ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ: 17/5, 00.32
Στη διατήρηση της Ελλάδας στην πιστοληπτική βαθμίδα “ΒΒΒ-“, αναβαθμίζοντας όμως τις προοπτικές (outlook) από σταθερές σε θετικές, προχώρησε ο αμερικανικός οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης Fitch την Παρασκευή το βράδυ. Υπενθυμίζεται ότι η Fitch έδωσε στην Ελλάδα την επενδυτική βαθμίδα (BBB- με σταθερές προοπτικές) τον Νοέμβριο του 2023, αλλά δεν προχώρησε σε κάποια αναβάθμιση της αξιολόγησης ή των προοπτικών πέρυσι.
Η αναθεώρηση των προοπτικών της ελληνικής οικονομίας από τον οίκο Fitch οφείλεται στους παρακάτω βασικούς παράγοντες:
Μεγάλο δημοσιονομικό πλεόνασμα
Η Ελλάδα κατέγραψε μεγάλο δημοσιονομικό πλεόνασμα στο 1,3% του ΑΕΠ το 2024 και πρωτογενές πλεόνασμα 4,8% την ίδια χρονιά, με το δεύτερο να υπερβαίνει τον αρχικό στόχο της κυβέρνησης για 1%. Η επίδοση ξεπέρασε επίσης τις προσδοκίες της Fitch και σηματοδοτεί αξιοσημείωτη βελτίωση από το έλλειμμα της τάξης του 1,4% το 2023. Συγκρίνεται επίσης θετικά με τον μέσο όρο ελλειμμάτων των χωρών με αξιολόγηση “ΒΒΒ” που είναι στο 3,7%. Σύμφωνα με τη Fitch, η υπεραπόδοση αποτυπώνει τις διαρθρωτικές δημοσιονομικές βελτιώσεις, τη βελτίωση στην είσπραξη φόρων, και τον αυστηρό έλεγχο των δαπανών. Η Fitch προβλέπει δημοσιονομικά πλεονάσματα το 2025 και το 2026, αν και κάτω του 1%. Τον Απρίλιο του 2025, η ελληνική κυβέρνηση ανακοίνωσε δημοσιονομική ελάφρυνση συνολικού ύψους 1 δισ. ευρώ, (0,5% του ΑΕΠ) για την τόνωση των επενδύσεων και τη στήριξη των συνταξιούχων και των ενοικιαστών κατοικιών.
Μείωση του δημόσιου χρέους
Το δημοσιονομικό πλεόνασμα και η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 2,3% οδήγησαν σε πτώση του δημόσιου χρέους ως προς το ΑΕΠ κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες το 2024, στο 154%. Αν και εξακολουθεί να είναι σχεδόν 3 φορές υψηλότερο από τον μέσο όρο (52%) των χωρών με αξιολόγηση “ΒΒΒ”, αυτό είναι πάνω από 50 ποσοστιαίες μονάδες κάτω από το μέγιστο του 2020 που ήταν 209%. Η Ελλάδα έχει επιτύχει τη μεγαλύτερη μείωση του χρέους μετά την κρίση της πανδημίας μεταξύ των κρατών που αξιολογούνται από τον Fitch με την επενδυτική βαθμίδα.
Επιπλέον, τα ταμειακά διαθέσιμα είναι υψηλά και ανέρχονται σε περίπου 36 δισ. ευρώ (16% του ΑΕΠ), επαρκή για να καλύψουν όλες τις ληξιπρόθεσμες οφειλές κατά τα επόμενα τρία χρόνια. Η Fitch αναμένει ότι η γρήγορη μείωση του χρέους θα συνεχιστεί μεσοπρόθεσμα, με τον λόγο χρέους προς ΑΕΠ να πλησιάζει το 120% έως το 2030 στο βασικό σενάριο.
