Οι φίλοι και οι γνωστοί τη γνωρίζουν με ένα όνομα, οι συνάδελφοι και οι πηγές της με ένα άλλο – εμείς, ας την πούμε Σοφία. Δεν μπορεί να πει όλη την αλήθεια για τον εαυτό της σε κανέναν από αυτούς. Δεν αξίζει τον κόπο να μάθει η πρώτη ομάδα τι δουλειά κάνει. Οσο για τη δεύτερη ομάδα, οι λεπτομέρειες της προσωπικής της ζωής – πού γεννήθηκε, πού σπούδασε, πού εργάζεται – πρέπει να παραμείνουν κρυφές. Οπως το θέτει η ίδια, η ζωή ενός δημοσιογράφου που εργάζεται για ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης και παραμένει στη Ρωσία μοιάζει με ζωή κατασκόπου σε ταινία.
Συνήθως όλα κυλούν ομαλά, γράφει η Σοφία, αλλά μερικές φορές υπάρχουν δυσλειτουργίες. Στο πάρτι γενεθλίων ενός στενού φίλου, κάποιος άγνωστος απλώνει το χέρι και της λέει «Γεια, είμαι ο Λιόσα». Της παίρνει μερικά δευτερόλεπτα για να σκεφτεί πώς πρέπει να συστηθεί ως απάντηση – χρησιμοποιώντας το πραγματικό της όνομα ή το ψευδώνυμό της. Ολη αυτή την ώρα προσπαθεί να αναλύσει αν αυτή η νέα γνωριμία θα μπορούσε να γίνει πρωταγωνιστής σε κάποια δουλειά της.
Μερικές φορές, αισθάνεται σαν παθολογική ψεύτρα. Κάποιος της λέει κάτι προσωπικό, αλλά δεν μπορεί να ανταποδώσει – ή έστω να παραδεχτεί ότι δεν του λέει τα πάντα. Είναι καταθλιπτικό, νιώθει συνεχώς ντροπή. Εχει βέβαια τη σπάνια ευκαιρία να κάνει σημαντικά πράγματα χωρίς να αντιμετωπίζει λογοκρισία. Επιπλέον, και σε αντίθεση με τους συναδέλφους της που αναγκάστηκαν να φύγουν, εκείνη παραμένει σε οικείες, άνετες συνθήκες. Ταυτόχρονα, όμως, αισθάνεται σαν απατεώνας. Αυτό που κάνει τώρα είναι δημοσιογραφία στην εξορία, δηλαδή ελεύθερη δημοσιογραφία. Αλλά η ίδια δεν είναι στην εξορία. Εχει αρκετούς γνωστούς που, παρά τα όσα συμβαίνουν, εξακολουθούν να εργάζονται στη Ρωσία σε έντυπα λογοκρινόμενα. Αυτοί οι δημοσιογράφοι, γράφει, συνεχίζουν να παλεύουν για κάθε κόμμα και να διαγράφουν κομμάτια των κειμένων τους όταν η διεύθυνση τα βρίσκει προβληματικά. Εκείνη δεν το έχει αντιμετωπίσει αυτό. Από τα κείμενά της αφαιρούνται μόνο τα βαρετά κομμάτια.
Φυσικά, οι αρχισυντάκτες της έχουν αντικειμενικούς λόγους να ανησυχούν για την ασφάλειά της. Οι δημοσιογράφοι στη Ρωσία αντιμετωπίζουν πραγματικές διώξεις, πρόστιμα και ποινές φυλάκισης. Για να το αποφύγει αυτό, ακολουθεί τα πρωτόκολλα ασφαλείας. Γνωρίζει τον αριθμό τηλεφώνου του δικηγόρου της απ’ έξω, για παν ενδεχόμενο.
Αλλά είναι δύσκολο να ακολουθείς τα πρωτόκολλα. Για παράδειγμα, επικοινωνεί με την αρχισυντάκτριά της μέσω Signal, της εφαρμογής ανταλλαγής μηνυμάτων. Στη Ρωσία, αυτή δεν λειτουργεί χωρίς VPN. Εχει τρία διαφορετικά VPN στο τηλέφωνό της – όταν το ένα δεν λειτουργεί, αλλάζει σε άλλο. Παρ’ όλα αυτά, μερικές φορές δεν μπορεί να επικοινωνήσει για κάποιο χρονικό διάστημα. Οταν συμβαίνει αυτό, η αρχισυντάκτριά της αγχώνεται υπερβολικά, πιστεύοντας ότι πρέπει να βρει τρόπο να τη φυγαδεύσει από κάπου.
