Του Κώστα Ράπτη
Αν αυτή είναι η συμπεριφορά των φερόμενων ως στρατηγικών εταίρων, τότε δεν χρειάζονται οι εχθροί. Η απόφαση του εφετείου της Αιγύπτου κατά της ελληνορθόδοξης Ιεράς Μονής του Σινά συνιστά ισχυρό κλυδωνισμό για τις ελληνο-αιγυπτιακές σχέσεις και φανερώνει απόλυτο αιφνιδιασμό της Αθήνας.
Αρκεί να αναλογισθεί κανείς ότι μόλις στις 7 Μαΐου πραγματοποιείτο συνεδρίαση του ανώτατου συμβουλίου συνεργασίας Ελλάδας-Αιγύπτου, με την ευκαιρία της οποίας ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης ευχαρίστησε τον πρόεδρο Αμπντερραχμάν ελ-Σίσι για το “προσωπικό” ενδιαφέρον του για τη Μονή του Σινά.
Και μολονότι ο στρατάρχης που κυβερνά δια σιδηράς χειρός την Αίγυπτο εδώ και 12 χρόνια είχε “εξομολογηθεί” στους συνομιλητές του ότι “δεν ελέγχει τη γραφειοκρατία” του, οι φιλοξενούντες έμειναν με την εντύπωση ότι δεν αργεί η κατοχύρωση σε διεθνή συμφωνία των όρων προστασίας του ιστορικού καθιδρύματος.
Εξ ου και το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών επέλεξε να κρατήσει, δια της εκπροσώπου του Λάνας Ζωχιού, χαμηλούς τους τόνους της αρχικής αντίδρασης, δηλώνοντας: “Οι κυβερνήσεις Ελλάδας και Αιγύπτου εργάστηκαν συστηματικά το τελευταίο διάστημα για μία συμφωνία, η οποία θα διασφαλίζει τον ιερό ελληνορθόδοξο χαρακτήρα της περιοχής. Είμαστε εν αναμονή της αποστολής της απόφασης του αιγυπτιακού δικαστηρίου που εξεδόθη χθες. Ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών επικοινώνησε αμέσως με τον υπουργό Εξωτερικών της Αιγύπτου και κατέστησε σαφές ότι δεν υπάρχει κανένα περιθώριο να αποκλίνουμε από την κοινή κατανόηση των δύο πλευρών, η οποία εκφράστηκε από τους ηγέτες των δύο χωρών στο πλαίσιο του πρόσφατου Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας στην Αθήνα”.
Προφανώς, η ελληνική διπλωματία εκτιμά ότι μία απόφαση που είναι δικαστική και όχι κυβερνητική μπορεί ευκολότερα να ανατραπεί.
Η πραγματικότητα είναι πολύ πιο δυσάρεστη. Διότι η δημοσιευθείσα (σε ανεπίσημη μετάφραση) απόφαση του αιγυπτιακού εφετείου αποκαλύπτει ότι στα δικόγραφα περιλαμβάνεται και παρέμβαση του υπουργού Πολιτισμού και του προέδρου του Ανώτατου Συμβουλίου Αρχαιοτήτων της Αιγύπτου, την ίδια ώρα που ο Αρχιεπίσκοπος Σινά Δαμιανός κρίνεται ως πρόσωπο μη έχον έννομο συμφέρον και μη εκπροσωπών νομικά αναγνωρισμένη οντότητα.
Σε συνέχεια μιας σειράς αλλεπάλληλων αγωγών, που δρομολογήθηκαν από το 2013, ενόσω ακόμη την Αίγυπτο κυβερνούσε η Μουσουλμανική Αδελφότητα, αλλά συνεχίσθηκαν με αιχμή την αιγυπτιακή αρχαιολογική υπηρεσία, το εφετείο επιβεβαίωσε τους χειρότερους φόβους των Σιναϊτών μοναχών τα τελευταία χρόνια, κρίνοντας ότι η ελληνορθόδοξη αδελφότητα δεν έχει νόμιμους τίτλους ιδιοκτησίας για το ίδιο το εντός των τειχών συγκρότημα της Μονής της Αγ. Αικατερίνης και τα περιφερειακά εξαρτήματά του, τα οποία αποδίδονται άμεσα στο αιγυπτιακό κράτος. Η σιναϊτική αδελφότητα αντιμετωπίζεται έτσι ως καταπατητής, με ανοιχτό και το ενδεχόμενο της έξωσής της.
Με διορθωτικές δηλώσεις τους το Υπουργείο Εξωτερικών και η Προεδρία της Αιγύπτου υποστηρίζουν ότι η δικαστική διαφορά αφορά απλώς ιδιοκτησίες της Μονής σε προστατευόμενες φυσικές περιοχές και ότι κατά τα λοιπά κατοχυρώνεται και νομικά το καθεστώς της Μονής. Όμως η ανάγνωση της απόφασης του εφετείου δεν αφήνει αυτή την εντύπωση, ενώ ο εκπρόσωπος της Μονής κάνει λόγο δήμευση με την οποία “οι μοναχοί γίνονται φιλοξενούμενοι στο σπίτι τους”.