Όσον αφορά το δημοσιονομικό πλαίσιο, ο οίκος το χαρακτηρίζει ως συνετό και αξιόπιστο. Τα δημοσιονομικά αποτελέσματα του 2024 υπογραμμίζουν την ισχυρή δέσμευση της κυβέρνησης για δημοσιονομική σύνεση. Η τελευταία επίσημη δημοσιονομική πρόβλεψη, η επικαιροποίηση του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού σχεδίου του Μαΐου 2025, είναι πλήρως ευθυγραμμισμένη με το νέο δημοσιονομικό πλαίσιο της ΕΕ. Ο συνολικός ρυθμός αύξησης των πρωτογενών καθαρών δαπανών το 2024-2025, η νέα βασική δημοσιονομική μεταβλητή, αναθεωρήθηκε προς τα κάτω σε 4,2% από τον αρχικό στόχο του 6,5%. Ο οίκος θεωρεί ότι η δέσμευση της κυβέρνησης για μικρά δημοσιονομικά ελλείμματα και σταθερή μείωση του χρέους/ΑΕΠ είναι ιδιαίτερα αξιόπιστη, υποστηριζόμενη από το ιστορικό της περιόδου μετά την πανδημία.
Περιορισμένοι κίνδυνοι δαπανών
Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας διατηρεί ισχυρή δημόσια στήριξη από τις εκλογές του 2023. Ωστόσο, η αργή πρόοδος στη διερεύνηση του σοβαρού σιδηροδρομικού ατυχήματος του Φεβρουαρίου 2023 οδήγησε σε νέο κύμα δημόσιων διαμαρτυριών στις αρχές του 2025. Πέρα από τις άμεσες πολιτικές επιπτώσεις, η δυσαρέσκεια του κοινού θα μπορούσε να ασκήσει μεγαλύτερη πίεση στην κυβέρνηση να χαλαρώσει σημαντικά τον δημοσιονομικό της προσανατολισμό.
Η Ελλάδα είχε ιστορικά υψηλότερες αμυντικές δαπάνες από τις περισσότερες ομοειδείς χώρες της ΕΕ, κοντά στο 3% του ΑΕΠ, σύμφωνα με τον ορισμό του ΝΑΤΟ. Ως εκ τούτου, υπάρχει λιγότερη πίεση για την ενίσχυση αυτών των δαπανών, περιορίζοντας περαιτέρω τους μεσοπρόθεσμους δημοσιονομικούς κινδύνους.
Η Fitch κάνει λόγο για χαμηλούς κινδύνους χρηματοδότησης καθώς το ευνοϊκό προφίλ χρέους της Ελλάδας, με μέσες λήξεις στα 19 χρόνια, με ευνοϊκά επιτόκια και μεγάλα ταμειακά αποθέματα, μειώνει σημαντικά τους κινδύνους της αγοράς και λειτουργεί ως “μαξιλάρι” έναντι των κραδασμών από πιο ευμετάβλητες αγορές ομολόγων. Το τεκμαρτό επιτόκιο του αποθέματος χρέους είναι περίπου 1,5%, συμπεριλαμβανομένου του αντίκτυπου από τα αναβαλλόμενα επιτόκια, πολύ χαμηλότερο από την πορεία της ονομαστικής ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, η οποία εκτιμάται σε περίπου 4%.
Ανάπτυξη άνω του 2% το 2025 και 2026
Επιπλέον, ο οίκος βλέπει ανθεκτική οικονομική ανάπτυξη. Το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 2,3% το 2024, με τον ίδιο ρυθμό όπως και το 2023, λόγω της εγχώριας ζήτησης. Η κατανάλωση των νοικοκυριών στηρίχθηκε από την αύξηση του πραγματικού εισοδήματος και την αύξηση της απασχόλησης, ενώ συνεχίστηκε η δυναμική αύξηση των επενδύσεων, εν μέρει λόγω της τόνωσης από τις επιχορηγήσεις και τα δάνεια της επόμενης γενιάς. Οι καθαρές εξαγωγές είχαν μικρή αρνητική συμβολή στην ανάπτυξη, κυρίως λόγω του υψηλότερου εισαγωγικού περιεχομένου των επενδύσεων.
