Της Βίκυς Κουρλιμπίνη
Και η φετινή σεζόν “τρέχει” με θετικό ρυθμό σε επίπεδο ζήτησης και κρατήσεων. Εντούτοις, ο τουριστικός ουρανός δεν είναι ανέφελος, καθώς γεωπολιτικές και οικονομικές εξελίξεις εκτιμάται πως θα επηρεάσουν τα έσοδα, όπως λένε όσοι γνωρίζουν καλά την αγορά και το πόσο ευαίσθητος είναι ο τουρισμός στις μεταβολές.
Η ασθενής οικονομική πορεία της Ευρωζώνης, η πολιτική αστάθεια σε βασικές αγορές προέλευσης τουριστών και οι πιθανές επιδράσεις από τις εμπορικές επιλογές των ΗΠΑ αποτελούν τους τρεις κρίσιμους παράγοντες που μπορεί να επηρεάσουν σημαντικά τη ροή τουριστικών εσόδων. Υπάρχουν, όμως, και επιμέρους παράμετροι. Η έντονη σεισμική δραστηριότητα που καταγράφηκε στη Σαντορίνη και επηρέασε και τις Κυκλάδες στις αρχές του έτους, η αύξηση των τιμών στα ακτοπλοϊκά εισιτήρια από την 1η Μαΐου λόγω της μετάβασης σε πιο φιλικά προς το περιβάλλον καύσιμα, καθώς και η διατήρηση του πληθωρισμού στις υπηρεσίες ενδέχεται να ασκήσουν περιοριστική επίδραση στην αναπτυξιακή πορεία του τουρισμού, όπως τονίζεται άλλωστε στην έκθεση του διοικητή της ΤτΕ.
Οι ταξιδιωτικές συνήθειες μεταβάλλονται και αυτή η τάση τείνει πλέον να παγιωθεί. Περισσότερα αλλά μικρότερα ταξίδια, και μάλιστα off-season, κερδίζουν όλο και μεγαλύτερο έδαφος. Ήδη η μέση δαπάνη ανά ταξίδι από τους ξένους τουρίστες σημείωσε ετήσια μείωση 5,1%, φτάνοντας τα 572,7 ευρώ, έναντι 603,2 ευρώ το 2023. Η πτώση αυτή αποδίδεται αφενός στις συνεχιζόμενες πληθωριστικές πιέσεις, που περιορίζουν το διαθέσιμο εισόδημα διεθνώς, και αφετέρου στην αυξημένη ροή επισκεπτών από τις γειτονικές βαλκανικές χώρες και την Ανατολική Ευρώπη – αγορές με ταξίδια μικρότερης διάρκειας και, κατ’ επέκταση, χαμηλότερη μέση δαπάνη. Παρ’ όλα αυτά, η διεθνής επιβατική κίνηση στα ελληνικά αεροδρόμια αυξήθηκε κατά 10%, ξεπερνώντας τα επίπεδα του 2019 κατά 24%.
Πέφτει η δαπάνη ανά ταξίδι
Η μείωση του διαθέσιμου budget των επισκεπτών αποδίδεται, όπως δείχνουν και τα στοιχεία της ΤτΕ, στη μείωση της διάρκειας του ταξιδιού. Είναι χαρακτηριστικό πως, από 8,8 διανυκτερεύσεις που ήταν η μέση διάρκεια παραμονής των ξένων τουριστών στη χώρα μας το 2021, πέρσι η μέση διάρκεια ήταν μόλις 5,9 διανυκτερεύσεις.
Ο αριθμός των διανυκτερεύσεων (των μη κατοίκων) ανήλθε σε 231 εκατ. το 2024, παρουσιάζοντας αύξηση κατά +1,4% σε σχέση με το 2023 (227,9 εκατ.). Παρ’ όλα αυτά, υστερεί ακόμη σε σύγκριση με τα προ πανδημίας επίπεδα κατά -0,6% (232,5 εκατ.). Η μέση κατά κεφαλήν δαπάνη (ΜΚΔ) ανήλθε στα 572,8 ευρώ το 2024, εμφανίζοντας μείωση κατά -5% σε σύγκριση με το 2023 (603,2 ευρώ), που οφείλεται στη μείωση της μέσης διάρκειας παραμονής κατά -7,7% (από 7 διανυκτερεύσεις το 2023 σε 6,4 διανυκτερεύσεις πέρσι), αφού η μέση δαπάνη ανά διανυκτέρευση κατέγραψε αύξηση κατά +2,9% (από 86,6 ευρώ σε 89,1 ευρώ).
