Και στην πολιτική, η Ελλάδα αποδεικνύεται ξανά και ξανά γνήσιο τέκνο του ευρωπαϊκού Νότου: δεν είναι η πολιτική που αναδεικνύει ή καθοδηγεί τα πρόσωπα, αλλά το αντίθετο – ένας ηγέτης που κάνει «γκελ» εξελίχθηκε πολλές φορές σε μεγαλύτερο όπλο από ένα στιβαρό κυβερνητικό πρόγραμμα.
Το ίδιο ισχύει και αντίστροφα: επειδή αυτή τη συνθήκη την ξέρουν, πια, όλοι, προσπαθούν να κάνουν ό,τι μπορούν για να χτυπήσουν το πρόσωπο του αντιπάλου. Τελευταίο κρούσμα ήταν ο «θυμωμένος» Νίκος Ανδρουλάκης, που επανήλθε στο μάτι του νεοδημοκρατικού κυκλώνα και δεν προβλέπεται να φύγει γρήγορα – μάλλον το αντίθετο.
Δεν είναι όμως ο πρώτος ούτε βέβαια ο τελευταίος. Πολλές επικοινωνιακές καμπάνιες και, κατ’ επέκταση, πολλές εκλογικές αναμετρήσεις, κρίθηκαν από ένα επίθετο που μπήκε μπροστά σ’ ένα όνομα, από έναν τίτλο ή μια λεζάντα σε φωτογραφία.
Ο «αλαζόνας»
Τι συμβαίνει όταν ένας πολιτικός αρχηγός κερδίζει ξανά και ξανά, με διαφορά τέτοια που δεν προκαλεί προβλήματα στον ίδιο, αλλά στους απέναντι; Η απάντηση είναι σχεδόν ίδια για όλους όσοι βρέθηκαν σ’ αυτή τη θέση διαχρονικά: αναπόφευκτα, χάνουν το μέτρο. Και κάπως έτσι, οι αντίπαλοί του Κυριάκου Μητσοτάκη άρχισαν να του καταλογίζουν αλαζονεία.
Η οποία δεν εκπορεύεται μόνο από την κυβερνητική απάντηση «πήραμε 40%» σε όποια αιχμηρή ή επικριτική ερώτηση κι αν γινόταν, αλλά από τον τρόπο που, στην εκτίμηση της αντιπολίτευσης, πολιτευόταν για καιρό η στενή ομάδα του Μεγάρου Μαξίμου: η υπόθεση των υποκλοπών, η διαχείριση των κοινοβουλευτικών συζητήσεων, το απαξιωτικό ύφος απέναντι στην κριτική, η τοποθέτηση γαλάζιων στελεχών στις πιο κρίσιμες θέσεις (με αποκορύφωμα την Προεδρία της Δημοκρατίας) θεωρούνται όλα δείγματα αμετροέπειας.
Στην αλαζονική διαχείριση αποδίδεται ακόμα και η ζημιά που έγινε στην υπόθεση των Τεμπών. Το χειροκρότημα στον Κώστα Καραμανλή που αποτυπώθηκε στη μνήμη όσων των παρακολούθησαν, οι δηλώσεις Γεωργιάδη, αλλά και η απάθεια ακόμα και λίγες ώρες πριν από την πρώτη διαδήλωση που έγινε στις αρχές του χρόνου (μια κοινωνική αντίδραση που είχαν εμφανώς υποτιμήσει) ήταν βασικές ενδείξεις εφησυχασμού. Και επέτρεψαν στην αντιπολίτευση να βρει αφήγημα που έπληξε, για καιρό, το προφίλ του Πρωθυπουργού και κατ’ επέκταση της κυβέρνησης της ΝΔ.
Ο «κωλοτούμπας»
Δεν ήταν λίγα τα σημεία τόσο στην πρώτη όσο και στη δεύτερη διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ που θα μπορούσε να πιάσει κανείς για να την αποδομήσει. Τίποτα όμως δεν έμεινε περισσότερο και, κυρίως, δεν έκανε μεγαλύτερη ζημιά στην πρώτη αριστερή κυβέρνηση της χώρας από το πλήγμα που δέχτηκε το προφίλ του ίδιου του Αλέξη Τσίπρα. Η «κωλοτούμπα» του ήταν ο λόγος που, τελικά, παραμείναμε στο ευρώ.
