Η κυβέρνηση του Ισραήλ αποφάσισε να επεκτείνει τη στρατιωτική επιχείρησή της κατά της Χαμάς και, όπως δηλώνει, μπορεί να περιλαμβάνει ακόμη και την «κατάληψη» της Γάζας. Πρόκειται για ένα βάναυσο σχέδιο το οποίο καταστρώθηκε με πλήρη επίγνωση των συνεπειών του, συμπεριλαμβανομένων της απώλειας των ισραηλινών ομήρων που παραμένουν στα τούνελ της Χαμάς, της επιδείνωσης της ανθρωπιστικής καταστροφής για δύο εκατομμύρια ανυπεράσπιστους παλαιστινίους αμάχους και της εξάλειψης αντί της επίλυσης της ισραηλινο-παλαιστινιακής διένεξης. Υπάρχει όμως κάτι που ο πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου δεν είχε προβλέψει: τη ρήξη στις σχέσεις του με τον πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ.
Με την επιλογή του να σύρει έναν εξαντλημένο ισραηλινό λαό και στρατό στην επ’ αόριστον κατοχή της Γάζας, ο Νετανιάχου θυσιάζει ζωτικά ισραηλινά στρατηγικά συμφέροντα, συμπεριλαμβανομένης της εξομάλυνσης Ισραήλ – Σαουδικής Αραβίας. Αυτό είναι μια χαρά για τον Νετανιάχου, που τελικά ενδιαφέρεται μόνο για ένα πράγμα: να εξασφαλίσει την επιβίωση της κυβέρνησής του.
Θεωρούσε εδώ και καιρό τον Τραμπ ως τον ιδανικό αμερικανό πρόεδρο, κάποιον που θα εξάλειφε κάθε διαφορά μεταξύ ΗΠΑ – Ισραήλ και θα ενίσχυε έτσι τη δική του εξουσία. Παρά τον απρόβλεπτο χαρακτήρα του, ωστόσο, ο Τραμπ παρέμεινε σταθερός ως προς τον τερματισμό της εποχής των αμερικανικών στρατιωτικών εμπλοκών στη Μέση Ανατολή. Και ουδείς, ούτε καν ένας στενός σύμμαχος, δεν μπορεί να τον αναγκάσει να κάνει κάτι που δεν θέλει.
Ο Τραμπ δεν θα εμποδίσει το Ισραήλ να συνεχίσει τον ατέρμονο πόλεμο στη Γάζα, εφόσον δεν θέτει σε κίνδυνο τα αμερικανικά συμφέροντα. Αλλά ούτε θα επιτρέψει να παρασυρθούν σε αυτόν οι ΗΠΑ. Εχει επίσης διαχωρήσει τη θέση του για το Ιράν από τον Νετανιάχου, ο οποίος τον έπεισε το 2018 να αποσυρθεί από τη συμφωνία JCPOA για τα πυρηνικά του Ιράν. Ομως αμέσως μετά η Τεχεράνη ξανάρχισε την κούρσα για την απόκτηση πυρηνικής βόμβας και, επιστρέφοντας στον Λευκό Οίκο, ο Τραμπ βρέθηκε αντιμέτωπος με έναν αντίπαλο των ΗΠΑ που πλησιάζει γρήγορα το καθεστώς πυρηνικής δύναμης. Ο Νετανιάχου ανέμενε το πράσινο φως από τις ΗΠΑ για επίθεση στις ιρανικές πυρηνικές εγκαταστάσεις – το θεωρούσε επικείμενο. Αντί αυτού, ο Τραμπ άρχισε διαπραγματεύσεις με την Ισλαμική Δημοκρατία. Για τον Τραμπ, η επίτευξη μιας γρήγορης συμφωνίας που μπορεί να παρουσιάσει ως μια μεγάλη νίκη έχει πάντα μεγαλύτερη σημασία από την ουσία της. Σίγουρα πάντως αισθάνεται πίεση να εξασφαλίσει καλύτερους όρους από ό,τι έκανε ο πολιτικός του αντίπαλος, ο πρώην πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα, το 2015. Για τον σκοπό αυτόν, ο Τραμπ ευχαρίστως θα χρησιμοποιήσει την ισραηλινή στρατιωτική απειλή ως μοχλό πίεσης στις συνομιλίες. Δεν θα συνδέσει όμως την πολιτική μοίρα του με την κοσμοθεωρία του Νετανιάχου και των θεοκρατικών-φασιστών εταίρων του.
Υπάρχει επίσης ο χειρισμός του Τραμπ με τους Χούθι, πληρεξούσιους του Ιράν στην Υεμένη. Aνακοίνωσε αιφνιδιαστικά συμφωνία κατάπαυσης του πυρός: οι Χούθι θα σταματούσαν τις επιθέσεις σε πλοία στην Ερυθρά Θάλασσα με αντάλλαγμα τον τερματισμό των αμερικανικών αεροπορικών επιδρομών. Ισραηλινοί αξιωματούχοι ήταν «εντελώς σοκαρισμένοι».
Την περασμένη εβδομάδα, ο Τραμπ πραγματοποίησε μεγαλεπήβολη περιοδεία στη Μέση Ανατολή, αλλά το Ισραήλ δεν ήταν στο πρόγραμμά του. Αυτό το ταξίδι επικεντρώθηκε στο εμπόριο και στις επενδύσεις και, ως συνήθως, σε επικερδείς ευκαιρίες για τον ίδιο, την οικογένειά του και τους φίλους του. Οι κινήσεις του Τραμπ στο Ιράν και οι συμφωνίες πωλήσεων όπλων με τα κράτη του Κόλπου σηματοδοτούν μια δραματική απόκλιση στο status quo. Το Ισραήλ ήταν επί μακρόν ο κεντρικός πυλώνας της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή. Τώρα είναι ο ααουδάραβας πρίγκιπας-διάδοχος Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν. Ολα τα «εύσημα» για αυτή την ιστορική μετατόπιση ανήκουν στον Νετανιάχου.
Είναι πάρα πολλά τα χρήματα στον Κόλπο για να ασχοληθεί ο Τραμπ με την εσωτερική πολιτική του Ισραήλ. Ούτε ο ίδιος ούτε οι μονάρχες του Κόλπου θέλουν πολέμους, ούτε καν με το Ιράν. Οι ηγέτες στη Μέση Ανατολή – συμπεριλαμβανομένου του πρώην διοικητή της Αλ Κάιντα, νυν προέδρου της Συρίας Αχμέντ αλ-Σαράα, τον οποίο συνάντησε ο Τραμπ – θέλουν οικονομική ανάπτυξη, όχι συγκρούσεις. Δεν έχουν επίσης υπομονή για έναν ισραηλινό πρωθυπουργό που βλέπει μόνο απειλές εκεί όπου αυτοί βλέπουν ευκαιρίες.
Ο Σλόμο Μπεν-Αμί είναι πρώην υπουργός Εξωτερικών του Ισραήλ και αντιπρόεδρος του Διεθνούς Κέντρου Ειρήνης του Τολέδο
Πηγή: tanea.gr