Το σχέδιο του ΥΠΕΘΟ για ταχεία μείωση του χρέους μέχρι το 2032

Δέκα χρόνια νωρίτερα η αποπληρωμή των δανείων...

του Τάσου Δασόπουλου

Στη διατήρηση υψηλού ρυθμού ανάπτυξης και υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων, τουλάχιστον μέχρι και το 2035, εκκαθαρίζοντας παράλληλα και τις παγίδες οι οποίες μπήκαν στο πρώτο και δεύτερο μνημόνιο, προσανατολίζεται πλέον το ΥΠΕΘΟ, στοχεύοντας σε μια μακροπρόθεσμη οριστική ελάφρυνση του χρέους. 

Βάση του σχεδίου για το χρέος θα είναι να συνεχιστεί η σημερινή δημοσιονομική πολιτική, ανεξάρτητα από το ποιο κόμμα θα είναι στην κυβέρνηση. Με άλλα λόγια, η Ελλάδα θα πρέπει να συνεχίσει να παράγει πρωτογενή πλεονάσματα 2%-2,5% του ΑΕΠ, με τα οποία να καλύπτονται οι τόκοι του χρέους. Με ανάπτυξη 1,5%-1,8% και μετά το τέλος του Ταμείου Ανάκαμψης και μέσο πληθωρισμό στο 2%, θα επιτυγχάνεται ετήσια μείωση του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ από 5,5% έως και 6,3% τον χρόνο. 

Βεβαίως, όσο θα εξοφλούνται τα μνημονιακά δάνεια, ένα κομμάτι του χρέους θα περνάει από τον λεγόμενο “επίσημο τομέα” στις αγορές. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση του μέσου επιτοκίου εξυπηρέτησης του χρέους από 1,73% σήμερα στο 3% σε μέσα επίπεδα τα χρόνια μετά το 2027. Το πολύ χαμηλό μέσο επιτόκιο του χρέους σήμερα προκύπτει από το ότι τα 2/3 του χρέους (περίπου 230 δισ. ευρώ) διακρατούνται από την Ευρωζώνη, τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF) και τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM).

Παράλληλα θα συνεχιστεί η δυναμική διαχείριση χρέους με τη χρήση των ταμειακών διαθεσίμων του Δημοσίου, τα οποία σήμερα ξεπερνούν τα 40 δισ. ευρώ και θα συνεχίσουν να βοηθούν στη μείωση “ακριβού” χρέους και τα επόμενα χρόνια. Εκτός από τον μακροπρόθεσμο είναι έτοιμος και ένας μεσοπρόθεσμος σχεδιασμός ελάφρυνσης του χρέους με τρία βήματα. 

Η αποπληρωμή του GLF 

Το πρώτο από αυτά βρίσκεται ήδη σε φάση υλοποίησης από το 2022 και αφορά την πρόωρη αποπληρωμή του διμερούς δανείου ύψους 52,9 δισ. ευρώ, της Ελλάδας με τις χώρες της Ευρωζώνης (GLFA), 10 χρόνια νωρίτερα, το 2031 αντί για το 2041 οπότε έληγε κανονικά. Η Ελλάδα έχει αποπληρώσει πρόωρα, από το 2022, 7 δόσεις του δανείου συνολικού ύψους 18,6 δισ. ευρώ, οι οποίες καλύπτουν πρόωρα τις δόσεις μέχρι και το 2028. Φέτος η Ελλάδα αναμένεται να αποπληρώσει άλλη μία διπλή δόση ύψους 5,3 δισ. ευρώ. Το σχέδιο είναι οι πρόωρες αποπληρωμές να συνεχιστούν με διπλές δόσεις μέχρι και το 2031, ώστε να έχουμε πλήρη εξόφληση του δανείου. Με την εξόφληση του διμερούς δανείου με την Ευρωζώνη η Ελλάδα αφενός θα έχει αποπληρώσει στο σύνολό τους τα δάνεια του πρώτου μνημονίου (τα 8,5 δισ. προς το ΔΝΤ εξοφλήθηκαν επίσης πρόωρα το 2022 ), αλλά θα έχει κερδίσει και περίπου 700 εκατ. ευρώ σε τόκους. 