Ενας ανεξάρτητος δημοσιογράφος στη Ρωσία μπορεί πράγματι να εκτεθεί ανά πάσα στιγμή, αλλά για μεγάλο χρονικό διάστημα, η Σοφία δεν ένιωθε καθόλου φόβο. Εφτασε σε σημείο να αναρωτηθεί μήπως είναι ψυχοπαθής. Ομως σταδιακά, ο φόβος την πλησίασε. Οσο πιο συχνά τη ρωτούσαν οι αγαπημένοι της αν φοβάται και αν λαμβάνει επαρκή μέτρα ασφαλείας, τόσο ισχυρότερος γινόταν. Κάποια στιγμή, μάλιστα, τους ζήτησε να μην τη ρωτούν γι’ αυτό. Απλώς κοιτάζει αυτόματα με την άκρη του ματιού της για να δει αν την ακολουθεί κάποιος, αν υπάρχουν ύποπτοι άνθρωποι γύρω της. Οταν πείθεται ότι δεν υπάρχει κανείς, απλά ζει τη ζωή της και κάνει τη δουλειά της.
Στην αρχή του πολέμου, γράφει, πίστευε ότι οι άνθρωποι υποστήριζαν τον πόλεμο επειδή δεν γνώριζαν τι πραγματικά συνέβαινε. Αρχισαν τότε μαζί με τον φίλο της να τυπώνουν αντιπολεμικές αφίσες με συνθήματα όπως «Χρειαζόμαστε αγάπη, όχι πόλεμο!» και να τις κρεμάνε σε κεντρικούς δρόμους της Μόσχας.
Υπήρχαν φορές που προλάβαιναν να απομακρυνθούν μόνο λίγα μέτρα πριν κάποιος σταματήσει δίπλα σε μια αφίσα και τη σκίσει. Οχι υπάλληλοι του δήμου, απλοί άνθρωποι – καλοντυμένοι, πιθανώς μορφωμένοι και ευκατάστατοι. Ηταν πραγματικά αποκαρδιωτικό για κείνη. Της έδειξε ότι το πρόβλημα δεν είναι τόσο ότι οι δημοσιογράφοι δεν μπορούν να πουν την αλήθεια για τον πόλεμο, αλλά ότι οι άνθρωποι στους οποίους απευθύνεται αυτή η αλήθεια δεν θέλουν να την ακούσουν.
Η «Σοφία» εργάζεται για το Meduza, ένα ανεξάρτητο ρωσικό Μέσο με έδρα τη Ρίγα της Λετονίας. Με αφορμή τα 10α γενέθλιά του, το Meduza, που έχει φυσικά χαρακτηριστεί «ξένος πράκτορας» και «ανεπιθύμητος οργανισμός» στη Ρωσία, διοργανώνει μέχρι τις 6 Ιουλίου στην γκαλερί Kunstraum Kreuzberg/Bethanian του Βερολίνου μια έκθεση που ενώνει καλλιτέχνες και δημοσιογράφους σε έναν αναστοχασμό πάνω στα θέματα που καθορίζουν τις ζωές τους και την εποχή μας: δικτατορία, λογοκρισία, εξορία, πόλεμος, αντίσταση, μοναξιά, πόλωση, ελπίδα. Η έκθεση είναι αφιερωμένη σε όλους όσοι τολμούν ακόμα να αντιστέκονται, εξού και ο τίτλος της: «Nο». «Οχι». Η μαρτυρία της «Σοφίας» είναι από το πλούσιο βιβλίο που τη συνοδεύει, με τον ίδιο τίτλο – και το οποίο διατίθεται προς πώληση στο https://magaz.meduza.io/en. Γιατί αυτή τη Ρωσία, θες να τη στηρίξεις.
Πηγή: tanea.gr