Αυτή της η ιδιότητα μπορεί να μην τον έπληξε στις εκλογές που ακολούθησαν, ενώ το σοκ ενός τρομακτικού καλοκαιριού δεν είχε ακόμα περάσει, όμως τον ακολούθησε σε όλη τη διάρκεια της θητείας του. Αργά αλλά σταθερά, όταν τα πνεύματα ηρέμησαν, η αντιπολίτευση άρχισε να καλλιεργεί την αίσθηση πως, τελικά, δεν είχε και τόση σημασία αν ο Τσίπρας ήταν αριστερός ή δεξιός, αν είχε επιλογές στα χέρια του ή έκανε του κεφαλιού του, αν έκανε έργο ή όχι – το σημείο που μέτρησε στο τέλος ήταν πως πια έμοιαζε αφερέγγυος σε όλους.
Σε εκείνους που τον πίστεψαν με πάθος τον Ιανουάριο του 2015, σε εκείνους που τον ψήφισαν γιατί ένιωθαν πως δεν έχουν άλλη επιλογή και σε εκείνους που για χρόνια επέμεναν πως η παρουσία του στην εξουσία ήταν η χειρότερη στροφή της Μεταπολίτευσης, εξού και η ανάγκη για rebranding.
Οι «Σαμαροβενιζέλοι»
Ηταν δύο διαφορετικοί πολιτικοί. Ο ένας ήταν πρόεδρος της ΝΔ, ο άλλος πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ – για τα μεταπολιτευτικά ειωθότα, δηλαδή, ήταν ορκισμένοι αντίπαλοι. Κι όμως, η πολιτική μοίρα της χώρας την περίοδο της κρίσης, η ανάγκη να προκύψει κυβέρνηση και η επιλογή τουλάχιστον του ενός εκ των δύο να βάλει τη σωτηρία της Ελλάδας πάνω από το κομματικό του συμφέρον, τους έφερε στην ίδια κυβέρνηση.
Από εκείνη τη στιγμή και μετά δεν υπήρχε ο Αντώνης Σαμαράς και ο Ευάγγελος Βενιζέλος. Στο μυαλό των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ, που για πρώτη φορά βρισκόταν στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, υπήρχε μόνο μια ενιαία, ανορθόδοξη οντότητα: οι «Σαμαροβενιζέλοι». Αυτή η οντότητα διογκώθηκε στην κοινωνική βάση, πήρε τη μορφή του τέρατος της λιτότητας και συμβόλισε, στο συριζαϊκό αφήγημα του 2014, το παλιό πολιτικό σύστημα που ενώθηκε απέναντι στο νέο που ερχόταν – και, γι’ αυτό, έπρεπε να τιμωρηθεί.
Τα χρόνια που ακολούθησαν, ο Σαμαράς και ο Βενιζέλος αγκάλιασαν το υποκοριστικό τους, του οποίου οι συνυποδηλώσεις «μαλάκωσαν» μετά τα όσα ακολούθησαν, όταν όλοι, παλιοί και νέοι, είχαν πια από ένα Μνημόνιο στην πλάτη τους. Το 2015, ωστόσο, αυτό το υποκοριστικό ήταν η αφορμή για τη διάσπαση του ΠΑΣΟΚ. Αυτό κουβάλησαν Σαμαράς και Βενιζέλος στις κάλπες. Και αυτό ήταν που καθόρισε το αποτέλεσμα.
Ο «λεφτά υπάρχουν»
Η φράση αυτή ακούστηκε στις 10 Σεπτεμβρίου του 2009, σε προεκλογική συγκέντρωση του ΠΑΣΟΚ στην Κοζάνη: «Λεφτά υπάρχουν, αν τα διεκδικήσεις, αν προσελκύσεις επενδύσεις, αν νοικοκυρέψεις το κράτος, αν αξιοποιήσεις τις παραγωγικές δυνατότητες της χώρας, ώστε να αβγατίσουν και να δημιουργήσουν νέο πλούτο. Αλλά αυτά θέλουν σχέδιο (…)». Από όσα ειπώθηκαν από τα χείλη του Γιώργου Παπανδρέου, που ήξερε πως σε περίπου έναν μήνα θα ορκιζόταν πρωθυπουργός, μόνο οι δύο πρώτες λέξεις αναπαράχθηκαν αυτούσιες.