Σύμφωνα με τον οίκο, η ανάπτυξη θα παραμείνει πάνω από 2% το 2025 και το 2026, πολύ πάνω από την πρόβλεψή του για ανάπτυξη 0,4% στην ευρωζώνη. Οι άμεσοι κίνδυνοι για την Ελλάδα από τον παγκόσμιο εμπορικό πόλεμο είναι μικροί, καθώς οι εξαγωγές προς τις ΗΠΑ αποτελούν μόνο το 4% των συνολικών εξαγωγών, πολύ κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ. Ωστόσο, ένα πιο σοβαρό σοκ στις μεγάλες οικονομίες της ΕΕ θα μπορούσε να έχει σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στην Ελλάδα.
Οι αξιολογήσεις υποστηρίζονται από το κατά κεφαλήν εισόδημα που υπερβαίνει τα επίπεδα και τους δείκτες διακυβέρνησης που είναι σύμφωνοι με τη διάμεση τιμή “ΒΒΒ”, καθώς και από ένα αξιόπιστο πλαίσιο πολιτικής που υποστηρίζεται από τη συμμετοχή στην ΕΕ και την ευρωζώνη. Η δημοσιονομική και μακροοικονομική προσαρμογή έχει επιταχυνθεί τα τελευταία χρόνια, με βάση τη βελτίωση των θεμελιωδών μεγεθών και την αξιοπιστία της πολιτικής. Τα πλεονεκτήματα αυτά συγκρίνονται με την κληρονομιά της κρίσης δημόσιου χρέους, ιδίως με το πολύ υψηλό, αλλά σταθερά μειούμενο δημόσιο χρέος, καθώς και με τη σημαντική απώλεια οικονομικής παραγωγής, τις επίμονες εξωτερικές ανισορροπίες και τις παλαιές ενδεχόμενες υποχρεώσεις του τραπεζικού τομέα.
Έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών
Η Fitch σημειώνει ότι το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της χώρας ήταν 6,4% του ΑΕΠ το 2024, σημαντικά υψηλότερο από τη διάμεση τιμή “ΒΒΒ” του 0,3% και σε μεγάλο βαθμό αμετάβλητο από το 6,2% το 2023. Το εμπορικό έλλειμμα διευρύνθηκε κατά σχεδόν 3 δισ. ευρώ, λόγω των υψηλότερων εισαγωγών των βιομηχανικών και κεφαλαιακών αγαθών, ενώ το πλεόνασμα του τουρισμού αυξήθηκε μόνο μέτρια. Παράλληλα, “η περαιτέρω επιτάχυνση των επενδύσεων που απαιτούν σημαντικό ρυθμό αύξησης των εισαγωγών μεσοπρόθεσμα θα ασκήσει περαιτέρω πίεση στο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών”. Η συμμετοχή στην Ευρωζώνη μετριάζει τους κινδύνους εξωτερικής χρηματοδότησης και η Fitch δεν αναμένει διαταραχές στις εξωτερικές ροές κεφαλαίων.
Τράπεζες
Η Fitch αναβάθμισε τις αξιολογήσεις των τεσσάρων συστημικών τραπεζών κατά μία βαθμίδα πιστοληπτικής ικανότητας τον Μάρτιο του 2025, αντανακλώντας τις βελτιώσεις στο λειτουργικό περιβάλλον της Ελλάδας και το πιστωτικό προφίλ των τραπεζών, συμπεριλαμβανομένου ενός μακρύτερου ιστορικού υγιούς δημιουργίας κερδών, της ολοκλήρωσης του μεγαλύτερου μέρους της εξυγίανσης της ποιότητας του ενεργητικού τους, της ενισχυμένης κεφαλαιακής θέσης και της σταθερής χρηματοδότησης με βάση τις καταθέσεις. Η Fitch αναμένει ότι τα έσοδα από δάνεια και προμήθειες θα συνεχίσουν να αυξάνονται μεσοπρόθεσμα, παρά την πρόσφατη μεταβλητότητα της αγοράς. Οι εξαγορές θα αυξήσουν συγκρατημένα τη διεθνή παρουσία και τη διαφοροποίηση των εσόδων, αν και η εστίαση των τραπεζών θα παραμείνει κυρίως εγχώρια.
