Ισχυρό πλήγμα στην Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν κατέφερε η απόφαση δικαστηρίου της ΕΕ για το «Pfizergate», που απεφάνθη ότι η Κομισιόν έκανε λάθος που αρνήθηκε τη δημοσιοποίηση μηνυμάτων τα οποία αντάλλαξε η πρόεδρός της με τον διευθύνοντα σύμβουλο της Pfizer Αλμπερτ Μπουρλά στο απόγειο της πανδημίας του κορονοϊού, αναδεικνύοντας ξανά ζητήματα θεσμικής διαφάνειας και πολιτικής λογοδοσίας. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή καλείται να πληρώσει και τα δικαστικά έξοδα. Πέραν των νομικών προεκτάσεων, πρόκειται για ένα ορόσημο στη διαρκή μάχη υπέρ του δικαιώματος των πολιτών να γνωρίζουν πώς διαμορφώνονται οι αποφάσεις που επηρεάζουν τη ζωή τους.
Δημοσιογράφοι είχαν ζητήσει να δουν τα μυστικά μηνύματα που αντάλλαξαν η πρόεδρος της Επιτροπής και ο επικεφαλής της φαρμακευτικής εταιρείας, πριν από τη σύναψη μιας συμφωνίας αξίας πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ για τα εμβόλια μεταξύ Pfizer και ΕΕ.
Η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου αναδεικνύει ένα κρίσιμο κενό στην αντιμετώπιση του αιτήματος από την Επιτροπή, καθώς δεν μπόρεσε να παράσχει πειστικές εξηγήσεις. Αυτή η έλλειψη σαφήνειας εγείρει ανησυχίες για την επάρκεια των μέτρων διαφάνειας που εφαρμόστηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας, ειδικά δεδομένου του σημαντικού μεγέθους των συμφωνιών που υπογράφηκαν με την Pfizer και άλλες φαρμακευτικές εταιρείες. Η απόφαση έχει επίσης ευρύτερες συνέπειες για το πολιτικό τοπίο της ΕΕ, καθώς υπογραμμίζει την αυξανόμενη απαίτηση για μεγαλύτερη διαφάνεια στη διαπραγμάτευση συμφωνιών με υψηλό οικονομικό κόστος.
Ως καθαρή νίκη για τη διαφάνεια (χρησιμοποίησε τον μπασκετικό όρo για το «κάρφωμα») είδε την απόφαση η ολλανδή ευρωβουλευτής Ρακέλ Γκαρθία Χερμίδα-βαν ντερ Βάλε, η οποία μετέχει στις διαπραγματεύσεις για αλλαγές στη νομοθεσία περί πρόσβασης σε έγγραφα, εκ μέρους της φιλελεύθερης ομάδας Renew Europe. «Ο κόσμος απλώς θέλει – και έχει δικαίωμα – να γνωρίζει πώς λαμβάνονται οι αποφάσεις. Είναι θεμελιώδες σε μια δημοκρατία. Ακόμα κι αν αυτές ελήφθησαν μέσω γραπτών μηνυμάτων».
Σε ανακοίνωσή του, το Γενικό Δικαστήριο της ΕΕ δήλωσε πως η Επιτροπή «δεν κατάφερε να εξηγήσει με πειστικό τρόπο γιατί θεώρησε ότι τα μηνύματα που ανταλλάχθηκαν στο πλαίσιο της προμήθειας των εμβολίων COVID-19 δεν περιείχαν σημαντικές πληροφορίες των οποίων η διατήρηση θα έπρεπε να είναι εξασφαλισμένη». Το βασικό ζήτημα, όπως επισημαίνει το Politico, είναι αν πρέπει τα γραπτά μηνύματα να θεωρούνται έγγραφα και άρα να υπόκεινται σε δημοσιοποίηση στο όνομα της διαφάνειας. Ενώ ακτιβιστές και πολλοί εξωτερικοί παρατηρητές θεωρούν ότι πρέπει να αντιμετωπίζονται όπως κάθε άλλη μορφή επίσημης επικοινωνίας που σχετίζεται με τη χάραξη πολιτικής, η Επιτροπή υποστήριξε το αντίθετο.
«Η διαφάνεια υπήρξε πάντα υψίστης σημασίας για την Επιτροπή και για την πρόεδρο Φον ντερ Λάιεν» ανέφερε η Επιτροπή μετά την απόφαση. «Θα συνεχίσουμε να τηρούμε αυστηρά το ισχυρό νομικό πλαίσιο που υπάρχει για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών μας». Πρόσθεσε ότι θα «αποφασίσει τα επόμενα βήματα».
Η υπόθεση κινήθηκε από τους «New York Times» και την πρώην επικεφαλής του γραφείου τους στις Βρυξέλλες, οι οποίοι προσέφυγαν κατά της απόφασης της Επιτροπής να μη δημοσιοποιήσει τα μηνύματα το 2022. Με τη χθεσινή του απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο κάνει δεκτή την προσφυγή των «NY Times» και ακυρώνει την απόφαση της Επιτροπής. Σύμφωνα με το Δικαστήριο «οι απαντήσεις της Επιτροπής ως προς τα ζητηθέντα γραπτά μηνύματα καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας στηρίζονται είτε σε εικασίες είτε σε μεταβαλλόμενες ή ανακριβείς πληροφορίες».
Η εφημερίδα χαιρέτισε την απόφαση της Τετάρτης, αποκαλώντας τη «νίκη για τη διαφάνεια και τη λογοδοσία στην Ευρωπαϊκή Ενωση». «Οι ευρωπαίοι ηγέτες δεν πρέπει να επιτρέπεται να νομοθετούν σε πλήρη αδιαφάνεια, και πρέπει να τεθούν σε εφαρμογή εγγυήσεις» δήλωσε η γαλλίδα ευρωβουλευτής Μανόν Ομπρί, μία εκ των μελών του Ευρωκοινοβουλίου που ζητούν περισσότερη σαφήνεια σχετικά με τις συμβάσεις της εποχής της πανδημίας.
Η Διεθνής Διαφάνεια, εν τω μεταξύ, ανακοίνωσε ότι ελπίζει πως η απόφαση θα αναγκάσει την Επιτροπή να αλλάξει στάση «απέναντι στην ελευθερία της πληροφόρησης». «Αυτή η απόφαση αφορά περισσότερα από τη διαφάνεια: αφορά την αποκατάσταση της θεσμικής λογοδοσίας που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει σοβαρά στερηθεί» δήλωσε η Σάρι Χιντς, υπεύθυνη τομέα της οργάνωσης.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει πλέον δύο μήνες προθεσμία για να ασκήσει έφεση κατά της απόφασης του Δικαστηρίου.
Πηγή: tanea.gr