Του Τάσου Δασόπουλου
Η συνέχιση της υπεραπόδοσης της οικονομίας στον τομέα των φορολογικών εσόδων βάζει τις βάσεις για πρόσθετες ελαφρύνεις ύψους 2-2,5 δισ. ευρώ για το “εκλογικό” 2027, χωρίς η Ελλάδα να παραβιάσει μεσοπρόθεσμα τις οροφές δαπανών για τις οποίες δεσμεύτηκε στο Μεσοπρόθεσμο Διαρθρωτικό και Δημοσιονομικό Σχέδιο την περίοδο 2025-2028.
Με βάση και το αναθεωρημένο ΜΔΔΣ, που υπέβαλε η Ελλάδα στο τέλος Απριλίου, η αρχική πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για να διατηρήσει η Ελλάδα την πτωτική πορεία του χρέους της ήταν το όριο αύξηση των δαπανών για το 2024 να είναι 2,6%, ποσοστό που αντιστοιχεί σε 2,6 δισ. ευρώ και για το 2025 στο 3,7% που αντιστοιχεί 3,9 δισ. ευρώ. Συνεπώς την διετία 2024-2025, η Ελλάδα θα μπορούσε να αυξήσει τις καθαρές πρωτογενείς δαπάνες της, σωρευτικά κατά 6,5 δισ. ευρώ.
Ωστόσο, απολογιστικά, προκύπτει ότι για τη διετία 2024-2025 λόγω της σημαντικής υπέρβασης των φορολογικών εσόδων έναντι του στόχου και της συγκράτησης των δαπανών, η Ελλάδα αντί να αυξήσει, μείωσε το 2024 τις καθαρές πρωτογενείς δαπάνες κατά 0,3%, δημιουργώντας ένα επιπλέον περιθώριο αύξησης των δαπανών ύψους 309 εκατ. ευρώ για τα έτη μέχρι και το 2028. Η μείωση αντί της αύξησης των δαπανών για τον προηγούμενο χρόνο έδωσε το περιθώριο, η Ελλάδα να αυξήσει την οροφή αύξησης των δαπανών για φέτος από το 3,7% στο 4,5%, ποσοστό που αντιστοιχεί σε 4,2 δισ. ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι ως τελικό αποτέλεσμα, για την διετία 2024 – 2025, η Ελλάδα αύξησε τις δαπάνες της κατά 4.200 εκατ. ευρώ – 309 εκατ. ευρώ = 3.891 εκατ. ευρώ. Τούτο ενώ είχε περιθώριο να αυξήσει τις δαπάνες κατά 6,4 δισ. ευρώ. Συνεπώς, έχει ένα “απόθεμα” αύξησης των καθαρών πρωτογενών δαπανών ύψους 2,419 εκατ. ευρώ για τα έτη από το 2026 μέχρι και το 2028.
Ως γνωστό, το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών (ΥΠΕΘΟ) ανακοινώνει σε κάθε ευκαιρία ότι στη φετινή ΔΕΘ θα ανακοινωθούν φορολογικά μέτρα για την ελάφρυνση της αποκαλούμενης “μεσαίας τάξης”. Με δεδομένο ότι το οικονομικό επιτελείο κρατά ακόμη κλειστά τα χαρτιά του σε ότι αφορά το τελικό πακέτο των ελαφρύνσεων, οι παρεμβάσεις που θα γίνουν αφορούν φόρους. Άρα δεν θα επηρεάζουν την οροφή της αύξησης των πρωτογενών δαπανών. Ωστόσο, το Μεσοπρόθεσμο θέτει ως στόχο για το 2026, αύξηση των πρωτογενών δαπανών κατά 3,6%, ποσοστό που αντιστοιχεί σε επιπλέον δαπάνες 3,8 δισ. ευρώ.
Περιθώρια για νέες ελαφρύνσεις το 2027
Παράλληλα σε δημοσιονομικό επίπεδο η Ελλάδα αναθεώρησε για το 2025 τον στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα από 2,5% του ΑΕΠ, σε 3,2% του ΑΕΠ δηλαδή 1,9 δισ. ευρώ υψηλότερο απ’ ό,τι προβλέπονταν στην αρχική μορφή του Μεσοπρόθεσμου, το οποίο συμφωνήθηκε με τις Βρυξέλλες. Το υψηλότερο πλεόνασμα αναμένεται να καλυφθεί και με το παραπάνω από τον ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας που θα ξεπεράσει το 2% και φυσικά την αύξηση των εσόδων από φοροδιαφυγή, για την οποία θα γίνει μια πιο ρεαλιστική εκτίμηση μετά τα μέσα του χρόνου.
Από τα παραπάνω μπορεί κανείς να συμπεράνει, ότι θα έχουμε και φέτος υπερπλεόνασμα ίσο ή μεγαλύτερο από το 4% του ΑΕΠ το οποίο μαζί με μια νέα συγκράτηση των δαπανών, θα δώσει νέο δημοσιονομικό χώρο για το 2027 που – με βάση τις δηλώσεις του πρωθυπουργού – θα είναι έτος εκλογών για την Ελλάδα. Με βάση συντηρητικές εκτιμήσεις, αν το πλεόνασμα πλησιάσει και φέτος το 4% του ΑΕΠ (από 4,8% του ΑΕΠ που έφτασε το 2024) είναι πιθανό ο δημοσιονομικός χώρος για νέες δαπάνες να αυξηθεί από 600 εκατ. ευρώ μέχρι και 1,2 δισ. ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι το υπόλοιπο αύξησης πρωτογενών δαπανών από 2,4 δισ. ευρώ που είναι σήμερα θα φτάσει ή θα ξεπεράσει τα 3,5 δισ. ευρώ, κάτι που θα μπορεί να διατεθεί για νέες παρεμβάσεις από το 2027.
Με βάση το μεσοπρόθεσμο σχέδιο μέχρι και το 2028, η Ελλάδα μπορεί να αυξήσει σωρευτικά τις καθαρές πρωτογενείς δαπάνες της κατά 17,1 δισ. ευρώ. Μέχρι στιγμής για την διετία 2024 -2025, παρά τα πρόσθετα μέτρα ύψους 1,1 δισ. ευρώ τα οποία εξαγγέλθηκαν πρόσφατα, η αύξηση των δαπανών δεν ξεπερνά τα 3,89 δισ. ευρώ και έχει περιθώριο να αυξήσεις τις δαπάνες της κατά 13,9 δισ. ευρώ για τα επόμενα 3 χρόνια, δηλαδή κατά μέσο όρο 4,6 δισ. ευρώ το χρόνο. Αυτό θα είναι το περιθώριο, με βάση τα σημερινά δεδομένα, χωρίς να έχουμε νέες θετικές εξελίξεις στο δημοσιονομικό πεδίο.
Πηγή: capital.gr