Ως απότοκο της κρίσης εξακολουθεί να υπάρχει στενή σχέση μεταξύ του Δημοσίου και των τραπεζών λόγω του μεγάλου μεριδίου των αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων (DTCs- 12 δισ. ευρώ, 50% των κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 τον Δεκέμβριο του 2024) στο κεφάλαιο των τραπεζών. Οι DTCs παραμένουν μια ενδεχόμενη υποχρέωση για το κράτος, που δεν υπάρχει σε όλα τα άλλα μέλη της ευρωζώνης. Τα πρόσφατα σχέδια των τραπεζών να επιταχύνουν την απόσβεση των DTCs αναμένεται να συμβάλουν στην ομαλοποίηση της κεφαλαιακής τους διάρθρωσης τα επόμενα χρόνια.
ESG – Διακυβέρνηση
Η Ελλάδα έχει βαθμολογία συνάφειας ESG (RS) “5[+]”, για την πολιτική σταθερότητα, τα ατομικά δικαιώματα και το κράτος δικαίου, τη θεσμική και ρυθμιστική ποιότητα και τον έλεγχο της διαφθοράς. Αυτές οι βαθμολογίες αντικατοπτρίζουν τη βαρύτητα που έχουν οι Δείκτες Διακυβέρνησης της Παγκόσμιας Τράπεζας (WBGI) στο ιδιόκτητο Μοντέλο Αξιολόγησης Κρατών (SRM). Η Ελλάδα συγκεντρώνει 62,8 αξιολόγηση στη μέση της κατάταξης WBGI, η οποία αντανακλά το πρόσφατο ιστορικό ειρηνικών πολιτικών μεταβάσεων, το μέτριο επίπεδο δικαιωμάτων συμμετοχής στην πολιτική διαδικασία, τη μέτρια θεσμική ικανότητα, το καθιερωμένο κράτος δικαίου και το μέτριο επίπεδο διαφθοράς.
Τι μπορεί να οδηγήσει σε υποβάθμιση
Παράγοντες που θα μπορούσαν, κατά μόνας ή συλλογικά, να οδηγήσουν σε αρνητική αξιολόγηση/υποβάθμιση:
Δημόσια Οικονομικά: Αποσταθεροποίηση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ της γενικής κυβέρνησης, π.χ. λόγω διαρθρωτικής δημοσιονομικής χαλάρωσης ή υλοποίησης σημαντικών ενδεχόμενων υποχρεώσεων.
Μακροοικονομικά: Σοβαρό δυσμενές σοκ που θα επηρέαζε τη μεσοπρόθεση αναπτυξιακή δυναμική της Ελλάδας ή/και θα επιδείνωνε τις εξωτερικές ανισορροπίες.
Τι μπορεί να οδηγήσει σε αναβάθμιση
Παράγοντες που θα μπορούσαν, κατά μόνας ή συλλογικά, να οδηγήσουν σε θετική αξιολόγηση/αναβάθμιση:
Δημόσια Οικονομικά: Αυξημένη εμπιστοσύνη ότι η ταχεία μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ της γενικής κυβέρνησης θα διατηρηθεί μεσοπρόθεσμα, καθοδηγούμενη από σημαντικά πρωτογενή πλεονάσματα.
Μακροοικονομικά: Βελτίωση των μεσοπρόθεσμων προοπτικών ανάπτυξης και επιδόσεων, για παράδειγμα μέσω αύξησης των επενδύσεων ή/και υλοποίησης διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
Πηγή: capital.gr