Ο ελληνικός τραπεζικός κλάδος βιώνει μια περίοδο αναγέννησης…

Scope Ratings: Ο ελληνικός τραπεζικός κλάδος βιώνει μια περίοδο αναγέννησης - Από τους πιο κερδοφόρους στην Ευρώπη

Της Ελευθερίας Κούρταλη

Το λειτουργικό περιβάλλον της Ελλάδας αναλύει και βαθμολογεί ο οίκος αξιολόγησε Scope Ratings, εξετάζοντας τους παράγοντες που στηρίζουν τις προοπτικές των ελληνικών τράπεζων. Όπως επισημαίνει, οι ελληνικές τράπεζες βιώνουν μια περίοδο αναγέννησης, η οποία υποστηρίζεται από την ισχυρή αύξηση δανείων, τα υψηλά περιθώρια τόκων, τους μειούμενους δείκτες κόστους-εσοδών και κόστους κινδύνου, καθώς και την ισχυρή ποιότητα ενεργητικού. Οι ελληνικές συστημικές τράπεζες συγκαταλέγονται μεταξύ των πιο κερδοφόρων στην ΕΕ, τονίζει χαρακτηριστικά.

Πιο αναλυτικά, η Scope βαθμολογεί το λειτουργικό περιβάλλον  της Ελλάδας ως “Moderately supportive high”, πέντε σκαλοπάτια κάτω από την υψηλότερη βαθμίδα που είναι το “Very supportive high”. Στη συνέχεια περιγράφει τους λόγους πίσω από αυτή τη βαθμολογία.

Όπως σημειώνει, η Ελλάδα έχει μια μικρή αλλά ανεπτυγμένη οικονομία, ενώ κατέχει ηγετική θέση παγκοσμίως στη ναυτιλία. Άλλοι βασικοί τομείς είναι ο τουρισμός, η γεωργία και η μεταποίηση. Η οικονομία ανακάμπτει σταδιακά από μια σοβαρή κρίση χρέους, η οποία οδήγησε σε προγράμματα διάσωσης, αναδιάρθρωση χρέους και μέτρα λιτότητας. Ωστόσο, το πραγματικό ΑΕΠ κατά κεφαλήν της χώρας παραμένει περίπου 40% κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ.

Από το 2020, η ελληνική οικονομική ανάπτυξη ήταν ισχυρή χάρη στην ισχυρή ιδιωτική κατανάλωση και την ανάκαμψη των ιδιωτικών επενδύσεων, τα κυβερνητικά μέτρα και το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας της Ελλάδας. Ο οίκος σημειώνει ότι προβλέπει ανάπτυξη 2,2% το 2025 και 1,6% κατά μέσο όρο από το 2026 έως το 2029, ενώ το αναπτυξιακό δυναμικό είναι 1,25%.

Σημειώνεται ότι η Scope αναβάθμισε την Ελλάδα σε επενδυτική βαθμίδα το 2023 και αύξησε την αξιολόγηση κατά μία βαθμίδα τον Δεκέμβριο του 2024 σε BBB/Σταθερές προοπτικές, λόγω των προσδοκιών για περαιτέρω μείωση του δείκτη χρέους, ισχυρότερα από τα αναμενόμενα πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα, ανάκαμψη του τραπεζικού συστήματος και μείωση των οικονομικών ανισορροπιών. Το υψηλό επίπεδο δημόσιου χρέους (158% του ΑΕΠ) είναι η κύρια αδυναμία της χώρας, όπως τονίζει ο οίκος, καθώς μπορεί να περιορίσει την ικανότητα της κυβέρνησης να στηρίξει την οικονομία κατά τη διάρκεια περιόδων ύφεσης.

Οι πολιτικοί και οι σχετικοί με την πολιτική κίνδυνοι είναι μέτριοι τα επόμενα χρόνια, αλλά ενδέχεται να αυξηθούν μακροπρόθεσμα, εκτιμά η Scope. Οι διαρθρωτικές οικονομικές αδυναμίες και οι δημογραφικές προκλήσεις περιορίζουν την μακροπρόθεσμη τάση ανάπτυξης και τα επίπεδα πλούτου.

Ενώ η ανεργία μειώθηκε σημαντικά το 2024 στο 9,4%, παραμένει πολύ πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ. Τα νοικοκυριά εξακολουθούν να υποφέρουν από χαμηλούς μισθούς, περίπου 20% χαμηλότερους από ό,τι πριν από 15 χρόνια, καθώς και από χαμηλό διαθέσιμο εισόδημα. Αυτοί οι παράγοντες αποτελούν κοινωνική πρόκληση, όπως και η φτώχεια και ο κοινωνικός αποκλεισμός μεταξύ των ευάλωτων ομάδων, επισημαίνει ο οίκος. Επιπλέον, η συγκριτική επικράτηση των θέσεων εργασίας χαμηλού εισοδήματος και των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων επηρεάζει αρνητικά την παραγωγικότητα και τη φορολογική βάση.

