Του Νίκου Ρουσάνογλου
Η γραφειοκρατία που συνοδεύει τις μεταβιβάσεις ακινήτων και η διαδικασία διαχείρισης του χρέους που συνδέεται με τα στεγαστικά δάνεια στερούν εκατοντάδες χιλιάδες ακίνητα από την αγορά κατοικίας. Αυτό υποστηρίζουν φορείς της αγοράς ακινήτων, που εκτιμούν ότι περίπου 300.000 κατοικίες βρίσκονται αυτή τη στιγμή “εγκλωβισμένες” στην μακρόχρονη διαδικασία των κατασχέσεων και των πλειστηριασμών, χωρίς να υπολογίζονται και τα δεκάδες χιλιάδες σπίτια, που έχουν περιέλθει στην κατοχή των τραπεζών και των servicers μέσω της διαδικασίας των ανακτήσεων από άγονους πλειστηριασμούς.
Στον αριθμό αυτό συμπεριλαμβάνονται και όσα ακίνητα συνδέονται με δάνεια που ναι μεν έχουν ρυθμιστεί, πλην όμως ο ιδιοκτήτης επιθυμεί να προχωρήσει σε πώληση, ώστε να απαλλαγεί από το χρέος. Σε αυτή την περίπτωση, απαιτείται και η σύμφωνη γνώμη του πιστωτή, που σε αρκετές περιπτώσεις μπορεί να καθυστερήσει ακόμα και για ένα χρόνο, κάτι που σημαίνει ότι όλο αυτό το διάστημα, η αγορά στερείται μιας δυνητικής πρόσθετης προσφοράς κατοικιών προς πώληση.
“Πρόκειται για έναν έμμεσο τρόπο συντήρησης, ή ακόμα κι επαύξησης των τιμών πώλησης. Η σημαντική καθυστέρηση που συνδέεται με την διαδικασία αυτή, ή ενδεχομένως και ο χρόνος που απαιτείται, προκειμένου να τακτοποιηθεί πολεοδομικά ένα διαμέρισμα, στερούν χιλιάδες σπίτια από το απόθεμα της προσφοράς. Όταν αυτή αυξάνεται με το σταγονόμετρο, οι τιμές δύσκολα θα υποχωρήσουν σε πιο φυσιολογικά επίπεδα”, αναφέρει ο κ. Λευτέρης Ποταμιάνος, πρόεδρος του Συλλόγου Μεσιτών Αθηνών-Αττικής.
Στην πρόσφατη έκθεσή της για την αγορά ακινήτων, η Eurobank επισήμανε ότι εκτός από την κατάρρευση της οικοδομικής δραστηριότητας, υπάρχουν κι άλλοι παράγοντες που “δημιουργούν χάσμα μεταξύ του φυσικού αποθέματος κατοικιών προς πώληση και αυτών που διατίθενται τελικά στην αγορά. Αυτό μπορεί να είναι απόρροια γραφειοκρατικών κωλυμάτων, πολεοδομικών παραβάσεων ή εκκρεμοτήτων, νομικών διενέξεων, πολυιδιοκτησίας, προσκομμάτων στη διαδικασία ρευστοποίησης ενεχύρων, αλλά και της κακής κατάστασης ορισμένων κατοικιών, σε μεγάλο βαθμό απόρροια της οικονομικής κρίσης της περασμένης δεκαετίας σε συνδυασμό με τη σημαντική αύξηση του κόστους ανακαίνισης προσφάτως. Σε κάθε περίπτωση, ο μεγάλος αριθμός διαδικασιών (π.χ. τροποποιήσεις σχεδίων, τακτοποιήσεις) που απαιτούνται για την έκδοση των απαιτούμενων δικαιολογητικών (π.χ. ηλεκτρονική ταυτότητα κτιρίου, βεβαιώσεις μηχανικών, κλπ) και την έγκυρη καταχώρηση ενός ακινήτου στα μητρώα (Κτηματολόγιο και προσεχώς, Μητρώο Ιδιοκτησίας και Διαχείρισης Ακινήτων) ώστε να καταστεί δυνατή η μεταβίβαση ενός ακινήτου έχει αρνητικές συνέπειες, τόσο για το κόστος απόκτησης ακινήτου όσο και για την ίδια τη ρευστότητα της αγοράς: αφενός αυξάνουν την ψαλίδα μεταξύ της αγοραίας τιμής ενός ακινήτου και του κόστους απόκτησής του, αφετέρου οδηγούν σε καθυστερήσεις, ενίοτε και ακυρώσεις των αγοραπωλησιών, αποθαρρύνοντας και άλλους δυνητικούς πωλητές ή αγοραστές”, επισημαίνεται στην σχετική ανάλυση.