Από προεκλογικό σύνθημα ευημερίας έγιναν πρώτα βραχνάς και, μετά το Καστελλόριζο, έγιναν θηλιά στον λαιμό εκείνου που τις είχε εκστομίσει. Είχε σημασία αν εννοούσε κάτι άλλο; Αντίπαλοι εκ δεξιών και αριστερών, που διήνυαν ακόμα την αντιμνημονιακή τους περίοδο, τη χρησιμοποίησαν όσο καμία άλλη για να εγείρουν τα αντανακλαστικά των πολιτών, να γαργαλήσουν το θυμικό τους.
Η φράση είναι ακόμα τόσο αναγνωρίσιμη, που για τους άσπονδους φίλους του δεν ακολουθεί μόνο τον τότε ομιλητή, αλλά ολόκληρο το ΠΑΣΟΚ ακόμα και σήμερα. Σε εκείνη τη φάση, πάντως, το «λεφτά υπάρχουν», όπως το αξιοποίησαν η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ, περιέγραφε το ψευδές αίσθημα μιας εποχής στην οποία όλοι ζούσαν πάνω από τις δυνατότητές τους, ό,τι κι αν ψήφιζαν. Τις επιπτώσεις, ωστόσο, τις φορτώθηκε μόνο ένας.
Ο «Κουρασμένος»
Τον Μάρτιο του 2009, σε μια κυριακάτικη συνέντευξή του, ο τότε πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής δήλωσε, αυθόρμητα, «κουρασμένος». Την επομένη, δεν υπήρχε αντιπολιτευόμενο μέσο ενημέρωσης ή πολιτικός αντίπαλος που να μην είχε αντιληφθεί τη δύναμη αυτής της παραδοχής για τους αντιπάλους του: «Η χώρα δεν έχει την πολυτέλεια να έχει έναν κουρασμένο πρωθυπουργό», δήλωσε λίγο αργότερα ο τότε εκπρόσωπος τύπου του ΠΑΣΟΚ Γιώργος Παπακωνσταντίνου, δείγμα της επικοινωνιακής θύελλας που θα έφτανε μέχρι τις εκλογές του Οκτωβρίου.
Γιατί η κούραση δεν ήταν πια ανθρώπινη, ήταν πολιτική – και ως τέτοια, αποδείχτηκε καταστροφική. Ο Καραμανλής προσπάθησε να αντεπιτεθεί, να μετατρέψει την κατηγορία του «κουρασμένου της Ραφήνας» σε απογοήτευση για τον τρόπο που τα «συμφέροντα» κρατούσαν τα ηνία της χώρας και καθοδηγούσαν τους πολίτες. Δεν έπεισε ιδιαίτερα: μέσα σε διάστημα δύο χρόνων από τη νίκη του 2007, άλλωστε, είχε διαχειριστεί μια σειρά γαλάζιων σκανδάλων που έσκαγαν το ένα μετά το άλλο, με κορύφωση αυτό της Μονής Βατοπεδίου, αλλά και μια εξεγερμένη, θυμωμένη νεολαία που τον Δεκέμβριο του 2008 βρίσκεται επί τουλάχιστον μία βδομάδα στους δρόμους – οι γαλάζιοι προτιμούσαν εμφανώς να μείνουν αδρανείς από το να κινηθούν επιθετικά στους δικούς τους.
Και μέσα σε αυτό το κλίμα, ο Καραμανλής πήγαινε σε εκλογές γνωρίζοντας πως η οικονομία δεν θα πάει καλύτερα, αλλά μόνο χειρότερα από τότε και στο εξής. Τουλάχιστον, όμως, ξεκουράστηκε.
Πηγή: tanea.gr