουτάν και το Νεπάλ». Αντέτεινε ότι κανείς δεν ενδιαφερόταν ακριβώς επειδή τα κανάλια δεν μιλούσαν γι’ αυτό, αλλά δεν άλλαξε τίποτα. Οι εικόνες της δεν προβλήθηκαν ποτέ στις ειδήσεις, κι αυτό της έδωσε ένα σημαντικό μάθημα: κάποιες γενοκτονίες είναι δημοφιλέστερες από άλλες.
Η ιταλίδα συγγραφέας τιμήθηκε πρόσφατα στη Βιέννη από το αυστριακό Ινστιτούτο Καρλ Ρένερ με το βραβείο πολιτικού βιβλίου Μπρούνο Κράισκι. Αυτές τις μέρες – είπε στην ομιλία της –, μία στάση, ως απάντηση στις παγκόσμιες κρίσεις και την αιματοχυσία, την ανησυχεί συχνά περισσότερο και από τα ίδια τα γεγονότα: είναι αυτό που η ίδια αποκαλεί επιλεκτική ενσυναίσθηση. Δεν αναφέρεται βέβαια στη φυσική διαφορά ανάμεσα στη συμπάθεια ή τη στοργή που νιώθουμε για τα αγαπημένα μας πρόσωπα και τους ξένους – αυτή είναι απαραίτητη για την επιβίωση του είδους μας. Μιλάει για τους διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους εμείς, ως δυτικό κοινό, νιώθουμε ενσυναίσθηση προς τους ανθρώπους που πλήττονται από καταστροφές, από κρίσεις τις οποίες θα χώριζε σε δύο κατηγορίες: εκείνες που, στην καλύτερη περίπτωση, ελλείψει προσωπικής σχέσης μαζί τους (αν γνωρίζουμε καν για αυτές…) ξυπνούν μια αόριστη συμπόνια, και εκείνες που νιώθουμε να μας αφορούν προσωπικά, λιγότερο ή περισσότερο.
Η εθνοκάθαρση των Λοτσάμπα είναι ένα ακραίο παράδειγμα της πρώτης κατηγορίας. Κάθε φορά που η Μελάντρι μιλούσε γι’ αυτήν σε άλλους Ευρωπαίους, η πιο συχνή απάντηση ήταν: «Δεν το έχω ξανακούσει!». Και σήμερα ακόμα, οι ανθρωπιστικές καταστροφές και οι συνεχιζόμενοι πόλεμοι στο Σουδάν, και ακόμη περισσότερο στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, ελάχιστα απασχολούν τους Ευρωπαίους – γεγονός που εξηγεί τη χαμηλή κάλυψή τους από τα μέσα ενημέρωσης, η οποία με τη σειρά της εξηγεί την αδιαφορία των ανθρώπων, σε έναν ανατροφοδοτούμενο βρόχο αδιαφορίας. Η επιλογή τού τι μας συγκινεί και τι όχι είναι αποτέλεσμα ενός πολύ σύνθετου μείγματος ιστορίας, γεωπολιτικής, ηγεμονικών συμφερόντων και συνηθειών. Ακόμα και της μόδας, έχει δίκιο η Μελάντρι: θυμάστε όταν όλοι στήριζαν τον αγώνα του Θιβέτ;
Υπάρχει, σε κάθε περίπτωση, και η δεύτερη κατηγορία: οι κρίσεις που γίνονται πρωτοσέλιδα, για τις οποίες συζητάμε, που τροφοδοτούν την πολιτική συζήτηση. Ομως αυτή η αυξημένη στράτευση μπορεί να έχει και μια σκοτεινή πλευρά. Ηταν ήδη ορατή από όταν εισέβαλε η Ρωσία στην Ουκρανία, στις 24 Φεβρουαρίου του 2022 – πήρε όμως πολύ μεγαλύτερη διάσταση μετά την επίθεση της Χαμάς στο Νότιο Ισραήλ, στις 7 Οκτωβρίου 2023.
Είναι οι πολίτες της Δύσης που αγανακτούν, και δικαίως, με τη δυσανάλογη βία των ισραηλινών αντιποίνων στη Γάζα, με την αφόρητη ένταση του πόνου, της πείνας και του θανάτου που επιβάλλεται στους Παλαιστίνιους, αλλά δεν έχουν βρει να πουν ούτε λέξη, τρία χρόνια τώρα, για τον πόνο που επιβάλλει ο Πούτιν στους Ουκρανούς, για την Μπούτσα, για τη Μαριούπολη, για τα Ουκρανόπουλα που έχουν απαχθεί, για τους καθημερινούς βομβαρδισμούς αμάχων. Είναι όμως και εκείνοι που στηρίζουν την Ουκρανία, με την αλληλεγγύη που της πρέπει ως χώρα που δέχεται βάναυση επίθεση, και παράλληλα προσποιούνται πως η φρίκη της Γάζας δεν υφίσταται, ή δεν έχει αναγνωρίσιμο αίτιο, ή μιλούν για τα βάσανα των Παλαιστινίων σαν να επρόκειτο για μια βιβλική πληγή, μια καταστροφή αγνώστου προέλευσης. Είναι επίσης εκείνοι που σκίζουν, στη Νέα Υόρκη, αφίσες με τους ισραηλινούς ομήρους της Χαμάς, ή παρενοχλούν ισραηλινούς τουρίστες στην Αθήνα, σε ένδειξη, υποτίθεται, «αλληλεγγύης στην Παλαιστίνη», χρησιμοποιώντας ένα έγκλημα πολέμου για να υποβαθμίσουν ένα άλλο, και συγκαλύπτοντας τελικά μετά βίας τον αντισημιτισμό τους. Αλλά κι εκείνοι που διακηρύττουν πως κάποια θύματα είναι πιο «ευνοημένα» από άλλα, επικαλούμενοι τη μεγαλύτερη δημοσιότητα που εισπράττουν – λες και οι γυναίκες της Βοσνίας που βιάστηκαν ήταν πιο τυχερές από τις Νεπαλέζες του Μπουτάν.
Είναι λέξη της μόδας η ενσυναίσθηση. Οταν τη νιώθεις επιλεκτικά, όμως, κάτι δεν πάει (καθόλου) καλά.
Πηγή: tanea.gr