Στο Λύκειο τα μαθήματα σταμάτησαν, αλλά τα φροντιστήρια συνεχίζουν, επιτελώντας τον κύριο ρόλο που τους έχει ανατεθεί: Να καλύψουν την αδυναμία του σχολείου να βοηθήσει τα παιδιά για τις πανελλαδικές εξετάσεις. Αυτό προκύπτει από τις απαντήσεις γονέων και νέων σε σχετική έρευνα του ΚΑΝΕΠ-ΓΣΕΕ για τα φροντιστήρια γενικής εκπαίδευσης στη χώρα μας.
Η Ελλάδα είναι ίσως η μόνη χώρα της Ευρώπης στην οποία η εισαγωγή στο πανεπιστήμιο είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τα φροντιστήρια, και δευτερευόντως με τα ιδιαίτερα. Η λέξη «frontistirio» έχει δικό της λήμμα στο Wikipedia, όπως και η λέξη «fakelaki», αφού πρόκειται για κατεξοχήν ελληνικά φαινόμενα.
Μόνο που αν το φακελάκι είναι παράνομο και κατακριτέο, όσο κι αν είναι διαδεδομένο, τα φροντιστήρια είναι ένας καθιερωμένος θεσμός, που συνεισφέρει στο ΑΕΠ και στην απασχόληση. Ακόμα και όσοι αποκαλούν υποτιμητικά τα φροντιστήρια «παραπαιδεία», προστρέχουν σε αυτά, θεωρώντας ότι έτσι παρέχουν στα παιδιά τους περισσότερες ευκαιρίες.
Τα ελληνικά φροντιστήρια ανήκουν στο φάσμα της «σκιώδους εκπαίδευσης», όπως αποκαλείται στη διεθνή βιβλιογραφία, και μπορεί να κοστίζουν σε μια οικογένεια όσο και ένας μισθός – ανάλογα με τα πόσα παιδιά έχει και σε ποια ηλικία.
Ο Νίκος Φωτόπουλος, καθηγητής κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και επιστημονικός διευθυντής του ΚΑΝΕΠ – ΓΣΕΕ, μιλάει στο in για το πώς η ανάπτυξη των φροντιστηρίων είναι «η κορυφή του παγόβουνου», σε ένα βαθιά προβληματικό εκπαιδευτικό σύστημα.
Τα φροντιστήρια που λατρεύουμε να μισούμε
Από την έρευνα γνώμης που πραγματοποίησε το ΚΑΝΕΠ-ΓΣΕΕ σε συνεργασία με τη Metron Analysis, προκύπτουν αντικρουόμενες απόψεις γονιών και νέων για τα φροντιστήρια.
Το 74% των γονιών και το 68% των νέων θεωρεί ότι τα φροντιστήρια βοηθούν ουσιαστικά τους μαθητές να περάσουν στο πανεπιστήμιο.
Όμως ο ένας στους δύο γονείς πιστεύει ότι τα φροντιστήρια επιβαρύνουν οικονομικά την οικογένεια και υπερφορτώνουν το παιδί και ότι δεν δίνουν ολοκληρωμένη γνώση αλλά μόνο έμφαση στις πανελλαδικές. Αντίστοιχα το 40% θεωρεί ότι τα φροντιστήρια ενισχύουν την αδιαφορία για το σχολείο.
Πώς ερμηνεύεται αυτή τη σχέση αγάπης-μίσους με τα φροντιστήρια;
Η έρευνα, μας εξηγεί ο καθηγητής «επιχειρεί να αναδείξει μια σειρά από ανισότητες, αντιφάσεις και καταναγκασμούς τους οποίους υφίστανται τα εμπλεκόμενα μέρη, αφού στο πλαίσιο ενός εξασθενημένου σχολείου τα φροντιστήρια προβάλλονται ως η ‘επιβεβλημένη λύση’».
Την ίδια στιγμή όμως, «ακόμα και αυτοί που τα επιλέγουν στο βάθος αντιλαμβάνονται πως η λειτουργία τους συνδέεται με ένα προβληματικό εκπαιδευτικό οικοσύστημα που αναπαράγει την μαθησιακή τυποποίηση, νομιμοποιεί τις ιδιωτικές δαπάνες για μάθηση και εν τέλει επισφραγίζει τις εκπαιδευτικές ανισότητες σε βάρος των κοινωνικά ασθενέστερων», συμπληρώνει.


Νίκος Φωτόπουλος – Επιστημονικός Διευθυντής ΚΑΝΕΠ-ΓΣΕΕ
Μια σχέση που αλλάζει
Σύμφωνα με τον επιστημονικό διευθυντή του ΚΑΝΕΠ, «η σχέση σχολείου – φροντιστηρίου – Πανεπιστημίου – αγοράς εργασίας, μάλλον δεν έχει κατανοηθεί επαρκώς και ούτε πια είναι τόσο ΄γραμμική’ όσο πιστεύαμε στο παρελθόν. Δυστυχώς η ελληνική οικογένεια καλείται σήμερα να διαχειριστεί μόνη της την εν λόγω σχέση, αφού σύμφωνα και με τα στοιχεία της έρευνας, τα ελληνικά νοικοκυριά μόνο το 2023 δαπάνησαν συνολικά σχεδόν 614 εκατ. ευρώ για φροντιστήρια γενικής εκπαίδευσης. Αν λάβουμε υπόψη μας και τις δαπάνες για ξένες γλώσσες αλλά και για ιδιαίτερα μαθήματα, αντιλαμβάνεστε το μέγεθος του προβλήματος».