Υπενθυμίζεται ότι η Ιερά Μονή του Θεοβαδίστου Όρους Σινά ιδρύθηκε από τον αυτοκράτορα Ιουστίνιανό πριν από 15 αιώνες και αποτελεί το αρχαιότερο εν συνεχή λειτουργία χριστιανικό μοναστήρι σε όλο τον κόσμο. Κηρυγμένη μνημείο της παγκόσμιας κληρονομιάς από την UNESCO, η Μονή διαθέτει (και συντηρεί με επιστημονικές μεθόδους) βιβλιοθήκη περίπου 5.000 σπανίων χειρογράφων στα ελληνικά, αραβικά, λατινικά, κοπτικά, αιθιοπικά, συριακά, γεωργιανά, αρμενικά, σλαβονικά και γλαγολιτικά, καθώς και Σκευοφυλάκιο με πλούσια συλλογή εικόνων (ακόμη και εγκαυστικών, χρονολογούμενων πριν από την εικονομαχία), λειτουργικών σκευών, αμφίων κ.ο.κ.
Εκκλησιαστικά, η Μονή έχει καθεστώς αυτόνομης εκκλησίας και ο ηγούμενός της είναι Αρχιεπίσκοπος Σινά, Φαράν και Ραϊθώ, χειροτονούμενος από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων. Διαθέτει μετόχια τόσο εντός της Χερσονήσου του Σινά (τη γυνακεία μονή της Φαράν, τον ναό της Ραϊθώ όπου και το λιγοστό ποίμνιο, κ.ά.) όσο και εκτός, όπως αυτά, του Καΐρου (όπου συνήθως διαμένει ο Αρχιεπίσκοπος), των Αθηνών, της Κρήτης της Ζακύνθου, των Ιωαννίνων, της Κωνσταντινούπολης, του Λιβάνου κ.ά.
Στενή σχέση έχουν οι σιναϊτες με τους Βεδουίνους μουσουλμάνους της φυλής των Γκεμπελία (βουνίσιων), οι οποίοι κατά παράδοση υπηρετούν τη μονή, ενώ ακλόνητη προστασία θεωρούνταν ότι προσέφερε στο ισλαμικό πλαίσιο ο σχετικός “αχτιναμές” του προφήτη Μωάμεθ. Πράγματι, η μονή φυλάσσει έγγραφο, που υπογράφεται με το σχήμα της παλάμης του ιδρυτή του Ισλάμ, ο οποίος φέρεται να ζητά από τους πιστούς του την διηνεκή προστασία των Σιναϊτών που τον φιλεξένησαν.
Σε κάθε περίπτωση, η απόφαση του εφετείου του Καΐρου συνιστά την σημαντικότερη απειλή για τη ζωή της αδελφότητας από τον καιρό του φανατικού φατιμίδη χαλίφη Χάκιμ (11ος αιώνας), ο οποίος είχε εκστρατεύσει εναντίον της Μονής, αλλά “αφοπλίσθηκε”, αφότου οι Σιναΐτες πρόλαβαν να ανεγείρουν εντός του περιβόλου ένα τέμενος που σώζεται μέχρι σήμερα.
Κρινόμενη με περισσότερο σύγχρονα μέτρα, η απόφαση του εφετείου ξεπερνά ακόμη και την πρωτοβουλία του Ερντογάν να επαναφέρει στην ισλαμική λατρεία την Αγία Σοφία, καθώς αυτή αποτελούσε αλλαγή χρήσης ενός κτηρίου που τελούσε ήδη υπό δημόσιο έλεγχο και όχι επαπειλούμενη έξωση μίας αρχαίας θρησκευτικής κοινότητας.
Όλα αυτά μαρτυρούν μια περιφρόνηση προς τους θεσμούς ελληνικού ενδιαφέροντος, η οποία δεν δικαιολογείται από φιλικό κράτος. Μία πρώτη ερμηνεία θα μπορούσε να είναι το οικονομικό ενδιαφέρον που γεννά η εν γένει τουριστικοποίηση της Χερσονήσου του Σινά.
Μία άλλη, οι πολιτικές “πυγμής” και “ισλαμοποίησης” που ακολουθεί η εξουσία στην Αίγυπτο, ήδη από τα τελευταία χρόνια της περιόδου Μουμπάρακ, αναζητώντας νομιμοποίηση. Όμως η πλησιέστερη προς τη δραματική συγκυρία που ζούμε εξήγηση αφορά την επιθυμία της Αιγύπτου να επιβεβαιώσει την κυριαρχία της στη Χερσόνησο του Σινά, αν χρειαστεί και με αναθεώρηση των Συνθηκών του Καμπ Ντέιβιντ, στο φόντο των εξελίξεων στη γειτονική και απειλούμενη με εθνοκάθαρση Λωρίδα της Γάζας. Υπενθυμίζεται ότι η δραστηριοποίηση τζιχαντιστών ανταρτών στο βόρειο τμήμα της Χερσονήσου τα προηγούμενα χρόνια έδωσε στην Αίγυπτο την ευκαιρία να αυξήσει το στρατιωτικό της αποτύπωμα στην περιοχή.
Σε αυτά πρέπει να προστεθεί και η παρατηρούμενη το τελευταίο διάστημα προσέγγιση του Σίσι με τον άλλοτε δριμύ επικριτή του, Ερντογάν – και πάλι στο φόντο των εξελίξεων στη Γάζα. Και τρίτοι “παίκτες”, όπως η Ρωσία, που διατηρούν καλές σχέσεις με τους εν λόγω ηγέτες, δεν ενδιαφέρονται να υπερασπισθούν τα συμφέροντα της ελληνόφωνης ορθοδοξίας, με την οποία έχουν έρθει (εξαιρουμένου του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων) σε ρήξη λόγω του ουκρανικού.
Πηγή: capital.gr