Τονίζεται πως, ως προς τη μεθοδολογία που ακολουθείται για την καταγραφή των εισπράξεων, αυτές δεν περιλαμβάνουν το μέρος της δαπάνης του τουρίστα που παρέμεινε πρωτογενώς στο εξωτερικό, π.χ. την αμοιβή και το κέρδος του tour operator, αλλά περιλαμβάνουν μόνο το μέρος της δαπάνης του τουρίστα που καταναλώθηκε στην Ελλάδα, π.χ. το έσοδο του ξενοδοχείου ή τη δαπάνη του τουρίστα στα καταστήματα.
Η άνοδος της θερμοκρασίας κατά τους καλοκαιρινούς μήνες έχει προκαλέσει μετατόπιση της τουριστικής περιόδου εκτός των ιδιαίτερα θερμών μηνών Ιουλίου και Αυγούστου και, συνεπακόλουθα, επιμήκυνση της σεζόν, κάτι που όμως είναι θετικό. Στους αμιγώς καλοκαιρινούς προορισμούς (Ιόνια Νησιά, Κρήτη και Νότιο Αιγαίο) παρατηρείται αύξηση της επισκεψιμότητας στο 2ο και 4ο τρίμηνο του 2024 σε σύγκριση με τα προ πανδημίας επίπεδα. Η αύξηση του κόστους του τουριστικού πακέτου κατά τους καλοκαιρινούς μήνες οδηγεί τους επισκέπτες σε εναλλακτικές επιλογές χαμηλής ζήτησης, που κοστίζουν λιγότερα, οπότε περιορίζονται οι δαπάνες των επισκεπτών.
Η “ακτινογραφία” των τουριστικών εσόδων
Η θετική πορεία του 2023 συνεχίστηκε και το 2024, με τον εισερχόμενο τουρισμό να καταγράφει νέες μέγιστες τιμές τόσο στις αφίξεις όσο και στα έσοδα, ξεπερνώντας τα επίπεδα του 2023, που μέχρι πρότινος αποτελούσε τη χρονιά με την καλύτερη τουριστική επίδοση της χώρας. Συγκεκριμένα, το 2024:
– Oι εισπράξεις από τον εισερχόμενο τουρισμό (χωρίς κρουαζιέρα) ανήλθαν σε 20,6 δισ. ευρώ, αυξημένες κατά +4,3% έναντι του 2023 (19,7 δισ. ευρώ). Περιλαμβανομένων των εσόδων από την κρουαζιέρα, οι εισπράξεις ανήλθαν σε 21,6 δισ. ευρώ, αυξημένες κατά +4,8% έναντι του 2023 (20,6 δισ. ευρώ).
– Oι αφίξεις (χωρίς κρουαζιέρα) ανήλθαν σε 36,0 εκατ. το 2024, αυξημένες κατά +9,8% έναντι του 2023 (32,7 εκατ.). Λαμβάνοντας υπόψη και την κρουαζιέρα, οι αφίξεις ανήλθαν σε 40,7 εκατ. το 2024, αυξημένες κατά +12,8% έναντι του 2023 (36,1 εκατ.).
– Η άμεση επίπτωση του τουρισμού (περιλαμβανομένων του εισερχόμενου τουρισμού, της κρουαζιέρας, των εσόδων των αεροπορικών και ακτοπλοϊκών εταιρειών, του εγχώριου τουρισμού και των επενδύσεων στον τουρισμό) στην ελληνική οικονομία το 2024 –σε τρέχουσες τιμές– ήταν 30,2 δισ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 12,7% του ΑΕΠ της χώρας, ενώ, αν συνυπολογιστεί και η έμμεση συνεισφορά του μέσω πολλαπλασιαστών, αντιστοιχεί σε περίπου 31% (μεταξύ 28,0% και 33,7%).
– Οι επενδύσεις ανήλθαν σε 5,1 δισ. ευρώ, εκ των οποίων 2,4 δισ. ευρώ σε εγχώρια προστιθέμενη αξία, έναντι 5,0 δισ. ευρώ / 2,4 δισ. ευρώ, αντίστοιχα, το 2023.
– Επίσης αξιοσημείωτες είναι οι επιδόσεις της κρουαζιέρας (4,7 εκατ. αφίξεις, 9,8 εκατ. διανυκτερεύσεις και 1 δισ. ευρώ εισπράξεις), παρουσιάζοντας αύξηση +42%, +17% και +18%, αντίστοιχα, έναντι του 2023 (3,3 εκατ. αφίξεις, 8,3 εκατ. διανυκτερεύσεις και 847 εκατ. ευρώ).
Πηγή: capital.gr