Να ξεφύγουμε από τη συνθηματολογία
Η ρετσινιά της «παραπαιδείας έχει αρχίσει να ξεκολλάει από τα φροντιστήρια, τουλάχιστον στα μάτια των νέων. Μόνο το 7,7% των νέων θεωρεί τα φροντιστήρια παραπαιδεία, έναντι 20% των γονέων. Οι τρεις στους δέκα νέους θεωρούν ότι τα φροντιστήρια είναι ουσιαστικά ο μοναδικός φορέας εισόδου στα πανεπιστήμια και ο ένας στους τέσσερις πιστεύει ότι αντικαθιστούν το σχολείο.
Αυτό σημαίνει ότι έχει αναβαθμιστεί η έννοια της φροντιστηριακής εκπαίδευσης ή ότι έχει υποβαθμιστεί το δημόσιο σχολείο;
«Πρέπει να φύγουμε από τη συνθηματολογία και να δούμε με καθαρή ματιά αλήθειες που υπερβαίνουν την πόλωση και τα παραδοσιακά στερεότυπα. Τα φροντιστήρια έχουν μακρά ιστορική διαδρομή στη χώρα και κατά κανόνα ενδημούν εκεί που το κράτος δημιουργεί χώρο για την ανάπτυξή τους», μας λέει ο Νίκος Φωτόπουλος. «Το βλέπουμε κάθε φορά που κατασκευάζονται ‘μεταρρυθμιστικά’ εγχειρήματα με πολλές εξετάσεις, με εισιτήριους διαγωνισμούς, με ‘κλειστούς αριθμούς’ επιτυχόντων κ.α».
Σε άλλες περιπτώσεις, συνεχίζει ο καθηγητής «η αναγκαιότητα των φροντιστηρίων προσδιορίζεται από την αδυναμία του σχολείου να επιτελέσει έναν ρόλο που εκ των πραγμάτων το ίδιο δεν δύναται να παίξει, αφού τα μέσα αλλά και τα αποθέματα που αυτό διαθέτει – προφανώς όχι τυχαία – αποδεικνύονται ελάχιστα, ισχνά και εξαντλημένα».
Ο ίδιος υπογραμμίζει ότι «οφείλουμε να δούμε σφαιρικά το ζήτημα και να κατανοήσουμε σε βάθος τις συνιστώσες, τις τάσεις και τους μετασχηματισμούς του εκπαιδευτικού μας συστήματος, αφού η ανάπτυξη των φροντιστηρίων – κατά την γνώμη μου – είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου».
Ταξική εκπαίδευση
Σύμφωνα με την έρευνα του ΚΑΝΕΠ οι οικογένειες που ανήκουν στις ανώτερες εισοδηματικές κατηγορίες ξοδεύουν 3,5 φορές περισσότερα χρήματα για φροντιστήρια, από ό,τι οι οικογένειες με χαμηλότερα εισοδήματα.
«Η εκπαίδευση στις μέρες μας γίνεται όλο και πιο ταξική και αποδεικνύεται μια δυσεπίλυτη εξίσωση με πολλούς αγνώστους. Η παραδοσιακή σχέση σχολείου – φροντιστηρίου – Πανεπιστήμιου – αγοράς εργασίας, θεωρώ πως έχει ήδη ΄ρευστοποιηθεί΄ και βρισκόμαστε ενώπιον μιας έντονης κινητικότητας που θα επιφέρει ακόμα πιο ραγδαίους μετασχηματισμούς», μας λέει ο επιστημονικός διευθυντής του ΚΑΝΕΠ.
Ιδιωτικά πανεπιστήμια και funds
Ο Νίκος Φωτόπουλος θεωρεί ότι «η δημιουργία πολλών τύπων και διαφορετικών ταχυτήτων σχολείων, η άναρχη ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων χωρίς έλεγχο και ακαδημαϊκή στρατηγική, ο επενδυτικός ανταγωνισμός των funds στην εκπαίδευση, η ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών και των ‘πλατφορμών μάθησης’ κ.ά. θα επαναπροσδιορίσουν τις εκπαιδευτικές και επαγγελματικές επιλογές των οικογενειών, με αποτέλεσμα να αναδιαταχθούν όλοι οι όροι που συνθέτουν το υπάρχον εκπαιδευτικό οικοσύστημα»
Στο πλαίσιο αυτό, «είναι σαφές πως θα αναδιαταχθούν και οι όροι της σκιώδους εκπαίδευσης’. Δίπλα στη χάραξη των εκπαιδευτικών σταδιοδρομιών θα βλέπουμε διαρκώς το επιχειρηματικό ενδιαφέρον να κατευθύνεται προς τα εκεί που είτε η απουσία, είτε η αναποτελεσματικότητα των δημόσιων πολιτικών θα είναι ηχηρή».
Όξυνση ανταγωνισμού και αποκλεισμός των αδύναμων
«Υπό την έννοια αυτή, προβλέπεται περαιτέρω όξυνση του εκπαιδευτικού ανταγωνισμού, ακόμα μεγαλύτερη αύξηση των ιδιωτικών δαπανών, έντονη ανησυχία για την ποιότητα των σπουδών, την εγκυρότητα και την αξιοπιστία των προσόντων. Σε κάθε περίπτωση, θα ενταθεί ο βαθμός διακινδύνευσης, ανασφάλειας αλλά και αποκλεισμού ιδίως των κοινωνικά αδύναμων, ευπαθών και μη προνομιούχων», καταλήγει ο καθηγητής.
Πηγή: in.gr