Πριν από μερικές εβδομάδες, πηγές από την τραπεζική αγορά έκαναν λόγο για ανάγκη παρεμβάσεων από την κυβέρνηση, προκειμένου να μπορέσουν να αρθούν κάποια από τα υφιστάμενα εμπόδια για την αύξηση του αποθέματος των επιλέξιμων ακινήτων, μέσω του προγράμματος “Σπίτι Μου”. Μεταξύ αυτών, έχει προταθεί να εξαιρεθούν τα ακίνητα που θα πουληθούν μέσω του προγράμματος, από την υποχρέωση έκδοσης Ηλεκτρονικής Ταυτότητας Κτιρίου. Η σχετική υποχρέωση μπορεί, λένε, να περάσει στον νέο ιδιοκτήτη, στον οποίο θα δοθεί ένα εύλογο χρονικό διάστημα, με τις απαιτούμενες δικλείδες ασφαλείας, προκειμένου να σπεύσει να τακτοποιήσει την σχετική εκκρεμότητα και να “καθαρίσει” το σπίτι που μόλις απέκτησε από τυχόν πολεοδομικές και τεχνικές παρατυπίες. Μάλιστα, η εν λόγω πρόταση μοιάζει να τυγχάνει και θετικής ανταπόκρισης από την ηγεσία του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, μιας και εκτιμάται ότι με τον τρόπο θα μπορέσουν να προχωρήσουν με ταχύτερο ρυθμό οι συναλλαγές και συνεπώς και οι εκταμιεύσεις των αντίστοιχων δανείων.
Η πρόταση αυτή πρωτοδιατυπώθηκε από τον επενδυτή ακινήτων και σύμβουλο επιχειρήσεων, κ. Ηλία Παπαγεωργιάδη, στο πλαίσιο της εκδήλωσης που διοργάνωσε τον περασμένο Δεκέμβριο, με τίτλο “Ελλάδα 2025. Επιχειρείν, Ακίνητα, Επενδύσεις”.
“Χρειάζεται να δώσουμε πολεοδομική αμνηστία, προκειμένου να διευκολυνθούν οι συναλλαγές, πολλές εκ των οποίων ακυρώνονται, ή καθυστερούν επί μήνες, λόγω της γραφειοκρατίας που συνοδεύει την κάθε πώληση. Αντί δηλαδή να λέμε στον πωλητή, βρες τα χαρτιά και τρέξε, να επιτρέπεται η άμεση πώληση του ακινήτου και στη συνέχεια ο αγοραστής να έχει στη διάθεση ένα διάστημα, π.χ. τριών ετών, ώστε να τακτοποιήσει πολεοδομικά το σπίτι του”, είχε αναφέρει τότε ο κ. Παπαγεωργιάδης.
Μάλιστα, πρόκειται για μια πρόταση που βρίσκει σύμφωνη και την ΠΟΜΙΔΑ. “Μέσα από αυτή την “Αμνηστία” δεν προτείνω να διαγράψουμε τα προβλήματα που υπάρχουν, αλλά να επιτρέψουμε στον πωλητή να πουλήσει το ακίνητό του. Έτσι θα ανοίξει η αγορά και θα μπορέσουν χιλιάδες πωλητές να πουλήσουν ακίνητα που σήμερα δεν έχουν τον χρόνο και τα χρήματα να τακτοποιήσουν πολεοδομικά”, τονίζει ο κ. Παπαγεωργιάδης. Σύμφωνα με τον ίδιο, όταν σήμερα, είναι εγκλωβισμένα επί μήνες, ή ακόμα και χρόνια, δεκάδες χιλιάδες σπίτια που βρίσκονται στην κατοχή των τραπεζών και των εταιρειών διαχείρισης ακινήτων, ακριβώς λόγω των πολεοδομικών εκκρεμοτήτων που τα συνοδεύουν, η λύση της πολεοδομικής αμνηστίας θα πρέπει να βρίσκεται στο επίκεντρο.
Πηγή: capital.gr