Τα warrants με ρήτρα ΑΕΠ

Παράλληλα, ο ΟΔΔΗΧ κίνησε στις 4 του μήνα τη διαδικασία για την επαναγορά των GDP warrants, τα οποία δόθηκαν το 2012 στους κατόχους των ομoλόγων του PSI. Τα δικαιώματα αυτά δόθηκαν ως κίνητρο στους κατόχους ομολόγων ύψους 62,9 δισ. ευρώ που προέκυψαν από το κούρεμα του PSI. Στην πράξη τους έδινε το δικαίωμα για ένα αυξημένο κατά 1% κουπόνι μέχρι το 2042, οπότε λήγουν όλα τα ομόλογα, με δύο προϋποθέσεις: Ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας να ξεπεράσει το 2% και το ΑΕΠ της χώρας, σε τρέχουσες τιμές, να επανέλθει στα προ της οικονομικής κρίσης επίπεδα, δηλαδή στα 266 δισ. ευρώ. Η ενεργοποίηση των τίτλων αυτών θα είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση των πληρωμών τόκων κατά 375 εκατ. ευρώ σε ετήσια βάση. 

Τώρα πλέον είναι θέμα ενός ή δύο χρόνων πριν τα warrants ενεργοποιηθούν (το ΑΕΠ φέτος αναμένεται να φτάσει τα 254 δισ. ευρώ), υποχρεώνοντας το υπουργείο Οικονομικών να πληρώνει έως και 600 εκατ. ευρώ. Στην προσπάθεια να απενεργοποιηθεί η “βόμβα” αυτή, ο ΟΔΔΗΧ βρέθηκε απέναντι στον εκπρόσωπο κάποιων hedge funds τα οποία αμφισβήτησαν την τιμή εξαγοράς που πρότεινε ο Οργανισμός (0,25 ευρώ τα 100 warrants) διεκδικώντας υψηλότερο τίμημα. Ο ΟΔΔΗΧ έχει προσφύγει ήδη στα αγγλικά δικαστήρια, για να διασφαλίσει τα δικαιώματα του Δημοσίου και υπάρχουν πολλές πιθανότητες η απόφαση να είναι ευνοϊκή για το ελληνικό δημόσιο. 

Η εξομάλυνση των πληρωμών μετά το 2032 

Το τρίτο βήμα θα έρθει ως αποτέλεσμα της αποπληρωμής των δανείων του πρώτου μνημονίου, η οποία θα εξομαλύνει τις πληρωμές των δανείων και του δεύτερου μνημονίου. Ως γνωστόν, από το 2032 και μετά η Ελλάδα θα αρχίσει να αποπληρώνει δάνεια ύψους 90 δισ. ευρώ που πήρε κατά το δεύτερο μνημόνιο από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και μαζί τους αναβαλλόμενους τόκους ύψους 25 δισ. ευρώ επί του δανείου, οι οποίοι βρίσκονται σε περίοδο χάριτος μέχρι και το 2032. Οι τόκοι και το κεφάλαιο δεν θα καταβάλλονται σε ισόποσες δόσεις αλλά αναλογικά με τα ποσά επί του δανείου του EFSF που εκταμίευε σταδιακά η Ελλάδα στο δεύτερο μνημόνιο. Συνεπώς μια αύξηση του κόστους δανεισμού δεν θα καταγραφόταν το 2032, αλλά το 2038. Τότε θα υπάρξει μια μικρή άνοδος των υποχρεώσεων για χρέος, αφού οι ετήσιες δόσεις από 1,7 δισ. που θα είναι έως τότε θα αυξηθούν στα 3 δισ. ευρώ και θα εξοφλούνται με δάνεια που θα γίνονται από τις αγορές. 

Ωστόσο πρόωρη εξόφληση των δανείων του πρώτου μνημονίου θα διατηρήσει τις ανάγκες χρηματοδότησης του χρέους λίγο πάνω από το 10% του ΑΕΠ. Μέχρι τότε η οικονομία θα έχει καταφέρει να αναβαθμιστεί τουλάχιστον μέχρι και τη βαθμίδα Α και θα έχει μειώσει το ύψος του χρέους της ως προς το ΑΕΠ –με βάση τις πιο συντηρητικές εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής– κοντά στο 120% από 147,5% που αναμένεται να κλείσει το 2025. Εξαιτίας όλων των παραπάνω, το επιτόκιο δανεισμού από τις αγορές θα είναι αρκετά μικρότερο από 3%. 

Διαβάστε ακόμη:

* Το σχέδιο για ταχύτερη απομείωση του χρέους – Υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα και το 2025

* Πώς φτάσαμε το ελληνικό χρέος να κοστίζει λιγότερο από το γερμανικό

* Κ. Πιερρακάκης: Ο κίνδυνος για το χρέος μετά το 2032 πλέον δεν υφίσταται


 

Πηγή: capital.gr

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