Έχοντας ξεκινήσει τη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής το 2024, η Scope αναμένει ότι η ΕΚΤ θα συνεχίσει να μειώνει τα επιτόκια τα επόμενα δύο χρόνια, παρόλο που οι πληθωριστικές πιέσεις παραμένουν λόγω της “σφιχτής” αγοράς εργασίας, των υψηλότερων τιμών ενέργειας δεδομένης της χαμηλής προσφοράς φυσικού αερίου στην Ευρώπη και των απειλών για δασμολογικούς περιορισμούς.

Όσον αφορά τον τραπεζικό κλάδο και τις τέσσερις συστημικές τράπεζες, η Scope επισημαίνει πως τα έσοδα του τομέα προέρχονται κυρίως από καθαρά έσοδα από τόκους, γεγονός που αντανακλά την εστίαση στον δανεισμό και τη χαμηλή διείσδυση στην αγορά μη τραπεζικών χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Αυτό αφήνει τις τράπεζες πιο εκτεθειμένες στον κύκλο των επιτοκίων σε σχέση με τους διεθνείς ομολόγους τους.

Δεδομένων των χαρακτηριστικών του ελληνικού τραπεζικού τομέα, συμπεριλαμβανομένης μιας σχετικά μικρής αγοράς στεγαστικών δανείων, ο δανεισμός απευθύνεται σε επιχειρήσεις, με αρκετά υψηλή έκθεση στη ναυτιλία και τον τουρισμό. Η Scope αναμένει ότι η μέση ποιότητα των εταιρικών πελατών θα είναι πιο ανθεκτική από ό,τι στο παρελθόν, έχοντας ήδη αντέξει μια σοβαρή επιδείνωση του λειτουργικού περιβάλλοντος κατά τη δεκαετία 2010-2020.

Ο ακαθάριστος δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPL) του ελληνικού τραπεζικού κλάδου μειώθηκε στο 3,6% τον Δεκέμβριο του 2024, από 49% το 2017, παρατηρεί παράλληλα η Scope. Οι τράπεζες όχι μόνο έχουν καθαρίσει τους ισολογισμούς τους, αλλά έχουν επίσης βελτιώσει τα πρότυπα δανεισμού και παρακολούθησης, τονίζει.

Οι καταθέσεις πελατών αποτελούν την κύρια πηγή χρηματοδότησης για το σύστημα. Έπειτα από το bank run κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους, οι καταθέσεις έχουν σταδιακά επιστρέψει στη χώρα και έχουν ξεπεράσει την αύξηση των δανείων για σχεδόν μια δεκαετία. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, οι κοινωνικές μεταβιβάσεις από την ΕΕ και την κυβέρνηση οδήγησαν σε περαιτέρω ενίσχυση της βάσης καταθέσεων.

Πάντως, όπως επισημαίνει η Scope, οι εγχώριες τράπεζες παραμένουν μεγάλοι αγοραστές ελληνικών κρατικών ομολόγων, τροφοδοτώντας τις ανησυχίες της αγοράς σχετικά με τη στενή σχέση του τομέα με το κράτος. Υπολογίζει ότι οι ελληνικοί κρατικοί τίτλοι αντιπροσωπεύουν κατά μέσο όρο περίπου το 140% του κεφαλαίου Tier 1 για τις τρεις συστημικές τράπεζες στο δείγμα της EBA (Σεπτέμβριος 2024).

Ο ελληνικός τραπεζικός τομέας βιώνει μια περίοδο αναγέννησης, η οποία υποστηρίζεται από την ισχυρή αύξηση δανείων, τα υψηλά περιθώρια τόκων, τους μειούμενους δείκτες κόστους-εσοδών και κόστους κινδύνου, καθώς και την ισχυρή ποιότητα ενεργητικού, τονίζει ο οίκος. Οι τέσσερις μεγαλύτερες ελληνικές τράπεζες συγκαταλέγονται επί του παρόντος μεταξύ των πιο κερδοφόρων στην ΕΕ, εν μέρει χάρη στα υψηλά μερίδια αγοράς τους στην εγχώρια αγορά. Η Scope προβλέπει διψήφιους δείκτες ROTE το 2025 και το 2026.

Πηγή: capital.gr

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